Thursday, October 30, 2014

Πορτραίτα σωμάτων» στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης ΔΙΑΤΟΠΟΣ



Η νέα εικαστική πρόταση της Αντρεάνας Καμπανέλλα με γενικό τίτλο «Πορτραίτα σωμάτων» στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης ΔΙΑΤΟΠΟΣ.

Το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Διάτοπος παρουσιάζει ατομική έκθεση της εικαστικού Αντρεάνας Καμπανέλλα με γενικό τίτλο «Πορτραίτα σωμάτων». Τα εγκαίνια θα πραγματοποιηθούν το Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014. Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι το Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014. 


Τα έργα της συγκεκριμένης έκθεσης αποτελούν μέρος, της δουλειάς που εξελίχτηκε μεταξύ 2008-2011 ,καθώς επίσης και μερικά πρόσφατα έργα. Η φιγούρα μονοπωλεί το ενδιαφέρον της ζωγράφου και αποτελεί την αφετηρία της εικαστικής της αναζήτησης. Και ενώ οι φιγούρες είναι συνήθως ακέφαλες στα πιο πρόσφατα έργα, τα πορτραίτα αρχίζουν να απαιτούν όλο και συχνότερα την παρουσία του προσώπου, που έρχεται να συμπληρώσει την εκφραστικότητα των σωμάτων. Μολύβι , κάρβουνο , μελανάκια και ακουαρέλες, είναι τα υλικά με τα οποία δουλεύει η ζωγράφος και η γραφή του κάθε μέσου, επιβάλλεται ταυτόχρονα σαν μια οπτική.

Η βασική προβληματική της Καμπανέλλα περιστράφηκε γύρω απο ερωτήματα , όπως: «Τι μπορεί να προκύψει στα πλαίσια του σημερινού εικαστικού γίγνεσθαι - όταν οι τάσεις κυριαρχούνται από τα πολυμέσα ,τις εννοιολογικές και άλλες προσεγγίσεις - αν ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί τα πιο στοιχειώδη , όπως το μολύβι και το χαρτί;»

 
«Πως μπορεί , ένα τέτοιο αποτέλεσμα ν 'αποκτήσει υπόσταση πέρα από αυτήν της μελέτης(τόσο συνυφασμένης με το μοντέλο);»

Η εμπειρία φυσικά του ποζαρίσματος στην περίπτωση της Καμπανέλλα είναι τελείως διαφορετική από την αντίστοιχη των σχολών καλών τεχνών. Καταρχάς κανένα από τα μοντέλα της, δεν ήταν επαγγελματίας. Όλοι της χάρισαν τον χρόνο τους και οι συζητήσεις κατά τη διάρκεια της κάθε πόζας είχαν επίδραση μεγαλύτερη από μιας απλής κουβέντας. Αυτό ακριβώς οδήγησε στη "μετουσίωση " των φιγούρων σε πορτραίτα σωμάτων.

Η επιλογή των έργων, γι' αυτή την έκθεση έγινε αυστηρά με γνώμονα το δυνατό και ενδιαφέρον αποτέλεσμα. Να επιτευχθεί μια ουσιαστική και όχι φλύαρη πρόταση.

Η Αντρεάνα Καμπανέλλα γεννήθηκε στη Λευκωσία. Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης , στο Τμήμα Ζωγραφικής με καθηγητή τον Βαγγέλη Δημητρέα. Συνέχισε στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα "Αισθητική / Φιλοσοφία της Τέχνης" στον Τομέα Φιλοσοφίας του Α.Π.Θ. Μεταξύ 1995-1998 εργάστηκε στη Θεσσαλονίκη ως καθηγήτρια σχεδίου και τέχνης σε ιδιωτικά σχολεία. Από το καλοκαίρι του1998 ζει και εργάζεται στη Λευκωσία, παραδίδοντας μαθήματα σε παιδιά. Κύρια όμως απασχόληση της, είναι η ζωγραφική. Έχει κάνει τρεις ατομικές εκθέσεις και έχει λάβει μέρος σε πολλές ομαδικές.

Τα εγκαίνια της έκθεσης θα γίνουν το Σάββατο 15 Νοεμβρίου στις 8 μμ. Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι και τις 13 Νοεμβρίου 2013 και θα είναι ανοιχτή κατά τις ακόλουθες ώρες: Δευτέρα –Παρασκευή 5.00μμ. – 8.00 μμ. Σάββατο 11.00 πμ. – 1.00 μμ.

Για πρωινές επισκέψεις οι ενδιαφερόμενοι παρακαλούνται να επικοινωνούν προηγουμένως με το τηλέφωνο 22766117.

Στον πρώτο όροφο λειτουργεί έκθεση έργων σε χαμηλές τιμές, καλλιτεχνών που συνεργάζονται με το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Διάτοπος. 




Το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης ΔΙΑΤΟΠΟΣ βρίσκεται στην οδό Κρήτης 11, τηλ. 22-766117, email:info@diatopos.com, website: www.diatopos.com 

Monday, October 27, 2014

Με το φακό των λέξεων

Της Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου

Τον λέγανε Δημήτρη και θα έπρεπε κανονικά να γιορτάζει τέτοια μέρα. Θα έπρεπε να είχε γεμίσει το σπίτι με ευτυχία, την καρδιά του με προσμονή και τα χέρια του με αγάπες. Μα η ερημιά του δρόμου τρύπωνε ίσια μες στην ψυχή του και την έκανε κάμπο χέρσο και άγονο, που καμιά ελπίδα δεν ήθελε να πρασινίσει. Αποφάσισε να αφήσει τις μισοσκότεινες παρόδους και να κατέβει μέχρι την παραλιακή λεωφόρο. 

Εκεί, μες στον καλπασμό της μέρας , ίσως έβρισκε και λίγο φως για την άβυσσο της νύχτας του. Μα η σκληρή πραγματικότητα συνέχισε να του τρυπά μία μία τις αντοχές, να τις κάνει διάτρητες σιωπές και να τις πετάει εμπρός σε κάθε βήμα του σαν νάρκες σε άγνωστο πεδίο του μέλλοντός του.

΄Ενας γλάρος ήρθε και κάθισε απέναντι στη σκέψη του. Με τα λευκά του τα φτερά του χάιδεψε τη μνήμη. Πάντα του αγαπούσε ετούτη την ουδετερότητα του χρώματος. ΄Ισως γιατί μονάχα επάνω στο άσπρο μπορούσε να ζωγραφίσει ελεύθερα όλα τα χρώματα του κόσμου του. Λίγο πιο πέρα, ο Λευκός Πύργος, που δεν ήτανε πια λευκός, ίσως και ποτέ να μην ήτανε στα σκούρα χρόνια που τον έντυσαν, έπαιζε ασάλευτος το δικό του λογοπαίγνιο με την πίκρα του. 


Μα πώς μπόρεσε εκείνη, η νιόνυφη χαρά του, σήμερα που η πόλη ολάκερη γιόρταζε κι έπρεπε να τραγουδάει κι αυτός μαζί της, παρελαύνοντας στη μακριά λεωφόρο της ευτυχίας, πώς μπόρεσε αλήθεια να του πετάξει κατάμουτρα τη μαύρη αλήθεια της, μιλώντας του-τι ειρωνεία- για το λευκό γάμο που έκανε, λέει, μόλις χτες μαζί του, ένα γάμο που δεν θα έπαιρνε ποτέ φωτιά από τη λάβα του έρωτα, μα θα σερνόταν για μέρες σαν πλαστική δεντροστοιχία σε μιαν άνοιξη που δεν θα άνθιζε ποτέ για τον δικό του κήπο!

΄Επιασε με το χέρι του σφιχτά το στήθος , μα το βέλος απ΄τα αιχμηρά της λόγια δεν μετακινήθηκε ούτε ένα χιλιοστό πιο αριστερά ή πιο δεξιά από τον πόνο του. Ένα τεράστιο φίδι, που το λέγανε Αλήθεια, είχε κουλουριαστεί εκεί από το προηγούμενο βράδυ και άφηνε πού και πού δηλητηριώδεις δαγκωματιές στον έρωτά του, στην αξιοπρέπειά του, στο Εγώ του, στην ύπαρξή του ολόκληρη. 


Για τον άλλο, λοιπόν, έβαλε δίπλα του το λευκό της νυφικό, για τον άλλο του πούλησε υποσχέσεις σαν λευκή επιταγή, για τον άλλο που δεν της είπε ποτέ το Ναι, πήρε το δικό του Ναι και το έκανε σημαία εκδίκησης, ποδοπατώντας παντελώς της δική του θέληση, τη δική του αγάπη, διαγράφοντας κάθε τρυφερό συναίσθημά του, παραλείποντάς τον έρωτά του απ΄τη ζωή της σαν αμελητέα ποσότητα που δεν άξιζε καν να αναφερθεί.

«Και τώρα τι;» μουρμούρισε η θάλασσα απέναντί του. Κι ήτανε ξαφνικά τόσο γαλάζια εκεί στην αναχώρηση του Οκτώβρη, τόσο πολύ γαλάζια που αφάνισε όλα τα λευκά, του άνοιξε ένα καινούριο, χρωματιστό δρόμο ίσαμε την εκκλησιά του Αϊ-Δημήτρη. 


Μπήκε μέσα, σταυροκοπήθηκε σαν κουρασμένος στρατοκόπος της αγάπης, έσκυψε, ασπάστηκε το μαρτύριο του Αγίου κι άφησε το δικό του μαρτύριο να το πάρει μακριά η ψαλμωδία μιας εκκλησίας που γιόρταζε ταπεινά τη μεγάλη, την αληθινή έννοια της Αγάπης! 

Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

Thursday, October 23, 2014

Μάνος Χατζιδάκης (23 Οκτωβρίου 1925 – 1994)

Αυτοβιογραφούμενος

Γεννήθηκα στην Ξάνθη μια Τρίτη 10 το βράδυ, την 23η Οκτωβρίου του 1925. Σαν άνοιξα τα μάτια μου, είδα με απορία πολύ κόσμο να περιμένει την εμφάνισή μου. Το ίδιο συνέχισα κι αργότερα να απορώ, όταν με περίμεναν κάπου να φανώ. Μετακόμισα στην Αθήνα το ’32. Άρχισα να ζω και να εκπαιδεύομαι στην πρωτεύουσα ενώ παράλληλα σπούδαζα τον έρωτα και την ποιητική λειτουργία του καιρού μου. 

Μ’επηρέασαν βαθιά ο Ερωτόκριτος, ο Στρατηγός Μακρυγιάννης,το εργοστάσιο του Φιξ, ο Χαράλαμπος του Βυζαντίου, το υγρό κλίμα της Θεσσαλονίκης και τα άγνωστα πρόσωπα που γνώριζα τυχαία και παρέμειναν άγνωστα σ’όλα τα χρόνια τα κατοπινά. Έγραψα ποιήματα και πολλά τραγούδια και ασκήθηκα ιδιαίτερα στο να επιβάλλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες.
Ταξίδεψα πολύ και αυτό με βοήθησε ν' αντιληφθώ πώς η βλακεία δεν ήταν αποκλειστικόν του τόπου μας προϊόν, όπως περήφανα ισχυρίζονται κι αποδεικνύουν συνεχώς οι Έλληνες σωβινιστές και της εθνικοφροσύνης οι εραστές. Παράλληλα ανακάλυψα ότι τα πρόσωπα που μ' ενδιαφέρανε έπρεπε να ομιλούν απαραιτήτως ελληνικά, γιατί σε ξένη γλώσσα η επικοινωνία γινότανε οδυνηρή και εξαφάνιζε το μισό μου πρόσωπο.


Το 1972 επέστρεψα σχεδόν οριστικά στον τόπο και ίδρυσα καφενείο που το ονομάσαμε «Πολύτροπο» ίσαμε την μεταπολίτευση του 74 όπου και το έκλεισα μια και άρχιζε η εποχή των γηπέδων και των μεγάλων λαϊκών εκτονώσεων. Κράτησα την ψυχραιμία μου και δεν χόρεψα εθνικούς και αντιστασιακούς χορούς στα γυμναστήρια και στα γεμάτα από νέους γήπεδα. 

 
Έτσι κατάφερα να ολοκληρώσω την τραυματισμένη από την παιδική μου ηλικία προσωπικότητα, καταλήγοντας να πουλώ «λαχεία στον ουρανό» προκαλώντας τον σεβασμό των νεοτέρων μου μια και παρέμεινα ένας γνήσιος Έλληνας και Μεγάλος Ερωτικός.                                                               Οδός ονείρων

Tuesday, October 21, 2014

Αναρωτιέμαι μερικές φορές...

Οδυσσέας Ελύτης

                                                Αναρωτιέμαι μερικές φορές…
Αναρωτιέμαι μερικές φορές. Είμαι εγώ που σκέφτομαι καθημερινά πως η ζωή μου είναι μία;
Όλοι οι υπόλοιποι το ξεχνούν; Ή πιστεύουν πως θα έχουν κι άλλες, πολλές ζωές, για να κερδίσουν τον χρόνο που σπαταλούν;
Ν΄ αντικρίζεις τη ζωή με τα μούτρα. Να περιμένεις την Παρασκευή που θα φέρει το Σάββατο και την Κυριακή για να ζήσεις. Κι ύστερα να μη φτάνει ούτε κι αυτό, να χρειάζεται να περιμένεις τις διακοπές. Και μετά ούτε κι αυτές να είναι αρκετές. Να περιμένεις μεγάλες στιγμές.
Να μην τις επιδιώκεις, να τις περιμένεις. Κι ύστερα να λες πως είσαι άτυχος και πως η ζωή ήταν άδικη μαζί σου.
Και να μη βλέπεις, πως ακριβώς δίπλα σου συμβαίνουν αληθινές δυστυχίες που η ζωή κλήρωσε σε άλλους ανθρώπους. 


Σ΄ εκείνους που δεν το βάζουν κάτω και αγωνίζονται.
Και να μην μαθαίνεις από το μάθημα τους.
Και να μη νοιώθεις καμία φορά ευλογημένος που μπορείς να χαίρεσαι τρία πράγματα στη ζωή σου, την καλή υγεία, δυό φίλους, μια αγάπη, μια δουλειά, μια δραστηριότητα που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι δημιουργείς, ότι έχει λόγο η ύπαρξη σου.

Να κλαίγεσαι που δεν έχεις πολλά.
Που κι αν τα είχες, θα ήθελες περισσότερα.
Να πιστεύεις ότι τα ξέρεις όλα και να μην ακούς. Να μαζεύεις λύπες και απελπισίες, να ξυπνάς κάθε μέρα πιο βαρύς.
Λες και ο χρόνος σου είναι απεριόριστος.
Κάθε μέρα προσπαθώ να μπω στη θέση σου. Κάθε μέρα αποτυγχάνω.
Γιατί αγαπάω εκείνους που αγαπούν τη ζωή.
Και που η λύπη τους είναι η δύναμη τους.

Που κοιτάζουν με μάτια άδολα και αθώα, ακόμα κι αν πέρασε ο χρόνος αδυσώπητος από πάνω τους.
Που γνωρίζουν ότι δεν τα ξέρουν όλα, γιατί δεν μαθαίνονται όλα.
Που στύβουν το λίγο και βγάζουν το πολύ.

Για τους εαυτούς τους και για όσους αγαπούν.
Και δεν κουράζονται να αναζητούν την ομορφιά στην κάθε μέρα, στα χαμόγελα των ανθρώπων, στα χάδια των ζώων, σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, σε μια πολύχρωμη μπουγάδα.

Όσο κι αν κανείς προσέχει, όσο κι αν το κυνηγά πάντα, πάντα θα ναι αργά δεύτερη ζωή δεν έχει.
 
(Από το Παράπονο, του Οδυσσέα Ελύτη)
Επιλογή Χαράλαμπου Κρασιά

Sunday, October 19, 2014

Με το φακό των λέξεων

Της Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου 
Στα μέσα του πια κι αυτός ο μήνας. Κι η δική του αντοχή όπως πάντα στο τέλος της , σε μιαν άκρη του γκρεμού. ΄Ετοιμη ή να πέσει με κλειστά τα μάτια ή να περιμένει ένα πιο αποφασιστικό χέρι να τη σπρώξει προς τη λύτρωση που επιφέρει η ανυπαρξία. Κι όχι , δεν θα ήταν απονενοημένο διάβημα. Ευθανασία θα ήταν μιας γέρικης ανατολής που έμοιαζε πιο πολύ με δύση. 

Μια κούραση ξεκινούσε απ΄τα ριζώματα της ψυχής του και κατέληγε κίτρινο χρώμα στο δέρμα του κάνοντάς το ολόκληρο να μοιάζει με φύλλο έτοιμο να μετατραπεί σε σάπιο παρελθόν. Ναι, δεν άντεχε άλλο το μέτρημα, τη στέρηση, το μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει και το όνειρο λειψό. Πάλευε καιρό με την ανεργία, με την ανέχεια. Είχε αναλωθεί σε πλήθος δουλειές του ποδαριού χωρίς αποτέλεσμα. 

Είχε χτυπήσει πόρτες, είχε παρακαλέσει, είχε αφήσει την αξιοπρέπειά του να πέσει στο βαθύ πηγάδι της απόγνωσης. Κι είχε βουτήξει ολόκληρος σε μια σκοτεινή νύχτα , σκάβοντας ώρες ατέλειωτες τον ουρανό για ένα έστω άστρο. Μα η σοδειά, μηδαμινή, ανέβαζε πότε την πίκρα και πότε την οργή του στα ύψη. 

Μπήκε κλεφτά στο περίπτερο, έκανε πως κοίταζε τις σοκολάτες στο ράφι, μετά πως μιλούσε τάχα στο κινητό κι όταν η υπάλληλος γύρισε αλλού το βλέμμα άρπαξε με τρόπο μια εφημερίδα και βγαίνοντας σχεδόν νεκρός σχεδόν ζωντανός , πάσκισε να φτάσει μέχρι την κάλυψη της γωνίας. Εκεί σταμάτησε να πάρει μια ανάσα. Μετά άνοιξε με λαχτάρα τις σελίδες, βούτηξε τη ματιά του στις αράδες ψάχνοντας για μια ευκαιρία, για μια δουλειά, για μια οποιαδήποτε δουλειά που θα του εξασφάλιζε τη συνέχεια. 

Ρούφηξε λαίμαργα τα φύλλα σαν διψασμένος της ερήμου, μα την όασή του πουθενά δεν τη συνάντησε. Αντίθετα πνίγηκε σε μια θάλασσα από σκόνη, πυκνή βρόμικη σκόνη καθώς γέμισαν τα μάτια του, τ΄αυτιά του, το είναι του το τραυματισμένο ολόκληρο γέμισε με τους θορυβώδεις χορούς σκανδάλων, με τους ειδήμονες και μη που μιλούσαν για διασπάθιση χιλιάδων, για υφαρπαγή εκατομμυρίων ευρώ και προνομιακή μεταχείριση εις βάρος της ανυποψίαστης μάζας. 

Αυτής της μάζας που κύτταρό της ασήμαντο και αμελητέο ήταν κι ο ίδιος, ένα ανθρωπάκι στα γρανάζια των συμφερόντων του κάθε ισχυρού, που πάλευε να μείνει όρθιο, όταν γύρω του θέριζαν οι ανεμοστρόβιλοι τα τελευταία υποστηρίγματά του. Θόλωσε το βλέμμα του, θόλωσε και το μυαλό του και τότε ακριβώς ένιωσε την ανοχή και την αντοχή του να τον εγκαταλείπουν δραπετεύοντας από ένα κόσμο σιωπής. 

«Φτάνει πια!», ούρλιαξε η επαναστατημένη του εγκαρτέρηση. ΄Εσφιξε τόσο σκληρά την εφημερίδα στα χέρια του που τη μετέτρεψε σε χάρτινη πέτρα, έτοιμη να φύγει από τη σφενδόνα ενός Δαβίδ προς τους λογής, λογής Γολιάθ της διαπλοκής. 

Τελευταία στιγμή την έριξε στα πόδια του και υπακούοντας σε μια έντονη εσωτερική ανάγκη , κλότσησε τόσο σκληρά και τόσο απεγνωσμένα τη χάρτινη διαμαρτυρία στα πόδια του, που πόνεσε αφόρητα, αβάσταχτα η καρδιά του! Έξω η μέρα συνέχιζε ανελέητη τη σιωπηλή περιδιάβασή της.
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

Η ζωή είναι αγάπη, Γιόλα Δαμιανού-Παπαδοπούλου


Thursday, October 16, 2014

Wednesday, October 8, 2014

Η Φωτογραφία

Γράφει η Πηνελόπη Γιώσα 
Ένα βράδυ του χειμώνα, καθισμένη δίπλα στη ζεστασιά του τζακιού μου, βάλθηκα να ξεφυλλίζω τα παλιά μου άλμπουμ. Ήταν σαν να έκανα έναν απολογισμό της μέχρι τώρα ζωής μου, έναν ισολογισμό των ζημιών και των κερδών μου, των οφειλομένων και των δανείων που έδωσα στη ζωή. Εγώ κι η ζωή μου σε πρώτο πλάνο, κοιτώντας η μια την άλλη κατάματα, αλύπητα πρόθυμες κι οι δυο ν’ αρχίσει η μάχη, να δούμε ποια θα κερδίσει στο τέλος.

Κοιτάω φωτογραφίες μ’ εμένα μωρό, παιδί, έφηβη, μεγάλο παιδί πια ενηλικιωμένο που διανύει την πιο δημιουργική και όμορφη δεκαετία του. Συγκίνηση με πιάνει κι άλλοτε δακρύζω, άλλοτε γελώ, άλλοτε πάλι στα χείλη μου σχηματίζεται ένα ελαφρό μειδίαμα. Τι ειρωνεία της τύχης! Οι φωτογραφίες μου είναι εδώ, ανελέητος κριτής των επιλογών και αποφάσεών μου, να μου θυμίζουν πρόσωπα και καταστάσεις που χάθηκαν στο χρόνο.

Ποζάρω με φίλους που στην πορεία της ζωής έγιναν ξένοι. Ποζάρω με ανθρώπους που τώρα πια έχουν χαθεί. Ποζάρω ξέγνοιαστη, αμέριμνη κι ανυποψίαστη σε στιγμές που, αλίμονο, θα κατέληγαν σε μικρές προσωπικές τραγωδίες… Κι όλα αυτά να εντυπώνονται στο έγχρωμο γυαλιστερό χαρτί. Κι αλήθεια πώς θα’ θελα να χωρούσα εκεί μέσα! Να χωνόμουν μέσα τους, να ξαναζούσα τις στιγμές μου κι ας μετάνιωνα μετά πικρά για όλα τα συμπαρομαρτούντα.

Πασχίζω να ξεχωρίσω μια φωτογραφία απ’ όλες όσες έχω. Αν κάποιος με ρωτούσε ποια είναι η αγαπημένη σου φωτογραφία και γιατί, αλήθεια τι θα του απαντούσα; Γι’ αυτό βάλθηκα να ψάχνω με το νου μου την πιο αγαπημένη μου φωτογραφία, αυτή που εκφράζει για μένα κάτι σημαντικό και βαθύ. Την απάντηση την είχα όση ώρα σκεφτόμουνα, δίπλα μου, ως συνηθίζεται άλλωστε συχνά… Η φωτογραφία η πιο αγαπημένη, η διαλεχτή της καρδιάς μου έστεκε κοντά μου, παρατεταγμένη δίπλα σε άλλες φωτογραφίες πάνω στη μαρμάρινη εξοχή του τζακιού, μέσα σε μια χρυσοποίκιλτη κορνίζα. Την κοιτώ με ευλάβεια.

Μια εικόνα, χίλιες λέξεις! Φωτογραφία λιτή που αρκείται σε δυο μικρά πρόσωπα, της αδερφής μου και το δικό μου όταν ήμαστε παιδιά. Εγώ στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου, μ’ εκείνο το κοντό καρέ κούρεμα της Κλεοπάτρας. Η αδερφή μου έβγαζε τα πρώτα της δοντάκια, τα μαλλιά της είχαν κοντά στον έναν χρόνο που άρχιζαν να πυκνώνουν στο όμορφο ασπριδερό κεφαλάκι.

Θυμάμαι πως ήταν μια απόφαση της στιγμής, καθώς κάναμε βόλτα στην αγορά με τη μαμά και τη θεία Φιλιώ. Πάντα της άρεσε της μαμάς να μας βγάζει φωτογραφίες, αγαπημένες εικόνες των παιδικών μας χρόνων. Μόλις είχαμε λάβει το καθιερωμένο χριστουγεννιάτικο δέμα από την Αμερική. Η θεία Μπέσσυ πάντα μας θυμόταν. Μας έστελνε όμορφα φορέματα, ζεστά κολεγιακά πουλόβερ και κάλτσες με δαντελένια φρου-φρου γύρω-γύρω.

Ντυμένα λοιπόν με αμερικάνικα πουλόβερ, πιάσαμε σφιχτά την παλάμη που μας κρατούσε προστατευτικά και οδηγηθήκαμε στον ειδικό. Εγώ, ως αντιδραστικό παιδί που ήμουν, κατσούφιασα, είχα αντιρρήσεις για τη φωτογράφιση αυτή. Δεν ήθελα, ντρεπόμουνα. Ήταν αυτή η αίσθηση της έκθεσης μπροστά στο φωτογραφικό φακό που ρουφούσε την ενέργεια και την παιδικότητά μας, την αγνότητα και την αθωότητα της παιδικής ηλικίας…

Μάταια ο φωτογράφος φώναζε να πάρουμε πόζα, να χαμογελάσουμε! Υπήρχε μια σιωπηλή συνωμοσία μεταξύ μας να μένουμε αδιάφορες μπροστά στις παρακλήσεις του. Η λύση δόθηκε τελικά μ’ ένα ασυνείδητο γύρισμα του κεφαλιού μου προς την αδερφή μου. «Εκεί», μου φώναξε ο φωτογράφος. «Στάσου εκεί». Αυτό ήταν! Φως, αστραπή και τέλος!
Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις… Κι οι δυο δίπλα-δίπλα, ήρεμες, γαλήνιες, παιδιά ακόμα, μες στο αραλίκι της πατρικής εστίας και της οικογενειακής στοργής. Δυο είναι οι λόγοι λοιπόν που αγαπώ αυτή τη φωτογραφία τόσο πολύ. Ο πρώτος είναι ότι αποτελεί σύμβολο της παιδικής μου ηλικίας, της αμεριμνησίας και της ανεπίστρεπτης αθωότητας. Κι ο δεύτερος λόγος προέκυψε ένα βράδυ, όταν η αδερφή μου, αυθόρμητα ενόσω βλέπαμε τηλεόραση, έκανε την εξής δήλωση σ’ εμένα και τη μητέρα: «Μακάρι να με αξιώσει ο Θεός να κάνω κάποτε το δικό μου σπιτικό. Και τότε τη φωτογραφία αυτή θα τη βάλω στο σαλόνι μου, σε μια πιο μεγάλη κορνίζα».
Πηνελόπη Γιώσα