Monday, March 28, 2022

Έκθεση Φωτογραφίας Κάτιας Χριστοδούλου

Contre Vents et marees - Ενάντια στους ανέμους των καιρών

Κάτια Χριστοδούλου Facebook

Friday, March 25, 2022

Τα βιβλία της Σοφίας Δημοπούλου

Σοφία Δημοπούλου
Συγγραφέας με φαντασία και δημιουργική πνοή 

Η Σοφία Δημοπούλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στον περιβαλλοντικό σχεδιασμό πόλεων και κτιρίων. Εργάστηκε ως μηχανικός στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα και ασκεί το επάγγελμά της έως σήμερα. Παράλληλα ασχολείται με τη συγγραφή και την ποίηση και παραδίδει μαθήματα δημιουργικής γραφής, έχοντας ολοκληρώσει το πρόγραμμα «Δημιουργική ανάγνωση και γραφή της πεζογραφίας» του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Διηγήματά της έχουν κατά καιρούς συμπεριληφθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, σε ηλεκτρονικά περιοδικά και σε εφημερίδες. 

Τα βιβλία της Σοφίας Δημοπούλου

Η πέτρα που λείπει

Η Μάρω και η Κλαίρη, δυο γυναίκες που έζησαν σε διαφορετικές εποχές, φτάνουν στα όρια του εαυτού τους μέσα από αντίστοιχες εξωσυζυγικές σχέσεις.

Δυο γυναίκες, δυο ιστορίες, δυο διαφορετικές εποχές, συνδέονται με ένα μεταβατικό αντικείμενο, ένα βραχιόλι που ταξιδεύει στο χρόνο με μια έλλειψη: μια πέτρα που του λείπει, το lapis lazouli (λάπις λάζουλι).

Το ερωτικό παιχνίδι, το πάθος, η συζυγική πίστη μεταβάλλονται ανάλογα με το χρονικό πλαίσιο της κάθε εποχής και τα πρόσωπα που περιβάλλουν τις δυο γυναίκες. Φιλίες που δοκιμάζονται, σχέσεις που κλυδωνίζονται. Άλλες μένουν σταθερές, ακλόνητες, άλλες σαρώνονται και διαλύονται με τραγικό τρόπο. Δυο ιστορίες ίδιες στο βάθος, με διαφορετική όμως εξέλιξη ανάλογα με την εποχή που διαδραματίζονται. Πόσο η εποχή και οι αντιλήψεις της επηρεάζουν την εξέλιξη της κάθε ιστορίας; Πόσο οι άνθρωποι αλλάζουν με τον καιρό;

Η Μάρω μεταβιβάζει στην εγγονή της την Κλαίρη, όχι μόνο τα γονίδια της, αλλά και τη συναισθηματική της "μοίρα" μέσω του βραχιολιού που της χαρίζει. Η αντικατάσταση της χαμένης του πέτρας θα σημάνει και το κλείσιμο του κύκλου της ιστορίας των δυο γυναικών.

Ένα μυθιστόρημα για τη φιλία, τον έρωτα και τη συγχώρεση. Ένα βιβλίο για τις απώλειες και για ό,τι αξίζει στη ζωή να κρατηθεί για πάντα.

Άλμα θα πει ψυχή

Η Ισμήνη, μ' έναν παράξενο, μοιραίο τρόπο, θα γνωρίσει τον Μύρωνα, έναν εντυπωσιακό νέο που η εικόνα του θα αποτυπωθεί στην ψυχή της και θα την στοιχειώσει μ' έναν περίεργο τρόπο. Δεν ήταν παρά μία φορά που τον είδε, κι όμως κάτι αόρατο τους συνέδεσε...

Η γνωριμία της με τον δίδυμο αδελφό του, τον Στέφανο, θα γίνει στην ουσία το μέσον για να προσεγγίσει την προσωπικότητα αυτού του άνδρα που κρύβει ένα μυστικό. Ένα μυστικό που τον οδήγησε στην αυτοχειρία. Μέσα από κάποια κείμενα, η Ισμήνη κι ο Στέφανος θα προσπαθήσουν να λύσουν το μυστήριο της άγνωστης καλλονής που πέρασε από τη ζωή του Μύρωνα...

Πού θα οδηγήσει αυτή η αναζήτηση; Τί είναι αυτό το παράξενο δέσιμο ανάμεσα στην κοπέλα και στα δυο αδέλφια;
Πώς υφαίνεται ο χρόνος

Η Νάνα, μια αρχιτεκτόνισσα που πάσχει από κρίσεις πανικού, βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή της ζωής της, όπου καλείται να πάρει κάποιες σημαντικές αποφάσεις, όπως το να κρατήσει το παιδί που κυοφορεί. Σε μια αναπαλαίωση του αρχοντικού της οικογένειας του Ιωάννη Αντωνόπουλου στην Καλλιθέα, ανακαλύπτει ένα παλιό χειρόγραφο μέσα από το οποίο μαθαίνει πολλά για την ιστορία της οικογένειας, που εντέλει συνδέεται με την ιστορία και της δικής της.

Μέσα από το χειρόγραφο μαθαίνει επίσης και για την ιστορία της της Ανθής Γεραμάκη, που λόγω των προκαταλήψεων της κοινωνίας του τέλους του 19ου αιώνα, αναγκάζεται να στερηθεί το βασικό δικαίωμά της ως γυναίκας, τη μητρότητα, και να αλλάξει ακόμα και την ταυτότητά της. Η τέχνη της –είναι πολύ καλή υφάντρα– και το πείσμα της για ζωή θα τη βοηθήσουν να ξαναβρεί τα κομμάτια του εαυτού της. Η Νάνα θα εμπλακεί συναισθηματικά με την ιστορία της Ανθής και αυτή η εμπλοκή θα τη μεταμορφώσει.

Γύρω από τους κεντρικούς ήρωες, τα ιστορικά πρόσωπα –η Ελληνίδα ζωγράφος Σοφία Λασκαρίδου, ο «καταραμένος» ποιητής Περικλής Γιαννόπουλος, ο Εμμανουήλ Ροΐδης, ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, ο Χαρίλαος Τρικούπης– και τα ιστορικά γεγονότα συμπορεύονται με τα φανταστικά και τα καθορίζουν.

Πώς υφαίνεται ο χρόνος; Με λάθη, με πάθη, με αγώνα, με διαψεύσεις, με οράματα, κάποτε με απελπισία, άλλοτε με ελπίδα και πίστη. Κάποιες φορές με αίμα και δάκρυα. Και όλα μαζί υφαίνουν τον κρουστό ιστό της άχρονης ζωής μας.

Καλύτερα να σ' έλεγαν Λισσάβω

Ο Νάσιος και η Λισσάβω μεγαλώνουν στο Νησί, ένα χωριό του Ρουμλουκιού, του Ρωμιότοπου της Ημαθίας, κοντά στη λίμνη των Γιαννιτσών. Η ιστορία τους ξεκινά το 1911, όταν ακόμα ο τόπος τους είναι υπόδουλος στους Τούρκους.

Τα δυο παιδιά θα ζήσουν μαζί τη μετάβαση από την Τουρκοκρατία στην ελεύθερη Ελλάδα, αλλά οι κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και ένας κυκεώνας γεγονότων σύντομα θα τους χωρίσουν, όταν ο έρωτας φαίνεται πως έχει το πάνω χέρι. Ούτε η ξενιτιά, ούτε οι πόλεμοι, ούτε οι προσωπικοί λαβύρινθοι, ούτε ακόμα κι αυτή η φυλακή δεν καταφέρνουν να σταματήσουν την επιθυμία και το όνειρο. Κι όταν τα χρόνια περνούν κι η Λισσάβω γίνεται Λίζα, ο Νάσιος αντιλαμβάνεται πως όλα έχουν αλλάξει· τόποι, ιδέες, πολιτική, ήθη, χαρακτήρες. Και με όλα τα μυστικά που τον βαραίνουν, το όνειρό του είναι να ενωθεί μαζί της, έστω και αργά.

Πώς θα καταφέρει να σταθεί όμως εμπρός της αγνός έπειτα από όσα τον έχουν στιγματίσει; Πότε θα καταφέρει να αφομοιώσει μέσα του το μυστικό που μόνο εκείνος κατέχει;

Ένα μυθιστόρημα για τον έρωτα, τη φιλία, τη δύναμη μιας ιδέας, την περιπέτεια, όχι μόνο δυο εραστών, αλλά και μιας χώρας, της Ελλάδας, μέσα στο πέρασμα του χρόνου.
Σε σωστή ώρα νυχτώνει

Πάτρα, 1889. Δύο οικογένειες, δύο γυναίκες αντιμέτωπες με τη Μοίρα τους και την Ιστορία. Η οικογένεια του σταφιδέμπορου Καραμάνου υποδέχεται με χαρά το νέο, υιοθετημένο μέλος της. Η όμορφη Χρυσάνθη Καραμάνου και η παραμάνα φροντίζουν το μωρό με λατρεία. Οι καλές εποχές όμως γρήγορα τελειώνουν το εμπόριο της σταφίδας παρακμάζει τα πριμαρόλια μένουν δεμένα στο λιμάνι οι ταραχές δεν έχουν τέλος ο θάνατος της Χρυσάνθης βυθίζει τους αγαπημένους της στο πένθος...

Σ' ένα χωριό έξω από την Πάτρα, η Μυγδαλιά και η οικογένειά της πασχίζουν να επιβιώσουν, καθώς η σταφίδα στην οποία στηρίζονται μένει στα αζήτητα. Θα δανειστούν από έναν τοκογλύφο, μα δεν θα μπορέσουν να ξεπληρώσουν το δάνειο, κι η ζωή τους θα αλλάξει ριζικά. Ενώ η αδελφή της Μυγδαλιάς, αποκομμένη από την οικογένεια, θα παντρευτεί έναν άνθρωπο σκοτεινό κι αμφιλεγόμενο και θα μπει σε έναν άλλο κόσμο, με τον οποίο η Μυγδαλιά έχει ήδη συγκρουστεί.

Οι δύο οικογένειες στον ανελέητο χορό της μοίρας άλλοτε συγκλίνουν κι άλλοτε αποκλίνουν. Την τελική έκβαση της ιστορίας τους θα αποφασίσει η ζωή, έτσι όπως μόνο εκείνη ξέρει να αποφασίζει - και πάντα στη σωστή ώρα, ούτε λεπτό νωρίτερα.
Η Ζωή απέναντι

Στη δύσκολη και σκοτεινή περίοδο της χούντας, σε μια λαϊκή γειτονιά της Αθήνας, μεγαλώνει η Δάφνη, μοναχοκόρη ενός συντηρητικού δάσκαλου. Όταν στο υπόγειο διαμέρισμα του σπιτιού της έρχεται μια άλλη οικογένεια, όλα αλλάζουν, όλα όσα θεωρούσε σταθερά στη ζωή της μεταβάλλονται: οι οικογενειακές σχέσεις, οι ιδέες, τα συναισθήματα, τα πρότυπα, το παρόν και το μέλλον.

Μέσα σε μια ατμόσφαιρα καχυποψίας και φόβου, οι πρωταγωνιστές της ιστορίας αγωνίζονται, ερωτεύονται, ενηλικιώνονται, ωριμάζουν, ενώ απ' το απέναντι σπίτι η γειτόνισσα η Ζωή παρακολουθεί τα πρόσωπα, υφαίνει έναν υπόγειο ιστό και επεμβαίνει ως καταλύτης στην εξέλιξη της ιστορίας.

Έτσι κι αλλιώς η ζωή έχει πάντα την τελευταία λέξη.

Αθήνα, 2014. Ένα τρακάρισμα θα γίνει η αφορμή να ξαναβρεθούν δυο γυναίκες, η Δάφνη και η Άννα. Κάποτε, σε μια θύελλα γεγονότων, οι ζωές τους είχαν διασταυρωθεί. Η συνάντησή τους θα ξεδιαλύνει γεγονότα που έμειναν για χρόνια ασαφή: οικογενειακά μυστικά έρχονται λίγο λίγο στην επιφάνεια, πολιτικά απόρρητα αποκαλύπτονται, οι αθώοι και οι ένοχοι του παρελθόντος αλλάζουν ρόλους.
Σοφία Δημοπούλου Facebook   

Άλμα θα πει ψυχή, Σοφία Δημοπούλου-Πύρζα

Η Σοφία Δημοπούλου-Πύρζα
μιλάει στο HappyTv για το πρόσφατο βιβλίο της που κυκλοφόρησε


Πείτε μας δυο λόγια για το βιβλίο σας που πρόσφατα κυκλοφόρησε..

Είναι ένα μυθιστόρημα με έντονη πλοκή και μυστήριο που ξεδιπλώνεται σιγά σιγά. Κεντρική του ιδέα είναι ένα κοινωνικό θέμα που φαντάζει διαχρονικό: πώς το κυνήγι της επιτυχίας μπορεί κάποιες φορές να οδηγήσει στην καταστροφή και πώς ο έρωτας, η αγάπη, το καλό συμπορεύονται με το κακό, την αναλγησία, την ενοχή ή τα άγρια ανθρώπινα ένστικτα.

Πως ξεκινήσατε να γράφετε;
Πάντα έγραφα, εκφραζόμουν καλύτερα γραπτά απ’ ότι στα λόγια. Ακόμα και τότε που ήμουν παιδί, για να εκφράσω απλά συναισθήματα έγραφα τις σκέψεις μου σε χαρτιά που τα έσκιζα αμέσως μετά. Λίγο λίγο αυτή η ανάγκη άρχισε να εκφράζεται πιο συστηματικά με τη μορφή πρώτα ποίησης και έπειτα διηγημάτων και μυθιστορημάτων.

Τι ήταν αυτό που σας οδήγησε στη συγγραφή του συγκεκριμένου βιβλίου;
Χρόνια τώρα είχε «στοιχειώσει» το νου μου η φωτογραφία κάποιου διάσημου φωτογράφου, όπου ένα αρπακτικό καιροφυλακτεί περιμένοντας το θάνατο ενός μικρού κοριτσιού από την πείνα, κάπου στην Αφρική. Ο φωτογράφος παρέμεινε ώρα περιμένοντας το πτηνό να επιτεθεί για να μπορέσει να τραβήξει τη φωτογραφία αυτή για το περιοδικό του. Βρήκα τότε τρομακτική την ιδέα πως κάποιος έμενε αμέτοχος στο ανθρώπινο δράμα που παιζόταν εμπρός του, προκειμένου να εξασφαλίσει μια προσωπική επιτυχία. Αυτό που ήθελα να πω λοιπόν μέσα από τη δική μου ιστορία είναι πως πολλές φορές ξεχνάμε τους ηθικούς μας κώδικες θαμπωμένοι από την εικόνα, μας ενδιαφέρει περισσότερο η εικόνα από την πραγματικότητα.

Ό, τι γράφετε είναι προσωπικές σας εμπειρίες;
Συνήθως το ερέθισμα το παίρνω από κάποιο πραγματικό γεγονός που με τη φαντασία μου το επεκτείνω, το τροποποιώ, το διανθίζω με άλλα στοιχεία. Η πλοκή δηλαδή προκύπτει από την ανάγκη μου να πω αυτό που θέλω με κάποιο τρόπο κατανοητό προσπαθώντας να συμπαρασύρω τον αναγνώστη. Σχεδόν πάντα βέβαια, μέσα σε κάποιο χαρακτήρα μπαίνει ένα κομμάτι από εμένα, από τον ψυχισμό μου, ένα κομμάτι μικρό, αλλά αναγνωρίσιμο από όσους με ξέρουν.

Πείτε μας για ένα βιβλίο που δεν έχετε γράψει εσείς και θα θέλατε να το είχατε γράψει.
Το «Νησί» της Βικτώριας Χίσλοπ, γιατί κατάφερε να αγγίξει τις καρδιές των αναγνωστών. Αλλά και πάρα πολλά άλλα. Ένα από αυτά είναι το «Χαμένο παιδί» του Ίαν ΜακΓιούαν ή το « Η χορεύτρια του Διαβόλου» του Στέφανου Δάνδολου που διάβασα πρόσφατα.

Ποιος ο αγαπημένος σας συγγραφέας;
Δεν είναι ένας, είναι πολλοί. Αν έπρεπε να ξεχωρίσω κάποιους, σίγουρα θα ήταν ο Ν. Καζαντζάκης και ο Μ. Λουντέμης, ο Καμύ και ο Γκαμπριέλ Γκαρθία Μάρκες, που τους διάβαζα στα χρόνια της νιότης μου, η Ι. Καρυστιάνη και η Μ. Βαμβουνάκη .

Οι Έλληνες σήμερα, τι σχέσεις έχουν με τα βιβλία; Αγοράζει ο κόσμος βιβλία;
Νομίζω πως οι Έλληνες γενικά έχουμε καλή σχέση με το βιβλίο. Υπάρχει ένα ικανό ποσοστό ανθρώπων που διαβάζει συστηματικά και που θεωρεί την ανάγνωση ενός βιβλίου τόσο αναγκαία όσο και η τροφή, είναι είδος πρώτης ανάγκης. Αυτοί είναι άνθρωποι μιας μέσης ηλικίας, ενώ οι νεώτεροι διαβάζουν όλο και λιγότερο, συνεπαρμένοι από την ευκολία της ηλεκτρονικής πληροφόρησης και ανάγνωσης. Πάντως και οι περισσότεροι από αυτούς που αγαπούν το διάβασμα και το έχουν εντάξει στην καθημερινότητά τους έχουν μειώσει τα βιβλία που αγοράζουν κι έχουν αυξήσει τα βιβλία που δανείζονται ή ανταλλάσουν . Βλέπετε το βιβλίο, δεν είναι μόνο πνευματικό, είναι και εμπορικό προϊόν. Σαν τέτοιο λοιπόν, ακολουθεί τους νόμους της αγοράς.

Τι νομίζετε ότι χρειάζεται να υπάρχει σε ένα βιβλίο για οδηγήσει στην επιτυχία;
Δεν υπάρχουν συγκεκριμένα συστατικά και σίγουρα δεν υπάρχει συνταγή. Αν υπήρχε, θα είχαμε γράψει όλοι από ένα best seller. Σε γενικές γραμμές πάντως, όλα τα επιτυχημένα βιβλία έχουν μερικά κοινά στοιχεία: μια καλή ιστορία που να ενδιαφέρει τους πολλούς να την διαβάσουν, αμεσότητα στη γραφή, χαρακτήρες με τους οποίους μπορείς να ταυτιστείς και βέβαια μια καλή προώθηση. Για μένα πάντως, επιτυχημένο είναι ένα βιβλίο που αφήνει την αναγνωστική «επίγευση» που ακολουθεί τον αναγνώστη για καιρό. Αυτό τις περισσότερες φορές είναι ανεξάρτητο από την εμπορική του επιτυχία.

Συγγραφέας γεννιέσαι ή γίνεσαι;
Η συγγραφή είναι μια τέχνη και σαν τέτοια θέλει διαρκή εξάσκηση. Σίγουρα γεννιέσαι με το χάρισμα της έκφρασης, ίσως με λίγο παραπάνω ευαισθησία, αλλά κυρίως με την ανάγκη να εκφραστείς. Αυτό από μόνο του όμως δεν σε κάνει συγγραφέα. Συγγραφέας γίνεσαι μέσα από την σκληρή δουλειά, τις ατέλειωτες ώρες διαβάσματος, το διαρκές «γράψε-σβήσε-ξαναγράψε», την επιμονή να πετύχεις.

Είστε ικανοποιημένος/η με τη δουλειά σας; Τι παραπάνω θα θέλατε στο μέλλον;
Είμαι ικανοποιημένη με τα βήματα που έχω κάνει μέχρι τώρα, αλλά με περιμένει πολλή δουλειά ακόμα. Εύχομαι να έχω τη δύναμη να συνεχίσω, γιατί μέσα από το γράψιμο δεν βελτιώνω μόνο την τεχνική μου, αλλά και τον εαυτό μου.

Τι εύχεστε στους αναγνώστες του happytv.gr ;
Υγεία και να έχουν τη δύναμη να χαμογελούν.

Πηγή: Από HappyTv Team - 03/10/2013


Lapis lazuli – η πέτρα που λείπει, Σοφία Δημοπούλου-Πύρζα

Καμία σχέση δεν είναι δεδομένη, αλλά είναι πάντα διαπραγματεύσιμη. 
Η Σοφία Δημοπούλου-Πύρζα γράφει το απόλυτα γυναικείο βιβλίο
Διαβάζουμε το βιβλίο "Lapis lazuli – η πέτρα που λείπει" και μιλάμε με τη συγγραφέα
Διαβάζουμε το βιβλίο "Lapis lazuli – η πέτρα που λείπει" 
και μιλάμε με τη συγγραφέα
Γράφει: Αντριάννα Παρασκευοπούλου

Δύο γυναίκες που εμφανίστηκαν τόσο μυστηριωδώς όσο εξαφανίστηκαν, δίνουν στη Μάρω ένα χρυσό βραχιόλι με επτά πέτρες. Η όγδοη, η μπλε lapis lazuli, λείπει. Η Μάρω ζει στην επαρχία την εποχή της ιταλικής και γερμανικής κατοχής. Έχει την αγαπημένη της φίλη, τον άντρα και τα παιδιά της, αλλά όταν ο έρωτας της χτυπά την πόρτα, δεν τον διώχνει.


Και το μυστικό της αυτό, με όσες συνέπειες είχε, το φυλάει σ’ όλη της τη ζωή για να το εκμυστηρευτεί λίγο πριν το τέλος στη νεαρή εγγονή της Κλαίρη, χαρίζοντάς της και το βραχιόλι. Η σύγχρονή μας, μητέρα πλέον Κλαίρη, ζει επίσης αρμονικά με την οικογένειά της. Την αδράνεια της αρμονίας αυτής όμως έρχεται να ταράξει η ερωτική πρόκληση του επίσης παντρεμένου Λεωνίδα, δασκάλου της στη ζωγραφική. Ένας παράνομος έρωτας που την κάνει να αισθανθεί πάλι ποθητή, νέα, ορμητική και για την οποία δε μετανιώνει, όποιο κόστος κι αν έχει.

Η Σοφία Δημοπούλου-Πύρζα στο πρώτο της μυθιστόρημα ταράζει τα νερά, τονίζοντας τους διαχρονικά πολλαπλούς ρόλους της γυναίκας, υπενθυμίζοντάς μας ότι καμία σχέση δεν είναι δεδομένη, αλλά πάντα διαπραγματεύσιμη και βυθίζοντάς μας στην άγρια αλλά και γλυκιά δίνη του απρόσμενου έρωτα.

Η συγγραφέας μιλά στη Miss Bloom:

Τι είναι αυτό που σας ελκύει στις ιδιότητες της πέτρας, της οποίας το όνομα δώσατε στο πρώτο σας βιβλίο;
Η αλήθεια είναι πως δεν είχα ποτέ μου ασχοληθεί με τις πολύτιμες ή τις ημιπολύτιμες πέτρες. Είχα και εξακολουθώ μάλλον να έχω μια πολύ μικρή γνώση γι’ αυτές. Χρειαζόμουν όμως για το βραχιόλι της ιστορίας μια πέτρα που να αντιπροσωπεύει συγκεκριμένες ιδιότητες: την πίστη και την αφοσίωση μέσα στο γάμο, τον έρωτα που συνδυάζεται με μια αληθινή πνευματική αγάπη, τη διατήρηση της αληθινής φιλίας, την εσωτερική δύναμη, τη δημιουργικότητα, την εσωτερική γαλήνη, την εκδήλωση των αισθημάτων. Ψάχνοντας ένα πετράδι λοιπόν που να έχει, καθώς λένε οι ειδήμονες, όλες αυτές τις ιδιότητες, ανακάλυψα το lapis lazuli, το ερωτικό αυτό πετράδι με το ζωηρό του μπλε χρώμα. Όλες αυτές οι ποιότητες είναι που λείπουν από τις ηρωίδες και άρα η έλλειψη της πέτρας συμβολίζει το συναισθηματικό έλλειμμά των δύο γυναικών. Επιπλέον η πέτρα αυτή έχει ένα ζωηρό μπλε χρώμα που γαληνεύει.

Τι σας ενέπνευσε στη συγγραφή του μυθιστορήματος;

Ήθελα αρχικά να διηγηθώ την ιστορία της Μάρως που βασίζεται σε αληθινά πρόσωπα. Μεγάλωσα με την εικόνα του ωραίου Ιταλού στο μυαλό μου, όπως την είχα σχηματίσει μέσα από διηγήσεις και πάντα ήθελα να της δώσω ζωή. Προχωρώντας όμως το γράψιμο, ανακάλυψα πως θα ήθελα να ξέρω πώς θα αντιδρούσε μια σύγχρονη γυναίκα στην ίδια πρόκληση. Στην πραγματικότητα ήταν σαν να επανέλαβα την ιστορία στο σήμερα, αλλάζοντας όμως δραστικά τα δεδομένα: Η πρώτη ηρωίδα είναι μια φτωχή αγράμματη γυναίκα. Ζει σ’ ένα χωριό στα δύσκολα χρόνια του πολέμου. Γύρω της υπάρχει ένα κοινωνικό περιβάλλον που δεν συγχωρεί, που δεν αφήνει κανένα περιθώριο λάθους. Η δεύτερη ηρωίδα είναι μια ευκατάστατη, μορφωμένη γυναίκα που ζει στην πρωτεύουσα. Εκείνο λοιπόν που σκέφτηκα είναι, πως και οι δυο γυναίκες, όταν αντιμετώπισαν την πρόκληση του έρωτα, αντέδρασαν με τον ίδιο τρόπο, είχαν το ίδιο συναισθηματικό βάρος να σηκώσουν. Αυτό ήταν και που με συνεπήρε στο γράψιμο αυτού του βιβλίου. Η αποκάλυψη πως από κάποια στιγμή και μετά, οι ηρωίδες είχαν τη δική τους ψυχή κι εγώ έπρεπε να σκύψω βαθιά μέσα τους για να τις καταλάβω.

Οι δυο ηρωίδες του βιβλίου σας έχουν μεταξύ άλλων κι ένα κοινό γνώρισμα: Δε μετανιώνουν για την απιστία τους, παρότι αυτό φαίνεται τόσο σκληρό για το περιβάλλον τους. Γιατί εμμείνατε σε αυτή την στάση τους;
Ποιός άνθρωπος που έχει ζήσει τον απόλυτο έρωτα έχει μετανιώσει γι’ αυτό; Όσοι έχουν ζήσει έναν έντονο έρωτα το ξέρουν καλά. Ο έρωτας εμπεριέχει μια αγριότητα και είναι εγωιστής. Τα θέλει όλα, τα διεκδικεί όλα. Είναι ισχυρό ένστικτο και σαν τέτοιο είναι πάνω από τη λογική και τις τύψεις. Οι ηρωίδες δεν μετανιώνουν γιατί μέσα από τον απόλυτο έρωτα καταλαβαίνουν τη φύση και τον εαυτό τους. Επιπλέον κάνουν τη μικρή τους επανάσταση αποκτώντας έναν «μυστικό τόπο» όπου είναι ο εαυτός τους, χωρίς να παίζουν κανέναν άλλο ρόλο. Κάποια στιγμή όμως, αναλαμβάνουν οι κοινωνικές συμβάσεις και το χρέος που απορρέει από αυτές να φέρουν το νου τους σε λογαριασμό, να τιθασεύσουν τα ένστικτά τους, να τις προσγειώσουν στην πραγματικότητα.

Στο μυθιστόρημα φαίνεται η συγχώρεση να έρχεται στις συζυγικές σχέσεις, αλλά όχι και στις φιλικές. Αποδίδετε ιδιαίτερη αξία στη φιλία. Πότε τελικά είναι αληθινή;
Η φιλία που δεν εμπεριέχει την ικανότητα της συγχώρεσης, κατά τη γνώμη μου δεν είναι φιλία πραγματική. Ο φίλος δεν έχει το ρόλο του κριτή, γιατί η ζωή έχει πολλές φορές αποδείξει πως οι ρόλοι πολύ εύκολα αντιστρέφονται. Η αληθινή φιλία βασίζεται στην ανιδιοτέλεια, στην κατανόηση, στην προσφορά βοήθειας και στήριξης. Όταν κάποιος κάνει κάποιο σοβαρό λάθος, χρειάζεται το φίλο να τον στηρίξει στην πτώση του, να του απλώσει το χέρι για να τον βοηθήσει, όχι να του κουνήσει επικριτικά το δάχτυλο. Δυστυχώς οι περισσότερες φιλίες έχουν πάψει να έχουν αυτές τις ποιότητες. Αυτή τη διαφορά θέλησα να επισημάνω και στο βιβλίο.
Η φιλία για να επιβιώσει χρειάζεται αγάπη, χρόνο, προσοχή και εμπιστοσύνη. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό εφόδιο και στήριγμα στις πολλαπλές δυσκολίες της καθημερινής ζωής.


Το πρώτο μυθιστόρημα της Σοφία Δημοπούλου-Πύρζα, "Lapis lazuli – η πέτρα που λείπει", είναι από τις Εκδόσεις Ιωλκός 2012

Πηγή: MissBloom   24-01-2013  

500 λέξεις με τη Σοφία Δημοπούλου

Συνέντευξη στην εφημερίδα Καθημερινή

500-lexeis-me-ti-sofia-dimopoyloy-2302601

Ποια βιβλία έχετε αυτόν τον καιρό πλάι στο κρεβάτι σας;
Κανένα. Δεν διαβάζω ποτέ στο κρεβάτι, διότι με παίρνει ο ύπνος τόσο γρήγορα, που είμαι ικανή να διαβάζω την πρώτη παράγραφο επί ημέρες. Διαβάζω μόνο στον καναπέ μου, πολύ πρωί. Αυτές τις ημέρες πάντως διαβάζω τα «Απαντα» του Μάριου Χάκκα.

Ποιος ήρωας/ηρωίδα λογοτεχνίας θα θέλατε να είστε και γιατί;
Η Μαργαρίτα στο βιβλίο «Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα» του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, γιατί για την αγάπη της έκανε συνδιαλλαγή ακόμα και με τον Διάβολο, χωρίς να χάσει την τρυφερή της ψυχή.
 
Διοργανώνετε ένα δείπνο. Ποιους ποιητές ή συγγραφείς καλείτε, ζώντες και τεθνεώτες;
Τον Καμύ, τον Καζαντζάκη, τον Μπόρχες, την Κική Δημουλά, τον Ελύτη, τον Ιαν Μακ Γιούαν, τον Τζον Μπάνβιλ. Σε όλους «χρωστώ» ένα καλό δείπνο.
 
Ποιο ήταν το πιο ενδιαφέρον στοιχείο που μάθατε πρόσφατα χάρη στην ανάγνωση ενός βιβλίου;
Πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία βρήκα στο βιβλίο του Θωμά Σιταρά «Η παλιά Αθήνα ζει, γλεντά, γεύεται». Μου έδωσαν την εικόνα της Αθήνας του 19ου αιώνα που προσπάθησα να αναπαραγάγω με τις λέξεις.

Ποιο κλασικό βιβλίο διαβάσατε πρόσφατα για πρώτη φορά;
Το «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς» του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ.
 
Και ποιο είναι το βιβλίο που έχετε διαβάσει τις περισσότερες φορές;
Τον «Ξένο» του Καμύ και την «Ασκητική» του Καζαντζάκη. Είναι για μένα βιβλία αναφοράς.

Στο μυθιστόρημά σας παρελαύνουν διάφορα ιστορικά πρόσωπα, μεταξύ αυτών ο Περικλής Γιαννόπουλος. Τι σας τράβηξε σε αυτόν τον ρομαντικό αυτόχειρα;
Συνάντησα τον Περικλή Γιαννόπουλου στην έρευνα που είχα κάνει για το βιβλίο μου «Σε σωστή ώρα νυχτώνει». Τότε με είχε μαγέψει η ατίθαση προσωπικότητά του. Στο τελευταίο μου βιβλίο, αφού εμπλέκεται στη μυθοπλασία μου η ζωγράφος Σοφία Λασκαρίδου, ο μεγάλος του έρωτας, δεν θα μπορούσε να λείπει αυτός ο ρομαντικός οραματιστής και βαθιά ερωτευμένος άνδρας που σημάδεψε τη ζωή της.
 
Τελικά, ο χρόνος υφαίνεται (και) με το γράψιμο;
Και με το γράψιμο και με το διάβασμα και με την τέχνη γενικά και με ό,τι προάγει την ανθρώπινη ζωή.
 
Εχετε Facebook, Twitter κ.λπ.;  
Και βέβαια έχω. Διευκολύνουν την επικοινωνία και το επωφελούμαι.

Πηγή: Εφημερίδα Καθημερινή 3.3.2019

Πώς υφαίνεται ο χρόνος, Σοφία Δημοπούλου

Σοφία Δημοπούλου: 
Γνώση και συναισθήματα, το στημόνι και το υφάδι,
που  υφαίνουν τον ιστό της ζωής

Η Νάνα, μια αρχιτεκτόνισσα που πάσχει από κρίσεις πανικού, βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή της ζωής της, όπου καλείται να πάρει κάποιες σημαντικές αποφάσεις, όπως το να κρατήσει το παιδί που κυοφορεί. Σε μια αναπαλαίωση του αρχοντικού της οικογένειας του Ιωάννη Αντωνόπουλου στην Καλλιθέα, ανακαλύπτει ένα παλιό χειρόγραφο μέσα από το οποίο μαθαίνει πολλά για την ιστορία της οικογένειας, που εντέλει συνδέεται με την ιστορία και της δικής της.

Μέσα από το χειρόγραφο μαθαίνει επίσης και για την ιστορία της της Ανθής Γεραμάκη, που λόγω των προκαταλήψεων της κοινωνίας του τέλους του 19ου αιώνα, αναγκάζεται να στερηθεί το βασικό δικαίωμά της ως γυναίκας, τη μητρότητα, και να αλλάξει ακόμα και την ταυτότητά της. Η τέχνη της –είναι πολύ καλή υφάντρα– και το πείσμα της για ζωή θα τη βοηθήσουν να ξαναβρεί τα κομμάτια του εαυτού της. Η Νάνα θα εμπλακεί συναισθηματικά με την ιστορία της Ανθής και αυτή η εμπλοκή θα τη μεταμορφώσει.

Γύρω από τους κεντρικούς ήρωες, τα ιστορικά πρόσωπα –η Ελληνίδα ζωγράφος Σοφία Λασκαρίδου, ο «καταραμένος» ποιητής Περικλής Γιαννόπουλος, ο Εμμανουήλ Ροΐδης, ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης, ο Χαρίλαος Τρικούπης– και τα ιστορικά γεγονότα συμπορεύονται με τα φανταστικά και τα καθορίζουν.

Πώς υφαίνεται ο χρόνος; Με λάθη, με πάθη, με αγώνα, με διαψεύσεις, με οράματα, κάποτε με απελπισία, άλλοτε με ελπίδα και πίστη. Κάποιες φορές με αίμα και δάκρυα. Και όλα μαζί υφαίνουν τον κρουστό ιστό της άχρονης ζωής μας. 

Η Σοφία Δημοπούλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε στη Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στον περιβαλλοντικό σχεδιασμό πόλεων και κτιρίων. Εργάστηκε ως μηχανικός στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα και ασκεί το επάγγελμά της έως σήμερα. Παράλληλα ασχολείται με τη συγγραφή και την ποίηση και παραδίδει μαθήματα δημιουργικής γραφής, έχοντας ολοκληρώσει το πρόγραμμα «Δημιουργική ανάγνωση και γραφή της πεζογραφίας» του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Διηγήματά της έχουν κατά καιρούς συμπεριληφθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, σε ηλεκτρονικά περιοδικά και σε εφημερίδες. 

Το βιβλίο «Πώς υφαίνεται ο χρόνος», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, είναι το πέμπτο της μυθιστόρημα.  


Συνέντευξη: Χαριτίνη Μαλισσόβα


«Πώς υφαίνεται ο χρόνος», το νέο σας μυθιστόρημα. Ποια στοιχεία του μυθιστορήματός σας θέλετε να μας αποκαλύψετε;
Θα το χαρακτήριζα καταρχάς μυθιστόρημα εποχής. Πρόκειται για ένα κοινωνικό μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται με φόντο το τέλος του 19ου αιώνα και που οι εκβολές του φτάνουν τη σύγχρονη εποχή. Πρόκειται για μυθοπλασία, στην οποία συμμετέχουν ιστορικά πρόσωπα, όχι απλά ως αναφορές, αλλά κρατώντας ενεργό ρόλο. Αυτή είναι και η ιδιαιτερότητα της ιστορίας αυτής. Στο βιβλίο προσπάθησα να διερευνήσω την επίδραση του παρελθόντος στο παρόν μας και πώς αυτό μπορεί να γίνει εργαλείο για να επαναπροσδιορίσουμε το παρόν μας και να σχεδιάσουμε το μέλλον μας. Αν ο χρόνος αντέχει και οι παλιές ιστορίες έχουν την τάση να ανακυκλώνονται στο παρόν μας, ποια η χρησιμότητα αυτής της ανακύκλωσης; Γιατί το παρελθόν μας ασκεί τέτοια γοητεία; Όλα αυτά τα ερωτηματικά προσπάθησα να απαντήσω μέσα από την ιστορία μιας υφάντρας, της Ανθής, που λόγω των προκαταλήψεων της εποχής της υπέφερε πολλά, αλλά κατάφερε να σταθεί στα πόδια της.


Γνωρίζουμε ότι ο χρόνος περνά, χάνεται, κερδίζεται. Εσείς λέτε ότι υφαίνεται…
Το ρήμα υφαίνω προϋποθέτει τέχνη και τεχνική. Επομένως, όσον αφορά στον χρόνο, όταν υφαίνεται, δεν καταναλώνεται απλώς, αλλά γεννά μια δημιουργία, που είναι η ζωή του ανθρώπου, που εξελίσσεται διαχρονικά και εμπλουτίζεται με εμπειρίες. Εμπειρίες, δηλαδή γνώση και συναισθήματα, είναι το στημόνι και το υφάδι που υφαίνουν τον ιστό της ζωής.


Η νεαρότερη ηρωίδα σας, η Νάνα, ψάχνει στοιχεία της ζωής της προγιαγιάς της Ανθής, βασικής ηρωίδας του βιβλίου. Είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε τη ζωή των προγόνων μας;
Νομίζω πως όλοι οι άνθρωποι έχουμε έμφυτη την απορία για την καταγωγή μας. Έχουμε επίσης ανάγκη να θεωρούμε τη ζωή μας ως συνέχεια εκείνης των προγόνων μας, προσπαθώντας να δικαιώσουμε το όνομά τους ή αντίθετα να ξεπεράσουμε τα τρωτά τους σημεία. Ξέροντας τις ρίζες μας νιώθουμε πιο δυνατοί, καθώς είμαστε σε μια διαρκή και πολλές φορές ασυνείδητη συνομιλία με τους προγόνους, προσπαθώντας να αντλήσουμε διδάγματα από τη δική τους εμπειρία.


Οι προκαταλήψεις του 19ου αιώνα, μπορεί να εκλείπουν από τη χώρα μας σήμερα. Ποια προβλήματα θεωρείτε ότι ταλανίζουν τη σημερινή Ελληνίδα;
Νομίζω πως το βασικό πρόβλημα σήμερα είναι οι κυρίαρχες κοινωνικές αντιλήψεις για τους ρόλους, που πολλές φορές εμποδίζουν την επίτευξη ουσιαστικής ισότητας ανάμεσα στα δυο φύλα. Έχουμε καταφέρει ασφαλώς πολλά, έχουμε όμως αρκετό δρόμο ακόμα να διανύσουμε. Οι περισσότερες κοινωνίες είναι δομημένες ανδροκρατικά και οι γυναίκες πρέπει να αποδεικνύουμε κάθε φορά πως αξίζουμε. Επιπλέον, πρέπει να αποκτήσουμε εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και στις δυνατότητές μας για να μπορούμε να διεκδικούμε πάντα τις ίσες ευκαιρίες.


Ποια στοιχεία θεωρείτε ότι κάνουν ένα βιβλίο αγαπητό στον αναγνώστη;
Πρώτα απ’ όλα η ίδια η ιστορία, το θέμα του. Πρέπει να κεντρίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, να νιώσει πως αυτό που θα διαβάσει, με κάποιον τρόπο τον αφορά. Έπειτα, ο τρόπος γραφής του συγγραφέα πρέπει να καταφέρει να παρασύρει τον αναγνώστη σε ένα ταξίδι στον χώρο και στον χρόνο, δίχως στιγμή να νιώθει πως όσα έχει ο συγγραφέας να του πει του τα λέει με τρόπο διδακτικό. Η γλώσσα, οι ζωντανοί χαρακτήρες, οι ανατροπές, η έκπληξη, το βάθος των συναισθημάτων και τέλος η κάθαρση είναι στοιχεία που κάνουν ένα βιβλίο ενδιαφέρον και αγαπητό στους αναγνώστες.


Είναι τα ευπώλητα βιβλία και ποιοτικά;
Δυστυχώς έχω την αίσθηση πως λίγα από τα ευπώλητα είναι και ποιοτικά, δηλαδή καθαρή λογοτεχνία. Η τάση των ευπώλητων βιβλίων σήμερα είναι να διασκεδάζουν χωρίς να απαιτούν μεγάλη πνευματική ενέργεια, να είναι μεν καλογραμμένα, αλλά να μην έχουν ιδιαιτερότητες στην έκφραση, έτσι ώστε να μπορεί καθένας να τα κατανοήσει και να περιγράφουν καταστάσεις ή πρόσωπα που μπορούν να κεντρίσουν τα συναισθήματα των αναγνωστών, ώστε να ταυτιστούν μαζί τους. Τις περισσότερες φορές δεν εκφράζουν τις πνευματικές ανησυχίες του συγγραφέα, αλλά έχουν μόνο έναν σκοπό. Να περιγράψουν κοινότοπα βιώματα ή χαρακτήρες, ώστε καθένας να βρει μέσα σ’ αυτά ένα κομμάτι από τη ζωή του. Υπάρχουν λοιπόν δύο λογοτεχνίες; Η ευπώλητη και η άλλη, η υψηλή; Το ερώτημα αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Ήδη από το 1839 ο κριτικός λογοτεχνίας
Sainte-Beuve έγραφε: «Δύο λογοτεχνίες συνυπάρχουν με αρκετά διαφορετική αναλογία και θα συνυπάρχουν όλο και περισσότερο, ανάμεικτες η μία με την άλλη, σαν το καλό και το κακό σ’ αυτόν τον κόσμο, και αξεχώριστες έως τη μέρα της κρίσεως». Και ευτυχώς για τους πολλούς, υπάρχουν ακόμα βιβλία, που αν και ευπώλητα, διατηρούν τα χαρακτηριστικά της καλής, καθαρής λογοτεχνίας.


Πώς συνδέονται οι δυο ιδιότητές σας, της πολιτικού μηχανικού και της λογοτέχνιδας;
Η δουλειά του μηχανικού μπορεί να φαίνεται ορθολογιστική, είναι όμως και πολύ δημιουργική. Από την άλλη πλευρά, η συγγραφή είναι ο τρόπος που έχω να απελευθερώνομαι από την απολυταρχία των αριθμών και να καταβυθίζομαι σ’ έναν κόσμο όπου υπάρχω εγώ και τα συναισθήματά μου. Η μια δουλειά συμπληρώνει την άλλη και νομίζω πως εκφράζουν τις δυο πλευρές του εαυτού μου. Τη λογική και το συναίσθημα. Επιπλέον, θεωρώ πως οι θετικές μου σπουδές έχουν επηρεάσει τον τρόπο που γράφω. Δίνω μεγάλη σημασία στη δομή που χτίζεται με τρόπο μαθηματικό. Όσο για τον χρόνο που χρειάζομαι για τις δυο αυτές δραστηριότητες, μοιράζω τη μέρα στα δυο, δίνοντας μεγαλύτερη βαρύτητα σ’ εκείνη που ζητά κάθε περίοδο την προσοχή μου περισσότερο.


Ποια αξία θεωρείτε σημαντική;
Την οικογένεια. Και βέβαια τις αρμονικές σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της. Μια υγιής οικογενειακή ζωή είναι το θεμέλιο της ευτυχίας, το εφαλτήριο για να πετύχει καθένας τους στόχους του, εκεί που αναπτύσσεται όλο το αξιακό σύστημα του κάθε ανθρώπου.


Τι θεωρείτε ευτυχία;
Η ευτυχία είναι προσωπική υπόθεση και επιλογή τους καθενός, γι’ αυτό δεν μπορώ να δώσω έναν μονοσήμαντο ορισμό. Για μένα ευτυχία είναι να έχουν υγεία τα μέλη της οικογένειάς μου κι εγώ, να έχω σταθερή δουλειά που να μου επιτρέπει να ζω με αξιοπρέπεια, να έχω γύρω μου ανθρώπους που αγαπώ και μ’ αγαπούν, να μοιράζομαι με τους άλλους, αγαθά, συναισθήματα, στιγμές, σκέψεις, ιδέες, να μπορώ να μαθαίνω διαρκώς και να εξελίσσομαι ως προσωπικότητα στο πέρασμα του χρόνου, να ζω στο σήμερα τις μικρές απλές χαρές της ζωής και να μπορώ να ονειρεύομαι.


Το «Πώς υφαίνεται ο χρόνος» είναι το τέταρτο μυθιστόρημά σας, ωστόσο γράφετε και μικρότερης φόρμας κείμενα. Αυτό το διάστημα γράφετε κάτι καινούργιο;
Στην πραγματικότητα αυτό είναι το πέμπτο μυθιστόρημά μου. Γράφω ποιήματα – ξεκίνησα γράφοντας ποίηση αν και δεν έχω εκδώσει ποτέ τίποτα ποιητικό – αλλά και διηγήματα που κατά καιρούς εμφανίζονται σε διάφορα έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Αυτό το διάστημα γράφω – με αργούς ρυθμούς είναι η αλήθεια – ένα ακόμα μυθιστόρημα με αρκετά ιστορικά στοιχεία. Το συγκεκριμένο αναφέρεται στο Ρουμλούκι, το ρωμιότοπο της Ημαθίας, στα χρόνια που ακολούθησαν το μακεδονικό αγώνα έως τη δεκαετία του ’70. Θέμα του είναι η ζωή και ο έρωτας δύο νέων που τους χωρίζουν πολλά και τους ενώνουν άλλα τόσα, μια χρονική περίοδο δύσκολη για την Ελλάδα που προσπαθεί να ορθοποδήσει και να επανακτήσει τον τόπο της. Έχω ακόμα πολλή δουλειά και όσο προχωρώ, τόσο το αντιλαμβάνομαι περισσότερο, γιατί διαρκώς ανοίγονται μπροστά μου νέα μονοπάτια που θέλω να διαβώ. 

Πηγή: e-Thessalia.gr  6 Οκτωβρίου 2019


Thursday, March 24, 2022

Αφηγήσεις, Εμπειρίες, Διδάγματα, Νίκου Κ. Σιακόλα

Ένα απρόσμενο, ασυνήθιστο και πολύ χρήσιμο βιβλίο
Του Άντη Ροδίτη  

Στην Ελλάδα από όπου αντιγράψαμε κι εμείς τον θεσμό της κρατικής βράβευσης "Χρονικών", "Μαρτυριών" ή βιογραφιών, ο θεσμός ισχύει πάντα απρόσκοπτα, ενώ εμείς στην Κύπρο τελικά τον καταργήσαμε. Έκαμα ένα μικρόν αγώνα δι' αλληλογραφίας με το Υπουργείο για να επαναφέρουν τον θεσμό χωρίς να επιτύχω τίποτε. Κανείς από τους λογοτέχνες δεν με υποστήριξε. Οι δικαιολογίες του Υπουργείου αστείες μέχρι (μην πω καμιά βαριά λέξη) ανυπόστατες. Η χειρότερη ήταν ότι έγραφαν πολλοί άνθρωποι χρονικά, μαρτυρίες και αυτοβιογραφίες, ένεκα είναι πολλά που έζησαν τόσοι πολλοί στον τόπο μας στις τελευταίες δεκαετίες και το Υπουργείο δεν εύρισκε τον καιρό να τα εξετάσει όλα! Έφταναν, λέει, στο Υπουργείο τα Χρονικά κι οι Μαρτυρίες με το τσουβάλι! Άρα... πέτα τις!

Κάμνω αυτή τη μικρή εισαγωγή γιατί έτυχε να πέσει στα χέρια μου ένα βιβλίο αυτοβιογραφίας, που είναι ταυτόχρονα χρονικό και μαρτυρία και που κυριολεκτικά το ρούφηξα από την αρχή ως το τέλος με αδιάπτωτο ενδιαφέρον. Είναι ένα βιβλίο που συμβάλλει ουσιαστικά στη σκιαγράφηση τής ευρύτερης και πληρέστερης εικόνας του κόσμου της Κύπρου, πέρα από εκείνη που σκιαγραφούν οι καλλιτέχνες μας. Αυτό το βιβλίο προσφέρει στον αναγνώστη πολλά σημαντικά στοιχεία και για την άλλη πλευρά, εκείνη της επιχειρηματικής, οικονομικής δραστηριότητας στην Κύπρο από την εποχή πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως τις μέρες μας. Μέσα από την αφήγηση του κ. Νίκου Κ. Σιακόλα ("Αφηγήσεις, Εμπειρίες, Διδάγματα", Λευκωσία 20121) αναβιώνουν, πέρα από τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, εκείνες μεγάλου μέρους του επιχειρηματικού κόσμου που συνέβαλλε τότε στην ανάπτυξη του τόπου παράλληλα με την πορεία των ιστορικών γεγονότων. 

Αν και το βιβλίο δείχνει να ξεκίνησε σαν οδηγός για επίδοξους επιχειρηματίες, πήρε στο τέλος τέτοιες διαστάσεις αφήγησης μιας περιπέτειας ζωής που δεν αφήνει αδιάφορο τον μέσο Κύπριο αναγνώστη. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η ζωή ενός ανθρώπου που πέτυχε όλα όσα φιλοδόξησε στη ζωή του δεν θα μπορούσε να έχει καλύτερη εκκίνηση παρά από εκείνη -όπως την περιγράφει ο ίδιος- της αποστολής που του ανάθεσε ο παππούς του, σε ηλικία μόλις οκτώ χρονών, να πάει μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα με το φανάρι πετρελαίου και το φτυάρι να ποτίσει τις λεμονιές του οικογενειακού κτήματος στη Λάπηθο. Πώς να μην υπερνικήσει κανείς οποιοδήποτε άλλο φόβο στη μελλοντική του ζωή, πώς δεν θα πάρει τις πιο τολμηρές επιχειρηματικές αποφάσεις χωρίς μια τέτοια νικηφόρα εμπειρία στο ενεργητικό του από το παιδικό του παρελθόν;

Ό, τι και να πω εδώ για το περιεχόμενο δεν αντικαθιστά την ανάγνωση του ιδίου του βιβλίου. Μόνο και μόνο η περιγραφή που δίνει ο κ. Σιακόλας των ανθρώπων που γνώρισε και συνεργάστηκε μαζί τους (αναφέρω μερικά μόνο ονόματα: Ζήνων Σεβέρης, Θεμιστοκλής Δέρβης, Κρίτων Τορναρίτης, Γώγος Παρασκευαϊδης και Στέλιος Ιωάννου, Αλέξανδρος Τσάτσος, Γώγος Κακογιάννης, Jacob Rothschild, Κίκης Λαζαρίδης, Γιάννης και Γλαύκος Κληρίδης, Τάσσος Παπαδόπουλος κ.ο.κ.) αποτελεί ένα ξεχωριστό κεφάλαιο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος.

Από την άλλη είναι οι σχεδόν απίστευτες περιπέτειες στις διάφορες χώρες που βρέθηκε προκειμένου να επιτύχει μια εμπορική συμφωνία, σε μερικές από τις οποίες (Τουρκία, Νιγηρία) κινδύνευσε η ίδια η ζωή του. Στη Μερσίνα τον Αύγουστο του 1951 ο Τούρκος έμπορος με τον οποίο θα συνδιαλλασσόταν αποδείχτηκε κρυπτοχριστιανός, αφού φύλαγε σε ερμάρι τού γραφείου του το εικόνισμα της Παναγίας με αναμμένο καντήλι! Αλλά στο ξενοδοχείο που έπρεπε να περάσει μια νύχτα οι κοριοί ήταν μυριάδες. Στα Άδανα, στο "εστιατώριο" που πήγε για φαγητό, στον τοίχο υπήρχε σχέδιο με την Κύπρο διαμελισμένη (1951) και τα γκαρσόνια τον απείλησαν με μαχαίρι όταν κατάλαβαν ότι ήταν Κύπριος. Σώθηκε από την εμφάνιση ξαφνικά Ιταλών τουριστών που απέσπασαν την προσοχή των Τούρκων και βρήκε την ευκαιρία να διαφύγει και μόλις να προλάβει το τραίνο για το Χαλέπι. Στη Νιγηρία τού έκοψαν τη γραβάτα με ξυράφι προκειμένου να τον εκβιάσουν να προσλάβει την αδελφή του δράστη υπάλληλό του. Στις περισσότερες περιπτώσεις εκείνο που έσωζε τον κ. Νίκο ήταν η παροιμιώδης ψυχραιμία του, ο ήπιος χαρακτήρας του και η ευγένεια με την οποία συμπεριφέρεται πάντα σε όλους ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης.

Μεγάλη αξία έχουν οι περιγραφές του για την απόκτηση της περιοχής της Λίμνης στην Πόλη Χρυσοχού, η ενεργός δράση στον τομέα της Ασφάλισης, η δημιουργία των Mall και των δύο αεροδρομίων Λάρνακας και Πάφου, έργα που διαδραμάτισαν πρωτεύοντα ρόλο στην αναπτυξιακή πορεία της σημερινής Κύπρου. Σχεδόν πάντοτε το πρώτιστο εμπόδιο ήταν η γραφειοκρατία και η εγγενής διστακτικότητα, η ατολμία και ο συντηρητισμός που χαρακτηρίζουν τον Κύπριο, νησιώτη μεν αλλά πάντα συγκρατημένο και ανέτοιμο για αποφασιστική δράση.

Το βιβλίο "Αφηγήσεις, Εμπειρίες, Διδάγματα" του κ. Νίκου Κ. Σιακόλα είναι ένα πραγματικό απόκτημα με λογοτεχνική αξία και πολύ χρήσιμο εργαλείο ακόμα και για τον ιστορικό επιστήμονα και τον κοινωνιολόγο, πέρα από την αξία του ως οδηγού του "καλού επιχειρηματία"!

Άντης Ροδίτης   

Wednesday, March 9, 2022

Νεκτάριος Φορής Ασσιώτης: Στα βήματα του πατριάρχη του κυπριακού χορού…

Χρήστος Φορής Ασσιώτης & Νεκτάριος Φορής Ασσιώτης
συνεχίζουν τη μεγάλη κληρονομιά στο χορό
Ο χορός πάει πίσω στα βάθη των αιώνων με τον άνθρωπο να χορεύει για να εκφράσει τη χαρά και τη λύπη, τον πόνο και το πάθος του. Ο χορός ως ανθρώπινη έκφραση φέρνει τον άνθρωπο κοντά στον εαυτό του και τελικά στην αυτογνωσία.

Για την προέλευση της λέξης “χορός” υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Η πρώτη είναι ότι προήλθε από τη λέξη “χαρά”, αφού συνήθως χορεύουμε από χαρά. Η άλλη εκδοχή είναι ότι προήλθε από τη λέξη ‘‘χορονός’’ που σημαίνει κίνηση. Άλλοι υποστηρίζουν ότι προήλθε από την λέξη “χώρος”, τον τόπο όπου χόρευαν.

Από αρχαιοτάτων χρόνων οι λαοί έδιναν μεγάλη σημασία στο χορό. Οι Αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι ο χορός ήταν θείο δώρο, για αυτό και τους είχαν συνδέσει µε θρησκευτικές και λατρευτικές εκδηλώσεις. Στη Μούσα Πολύμνια αποδίδεται η εφεύρεση του χορού, ενώ τη χάρη στην τέχνη του χορού την είχε η Μούσα Τερψιχόρη, (τέρψη-απόλαυση του χορού). Επίσης η Ουρανία ήταν και προστάτιδα του χορού. 
Στην αρχαία Ελλάδα είχε σημαντική παρουσία και ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής των Ελλήνων. Πέρα από το τελετουργικό αποτελούσε μέρος της εκάστοτε παιδείας τους. Ο Πλάτωνας είχε πει χαρακτηριστικά ότι ο άνθρωπος που δε χορεύει είναι αμόρφωτος!
Ένας από τους κορυφαίους Κύπριους που ασχολήθηκε με το χορό και “ξεκλείδωσε” όλα σχεδόν τα μυστικά των παραδοσιακών κυπριακών χορών ήταν ο Γρηγόρης Ασσιώτης, γόνος οικογένειας με παράδοση στη μουσική και στο χορό. Αν και με πενιχρά μέσα και λιγοστές γνώσεις ασχολήθηκε συστηματικά με το χορό αφήνοντας πίσω του ανεκτίμητο έργο.
Ο Γρηγόρης Ασσιώτης είχε πει εμφαντικά: «Κάθε χορός μας έχει τη δική του ιστορία και μάλιστα ελληνικότατη ιστορία και ο ερμηνευτής πρέπει να ξέρει αλλά και να αισθάνεται αυτήν την ιστορία όταν ερμηνεύει ένα χορό, για να μπορέσει ο θεατής να καταλάβει το νόημα του έργου».
Πίστευε σθεναρά ότι ένας χορευτής παραδοσιακών χορών, θα πρέπει να έχει θεωρητική γνώση του χορού και όχι απλώς να γνωρίζει τη σειρά των βημάτων.

Είναι αυτόν τον “καλό άνθρωπο” που θέλησε να σφυρηλατήσει μέσω του χορού ο Γρηγόρης Ασσιώτης διδάσκοντας άρτια τον κυπριακό χορό σε χιλιάδες νέους ανθρώπους σ’ ολόκληρη την Κύπρο.
«Ένας τέτοιος καλός άνθρωπος και άρτιος χορευτής ήταν ο παππούς μου Γρηγόρης και θείος του πατέρα μου», λέει παραστατικά ο Νεκτάριος Φορής, χορευτής δεύτερης γενιάς της κληρονομιάς του Γρηγόρη Ασσιώτη και οι κόρες των ματιών του ανοίγουν διάπλατα όπως και η ψυχή του.

Τόσο ο πατέρας του Νεκτάριου, Χρήστος Φορής όσο και ο ίδιος νιώθουν μεγάλο το βάρος της ευθύνης για συνέχιση αυτού που παρέλαβαν ως μεγάλη κληρονομιά από τον μέγα διδάσκαλο τους Γρηγόρη Ασσιώτη. Μιλούν με απόλυτο σεβασμό γι’ αυτόν που τους έμαθε όλα τα μυστικά των κυπριακών παραδοσιακών χορών και με τη δική τους θέληση ανέπτυξαν το ταλέντό τους και διακρίθηκαν κι αυτοί στη συνέχεια.
Ο Χρήστος Φορής Ασσιώτης, γιός της Μελούς (Ελένη) αδελφής του Γρηγόρη Ασσιώτη, του πατριάρχη των κυπριακών παραδοσιακών χορών θυμάται και εξιστορεί:

«Η προσφορά του Γρηγόρη Ασσιώτη στον κυπριακό χορό έχει τεράστια σημασία ιδίως κατά τη δεκαετία 1950-1960. Είναι ο πρώτος Κύπριος που σκέφτηκε και κατέγραψε σε αριθμημένα βήματα αυτά που χόρευαν τότε -με ρυθμό μεν- αλλά σε ελεύθερα βήματα. Αυτή ήταν μια σημαντική ενέργεια στη μετέπειτα εξέλιξη του κυπριακού χορού. Πήρε ένα σάκο ασβέστη το έχυσε κάτω στο τσιμέντο και χόρευε πάνω του. Από τα παπούτσια του έβγαιναν τα αποτυπώματα κι αυτός τα κατέγραφε στο χαρτί!
Δεν έμεινε όμως μόνο σ’ αυτό. Δημιούργησε το πρώτο συγκρότημα κυπριακών χορών και ήταν το πρώτο που παρουσιάστηκε στο εξωτερικό. Εγώ ήμουν από τους πρώτους μαθητές του, αρχίζοντας από την ηλικία των επτά ετών.

Ήταν η κορυφαία μορφή στο χορό που μεσουράνησε τις προηγούμενες δεκαετίες. Έχει αναδειχθεί το μεγαλύτερο ταλέντο που βρέθηκε στην κορυφή για δεκαετίες αιχμαλωτίζοντας το κοινό με τη χάρη και τον επαγγελματισμό του. Αν και δεν ήταν επαγγελματίας χορευτής, αλλά, απλά ένας λάτρης του χορού που έδινε τα πάντα στην πίστα. Υπήρξε ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης, δάσκαλος και μέντορας μας.

Δίκαια κέρδισε την παγκύπρια αναγνώριση για την αρτιότητα της κίνησής του, παίρνοντας σπουδαίες διακρίσεις. Γνωστός για την ακρίβεια της κίνησης και την εκφραστικότητά του που έφεραν την αλλαγή στον κόσμο του κυπριακού παραδοσιακού χορού. Έχει διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο ως χορευτής, χορογράφος και δάσκαλος του χορού.

Και συνέχισε ο Χρήστος να μιλά για τον δάσκαλό του. Είναι ο πρώτος που “τόλμησε” να παρουσιάσει δημόσια μικτούς χορούς σε μια συντηρητική κοινωνία και να οργανώσει το πρώτο μικτό χορευτικό συγκρότημα, πράγμα αδιανόητο μέχρι τότε».

Πιστεύει ότι δεν μπορούν να αποδοθούν σωστά οι λαϊκοί μας χοροί όταν υπάρχει άγνοια για τα βασικά στοιχεία τους χαρακτηρίζουν. «Είναι εύκολο ο καθένας πια να μαθαίνει πέντε βήματα και να βγει να παριστάνει τον χορευτή. Όπως λέει ο δάσκαλος συχνά οι κυπριακοί χοροί έχουν ψυχή, χαρακτήρα κουβαλούν μέσα τους τον πλούτο και τις παραδόσεις του τόπου μας. Όλα αυτά πρέπει να αναδεικνύονται στην πίστα όταν χορεύουμε. Γιατί οι Κυπριακοί χοροί δεν είναι μονάχα βήματα και φιγούρες».

Μετά το 1974 ο Χρήστος Φορής Ασσιώτης ανέλαβε το συγκρότημα της Άσσιας και οργάνωσε το πρώτο παιδικό συγκρότημα στην Κύπρο. «Σχολή Κυπριακών Χορών Γρηγόρης Ασσιώτης 1948». Επαναδραστηριοποιήθηκε το 2014.
Την σκυτάλη αυτών των άξιων και επιτυχημένων χορευτών που έγραψαν ιστορία, πήραν πολλοί άλλοι, όπως και ο γιός του Χρήστου Φορή Ασσιώτη, ο Νεκτάριος. Ο Νεκτάριος έμαθε χορούς σε διάφορες σχολές χορού ξεκινώντας φυσικά από τον παππού Γρηγόρη και τον πατέρα του Χρήστο Φορή Ασσιώτη. Από παιδί ο Νεκτάριος εξακολουθεί να πατά γερά στα βήματα του παππού και του πατέρα του.
«Το δικό μας αρχικό ενδιαφέρον για τους χορούς», λέει εμφαντικά ο Νεκτάριος, «ο δάσκαλος το έκανε μεράκι και αγάπη. Για μας τους νεότερους ο Γρηγόρης Ασσιώτης υπήρξε η ζωντανή ιστορία των κυπριακών χορών. Πίστευε ακράδαντα ότι ο χορός δεν είναι απλός μέρος της λαϊκής ψυχαγωγίας, αλλά ότι είναι πολιτιστικός πλούτος με πολιτιστικές ρίζες και παραδόσεις γι’ αυτό ο Ασσιώτης έβαλε όλο του το είναι και την ενέργειά του στην υπηρεσία του κυπριακού χορού.
Ποτέ και κανένας άλλος δεν με επηρέασε τόσο πολύ τον κυπριακό χορό, όσο Γρηγόρης Ασσιώτης. Δεν υπάρχει περίπτωση να είσαι κοντά σ’ αυτόν τον άνθρωπο και να μην γίνει ο χορός ένα με τη ζωή σου. Για μας τους νεότερους ο Γρηγόρης Ασσιώτης είναι παράδειγμα προς μίμηση, η ίδια η ιστορία των κυπριακών χορών και ο συνδετικός κρίκος που μας ενώνει με το παρελθόν και τις ρίζες μας.
Τον τιμούν και τον σέβονται ως ο μεγάλο δάσκαλο. Όπως ο πατέρας του που νιώθει ξεχωριστή εκτίμηση, μιλάει κι αυτός με υπέρμετρο θαυμασμό για τον παππού και “πατέρα” των κυπριακών χορών, Γρηγόρη Ασσιώτη. Όταν έχεις τέτοια πρότυπα η επιτυχία είναι δεδομένη

«Ο παππούς Γρηγόρης Ασσιώτης ήταν ο πρώτος που δίδαξε με βήματα τους κυπριακούς χορούς και βέβαια χορογραφίες με υψηλό αίσθημα ευθύνης και σεβασμού στην παράδοση», λέει ο Νεκτάριος. Αναδιαμόρφωσε κυριολεκτικά τον κυπριακό χορό και δεν ξέρω που θα βρισκόταν σήμερα, αν δεν τον αναδείκνυε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να γεννιούνται το ένα μετά το άλλο χορευτικά συγκροτήματα σ’ όλη την Κύπρο.

Η μεγάλη επιθυμία και πόθος του πατέρα μου για δημιουργία μιας σχολής χορού έγινε πραγματικότητα με τη δημιουργία της σχολή “KYPRIAKOI XOROI 1948-Dance Academy Cyprus” το 2014. Η γιαγιά η Μελού είναι η νονά του συγκροτήματος της Σχολής κι αυτή αγόρασε τις στολές. Εκτός από την σχολή χορού υπάρχει και χορευτικό συγκρότημα.

Ο Νεκτάριος πιστεύει βαθιά μέσα του ότι ο παππούς του Γρηγόρης έδωσε αξία στο χορό και τον ανέδειξε με το δικό του τρόπο ώστε και η δική γενιά να σέβεται αυτό το σημαντικό στοιχείο της πολιτιστικής μας παράδοσης και του πολιτισμού μας. Γι’ αυτό επιδιώκει και προσπαθεί να είναι ένας από τους συνεχιστές αυτού του σκαπανέα και πρωτοπόρου χορευτή.
Με σκληρή δουλεία, επαγγελματισμό, γνώσεις και τις πλούσιες εμπειρίες του ο Νεκτάριος έχει κερδίσει πολλές τιμητικές διακρίσεις στο χορό.

Στην ερώτηση για τους μοντέρνους και ξένους χορούς ο Νεκτάριος απάντησε: «Φυσικά σήμερα οι χοροί που γνωρίζουμε ως Ευρωπαϊκούς και Λάτιν αποκτούν δημοτικότητα και η σχολή μας διδάσκει παράλληλα και αυτούς τους χορούς».
Στην τελευταία ερώτηση για τις εμπειρίες του ως χορευτής και δάσκαλος, απάντησε: «Μέσα από τη διδασκαλία του χορού, δεν διδάχτηκα μόνο να ακολουθώ τα βήματα στο ρυθμό της μουσικής, αλλά έμαθα παράλληλα πειθαρχία και ομαδικότητα, όπως ακριβώς χρειάζεται να κάνει ένα καλός χορευτής. Αυτό με βοήθησε ώστε να περπατώ στα βήματα της ζωής με την ίδια υπομονή και αυτοπειθαρχία».
Η μαθήτρια της Σχολής, Πόπη Νικολαΐδου μιλά για τον Νεκτάριο: «Οι απλοί άνθρωποι χορεύουν για να εκφράσουν τα συναισθήματά τους. Το ύφος και ο χαρακτήρας του χορού, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως και ο δάσκαλος που διδάσκει. Ο Νεκτάριος διαθέτει αυτή την αισθητική που είναι απαραίτητη για ένα πολύ καλό αποτέλεσμα στο χορό. Με την ικανότητα και την εκφραστικότητα που διαθέτει, μεταδίδει τον απαραίτητο συναισθηματισμό σε κάθε βήμα και μεταφέρει στους μαθητές τους με υπομονή και δεξιοτεχνία τη χάρη του χορού, ώστε όχι μόνο να μάθουν, αλλά και να απολαμβάνουν αυτό που κάνουν».

Μια άλλη μαθήτρια της σχολής του Νεκτάριου, η Αθηνούλλα Θεμιστοκλέους λέει: «Ο Νεκτάριος είναι πολύ καλός χορευτής και δάσκαλος. Προσπαθεί να μας μεταδώσει όλη αυτή την αγάπη που έχει για το χορό, δίνοντας ψυχή στα χορευτικά βήματα. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι θέλει να συνεχίσει αυτό που πήρε ως πολύτιμη κληρονομιά από τον παππού του και τον πατέρα του».

Σε μια συνέντευξη του ο Γρηγόρης Ασσιώτης μεταξύ άλλων είχε πει: «Πιστεύω ότι αν δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση στον Πολιτισμό, θα κάνουμε ανθρώπους πιο αισθηματίες, σωστούς και καλλιεργημένους και θα μειώσουμε την εγκληματικότητα. Έτσι, μπορούμε πιστεύω να ατενίζουμε με αισιοδοξία το μέλλον και ταυτόχρονα να καυχόμαστε πως είμαστε απόγονοι της κοιτίδας του Παγκόσμιου Πολιτισμού και των Καλών Τεχνών, της Ελλάδας».