Παίρνεις κι εσύ σιγά σιγά το δρόμο για τον ιμάντα αποσκευών. Κι έπειτα, νεοαφιχθείς επιβάτης, φορτωμένος με την ιστορία και πορεία σου, θα βγεις με προσμονή και περιέργεια από το κτήριο αφίξεων, θα εισπνεύσεις μια δυο στιγμές από τη νέα χώρα που κατέφθασες και θα ονειροπολήσεις την παραμονή σου, όμοια με κουρασμένο τουρίστα που αναπαύεται στη σκέψη της διάσπασης μιας εξοντωτικής ρουτίνας. Προτού, όμως, συρθείς κι εσύ στα καλντερίμια της καθεστηκυίας βρώσης και πόσης των ελπίδων μας , στάσου μια στιγμή πάνω απ΄την αβάσταχτη… βαρύτητα του είναι μας και άκου τα συνθήματα της φυλλοροούσας αντοχής του κόσμου.
Δεν ξέρουμε πόσο εσύ μπορείς να κάνεις τη διαφορά. Πόσο όνειρο μπορείς να ακουμπήσεις στο προσκέφαλο της ύπνωσής μας και πόση απόγνωση μπορείς να εξαφανίσεις μέσα στο γιορτινό διάκοσμο των πρώτων σου ημερών. Αλλά αυτό δε μας πτοεί. Και τα αιτήματά μας σε σένα, το Μεσσία Χρόνο της σωτηρίας μας, δεν μπορούν να καμφθούν από την ελλειπτική τροχιά όσων ήρθαν και πέρασαν πριν από την έλευσή σου. Γιατί απ΄ τη δική σου παρουσία περιμένουμε τα δυνατά έως αδύνατα, τα κατορθωτά έως ακατόρθωτα. Λες και στα βήματά σου αποτυπώνεται μαγικό ραβδάκι, το οποίο μπορεί να μεταμορφώσει το άδικο σε δίκιο, το ανάξιο σε άξιο, το λάθος σε ορθογραφημένη αποκατάσταση όσων διώξαμε ή όσων αυτοεξορίστηκαν, μια και δεν άντεξαν την παχυδερμία της συνείδησής μας ή την ασυνειδησία της επιδερμικής μας προσέγγισης στα πράγματα.
Μη μιλήσεις τώρα, μη φανείς αφόρητα ειλικρινής και μας γκρεμίσεις την ψευδαίσθηση. ΄Αφησέ μας, έστω και για λίγο, να πιστεύουμε πως μια τουλάχιστον μέρα σου θα έχει χρώμα ροδαλό σαν εικόνα από ανατολή καινούριας προοπτικής. Επίτρεψέ μας να οραματιζόμαστε πως οι φωνές του δρόμου θα είναι πλέον ζητωκραυγές ενθουσιασμού και όχι απέλπιδες λέξεις μιας πεινασμένης και διψασμένης μάζας. Και πως τα ασθενοφόρα θα περιμαζεύουν τώρα « ασθενείς» που υποφέρουν από ανίατη αισιοδοξία και όχι διαμελισμένες καρδιές που καμιά συγκολλητική αγάπη δεν μπορεί να επαναφέρει. Κι ύστερα πέρνα απ΄ όλα τα κοιμητήρια των πόθων μας κι ανάστησέ τους. Γέννησε όσα παιδιά σκοτώσαμε στα πεδία των μαχών μας. Τραγούδησε όσους στίχους εκτελέσαμε στις αψιμαχίες των παθών μας. Σαν ελεήμονας κηπουρός των εποχών, σκόρπισε άνθη και ριζώματα σε όλα τα χώματα που άφησε ακαλλιέργητα η άγονη σκέψη και θέλησή μας. Ζητάμε πολλά;
Στο τέλος, κουρασμένος αλλά ευτυχής που ξεπλήρωσες το χρέος με τα βεβαρημένα επιτόκια των προσδοκιών μας, ντυμένος με όλα τα παράσημα του αφηρωισμού σου, ακούμπησε τον κάματό σου επάνω στην ευγνωμοσύνη μας κι εμείς θα τον νταντέψουμε σαν μικρό παιδί που απαλύνει τις σκληρές μας ώρες με τα χάδια και τα τρυφερά του λόγια.
Σς! ΄Οχι, μη μιλήσεις ακόμα.
Μη φανείς εκ προοιμίου ειλικρινής και μας σκοτώσεις κι ετούτη τη μικρή μας χίμαιρα.
Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment