Monday, September 29, 2014

Με το φακό των λέξεων

Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου

Ο Σεπτέμβρης ξεψυχούσε γλυκά γλυκά σαν ράθυμο κύμα επάνω στην άμμο. Θα ήθελε να έχει ένα προκρούστειο κρεβάτι, να απλώσει εκεί τις μέρες του και να τις επιμηκύνει τόσο όσο να φτάσουνε τις πεθυμιές του. Μα ο χρόνος, αδέκαστος, ανεπηρέαστος, συνέχισε να καταπίνει λαίμαργα στιγμές. Κι εκείνος, πρώτη φορά αισθανόταν τόσο περίεργα χαρούμενος και λυπημένος ταυτόχρονα. Μα είναι η χαρά και η θλίψη κάποτε αδερφές. 

Αύριο έφευγε, πετούσε σε μια ξένη χώρα. Αφού η δική του δεν είχε πια φτερά να τον αγκαλιάσει, λέξεις να τον παρηγορήσει για τα τόσα χρόνια σπουδών και τα άλλα τόσα στη φθορά της ανεργίας. Αυτή η πατρίδα που τον ανάστησε, τώρα ανάδρομα τον σταύρωνε και τον απόδιωχνε. Ξάφνου κάθισε κατάχαμα λες και ήθελε να αντλήσει δύναμη από τη γη, τη γη του. Να νιώσει τα βαθύτερά της συναισθήματα, να σμίξει τα έγκατα της σκέψης του με τα δικά της. Να κυλιστεί και να γίνει ένα με τούτο το χώμα που δεν καρπίζει πια τα όνειρά του, όσο κι αν φυτεύει, όσο κι αν λιπαίνει με ελπίδες κάθε μέρα τους ορίζοντες. 

Πότε επιτέλους θα ξημερώσει μια μέρα με καινούριο φως; Πότε θα δει μια μικρή πατρίδα να γίνεται μεγάλη μάνα για τα παιδιά της; Πήρε να παίζει μηχανικά με τους σβόλους από χώμα, να τους λιώνει έναν έναν στη χούφτα του λες και έλιωνε έτσι την ατυχία και την αναποδιά. Κάποτε τούτος ο τόπος ήτανε ανάσταση. Τώρα βογγούσε στο σταυρό του επάνω, ενώ μοίρες κακές έπαιζαν την τύχη του στα ζάρια. Κι ένας μακρύς, κατακόκκινος χιτώνας από αίμα και δάκρυα, σημαία τόσων αγώνων, γινόταν έρμαιο στα νύχια μιας νύχτας που φαινόταν αξημέρωτη.

Σηκώθηκε, περπάτησε ως την άκρη της σκέψης του. Ακούμπησε βαθιά τα πέλματά του στην άμμο, βύθισε εκεί μέσα όλο τον πόνο του. ΄Ενιωθε τα χέρια του να ασφυκτιούν από την απραξία. Κυρίως, όμως, ένιωθε τα όνειρά του να πνίγονται από την αδικία, να προσπαθούν απεγνωσμένα να βγουν στην επιφάνεια της ζωής για λίγο οξυγόνο και πάλι να βουλιάζουν καθώς η ανάγκη πίεζε ανελέητα το κεφάλι τους προς το βυθό. Λίγο πιο πέρα, στον παραλιακό δρόμο, μια αστραφτερή λιμουζίνα σταμάτησε. 





Ο παχουλός καλοντυμένος κύριος κατέβηκε κορδωτός, άναψε το πούρο του κι έγνεψε νωχελικά στην ξανθιά, νεαρή συνοδό του να σταθεί στο πλάι του σαν τρόπαιο , να κρεμαστεί στο λαιμό του σαν μετάλλιο –αλήθεια για ποιους αγώνες- και να καταλήξει εν τέλει διακοσμητικό άνθος στα χέρια του. Κι αυτός o παχουλός καλοντυμένος κύριος ,σαν οποιοσδήποτε άλλος παχουλός, καλοβαλμένος κύριος, φαινόταν ήσυχος μες στη δική του ανησυχία, φαινόταν τόσο προκλητικά ευτυχισμένος και καλοζωισμένος μες στη δυστυχία ενός πρόωρα γερασμένου πρωινού.
Τον κοίταξε τόσο όσο κοιτάζει κανείς αυτό το οποίο θα ήθελε να αλλάξει, μα δεν μπορεί .΄Υστερα στύλωσε αποφασιστικά τα μάτια στον ουρανό.
«Θα ξανάρθω», είπε. « Όταν η μικρή μου χώρα, η μικρή μου προοπτική γίνει ξανά μεγάλη, εγώ θα είμαι εδώ, δίπλα της, μέσα της, για να θεριεύουμε μαζί»
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου


Wednesday, September 24, 2014

Εκδρομή της Ενόρασης

Εκδρομή της Ενόρασης στο Φοινί και στη Λόφου
Εκδρομή στο Φοινί, ένα από τα πιο γραφικά χωριά της Κύπρου, που βρίσκεται κτισμένο σε ένα καταπράσινο περιβάλλον στην οροσειρά του Τροόδους. 
Φοινί ένα από τα πιο γραφικά χωρία χτισμένο στους πρόποδες του Τροόδους. Γνωστό για τις παραδοσιακές τέχνες, τα πήλινα αγγεία, τις παραδοσιακές ξύλινες καρέκλες.
Μέλη της Ενόρασης ανάμεσα σε απότομες πλαγιές και ψηλές καταπράσινες από πεύκα βουνοκορφές, επισκέπτονται τα δυο χωριά και μαθαίνουν για την πλούσια πολιτιστική μας παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα μας.
Η Λόφου είναι κτισμένη αμφιθεατρικά στην κορυφή ενός λόφου με μέσο υψόμετρο 780 μέτρων. Το γεγονός αυτό την καθιστά ένα εξαιρετικό ορεινό θέρετρο.



Η πανέμορφη Λόφου γοητεύει τους περισσότερους επισκέπτες κυρίως με τη φυσική ομορφιά της και τη φιλόξενη «καρδιά» της.


Το χωριό Φοινί ανέπτυξε μια ξεχωριστή και μεγάλη αγγειοπλαστική παράδοση η ιστορία της οποίας χάνεται μέσα στους αιώνες.

Sunday, September 21, 2014

Με το φακό των λέξεων

Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου
Είδε ψες ένα αλλόκοτο όνειρο. Ζούσε , λέει, σε μια χώρα απαράλλακτη με τη δική του. Ίδια ψηλά βουνά, παρόμοιες γαλάζιες θάλασσες, αμπέλι, ελιά και στάρι κατευθείαν βγαλμένα από τον κάματο των ανθρώπων. Μύριζε ο πεύκος όταν φύσαγε ελαφρύ το αεράκι, μύριζε και το ψωμί που ψήνανε ακόμα οι γιαγιάδες σε φούρνους παλιούς σαν ιστορία και σαν αστείρευτη αγάπη. 

Οι άνθρωποι τρέχανε όλοι κάθε μέρα στη δουλειά με ένα χαμόγελο σαν ήλιο στην άκρη των χειλιών. Κανείς δεν έσμιγε τη νύχτα με τον αναστεναγμό του, κανείς δεν κοίταγε τα άπραγά του χέρια. Τα νιάτα σκαρφαλώνανε κάθε πρωί σε κάποιο ορίζοντα κι ανοίγανε τα κύματα για νέα ταξίδια. Και τα χαιρόντουσαν οι γονιοί που είχαν μοχθήσει να αναστήσουνε σωστά το σώμα τους και την ψυχή τους. Στους δρόμους άνθιζε κάθε μέρα μια ελπίδα. 

Σαν ένα μεγάλο, πράσινο λουλούδι φύτρωνε μέσα στις ώρες και μοσχομύριζε ηλιόλουστο Αύριο. Γιατί οι άρχοντες μιλούσανε με τρόπο μεστό, προσγειωμένο. Καμιά κοκορομαχία σε αλάνες και τηλεοπτικούς δέκτες. Καμιά παραπληροφόρηση, κανένας λαϊκισμός, μηδενικό παρασκήνιο εις βάρος ανυποψίαστων πολιτών. Σοβαρότητα μόνο και αξιοπρέπεια. Ευγένεια και πραγματική έγνοια για τον συνάνθρωπο. Το ήθος είχε αναδειχτεί σε ύψιστη αξία και η δικαιοσύνη περιφερότανε με τα καλά της σ΄αρχοντικά μα και σε φτωχόσπιτα. 

Οι άξιοι καταλάμβαναν τα καίρια πόστα και ποτέ κανείς μέτριος ή κάτω του μετρίου με μπάρμπα στην Κορώνη και εξαιρετική δεινότητα στο ρουσφέτι δεν πατούσε επί πτωμάτων για να αναρριχηθεί σε δώματα που δεν του ανήκανε και δεν του αξίζανε. Η ηθική αμειβόταν και η ανηθικότητα τιμωρείτο παραδειγματικά για να μη γίνει φαινόμενο επανάληψης και σήψης. 

Στα δελτία ειδήσεων παρέλαυναν κάθε βράδυ τα λαμπρά παραδείγματα ανθρωπισμού και αλτρουισμού. Επιστήμονες, λογοτέχνες, καλλιτέχνες, βάφανε τον πίνακα της ειρήνης και της ωραιότητας και ανύψωναν με το παράδειγμά τους την ιδιότητα του Ανθρώπου. Και στα σχολεία οι δάσκαλοι μιλούσαν περί αγώνων για ελευθερία χωρίς τα δεσμά μιας κοινωνίας που αφοπλίζει με τις μικρές τακτικές της, τις ακόμα μικρότερες προοπτικές της.

Ήτανε, λέει, μια χώρα ίδια και απαράλλακτη με τη δική του. Μα χωρίς ένα πενταδάκτυλο βουνό να κλαίει για τον ακρωτηριασμό του. Χωρίς ένα κάμπο μεσαρίτικο να ζητιανεύει φως μέσα στη νύχτα του. Και δίχως μια καρπασίτικη καμπάνα να σιγοψιθυρίζει τον καημό εγκλωβισμένων αγίων και αιχμάλωτων θνητών. Και το φεγγάρι ολόκληρο, ποτέ μισό, ποτέ χαραγμένο σε μνήμες, μπάλα πανσέληνος να επικρέμεται σαν λαμπερός Αύγουστος επάνω από της ζωής τα ταξίδια.
Είδε ψες ένα αλλόκοτο όνειρο. Ζούσε, λέει, σε μια χώρα απαράλλακτη με τη δική του. Σε μια χώρα που θα ήθελε να ήταν η δική του. Μα ο χάρτης του μυαλού δεν ταίριαξε με τις πυξίδες των ισχυρών και το όνειρο παρέμεινε αιχμάλωτο της νύχτας χωρίς καμιά περιήγηση στο πέλαγο με ούριο τον άνεμο της αλλαγής.

Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου