Έβαλε μια
τελευταία πινελιά στο μακιγιάζ της, βάφοντας ακόμα πιο κόκκινα τα χείλη της και
κοιτάχτηκε για τελευταία φορά στον καθρέφτη. Μια γυναίκα θελκτική, ερωτική, της
έστειλε το πιο προκλητικό της χαμόγελο και της έκλεισε πονηρά το μάτι. Πολύ
καλά κρατιόταν στα σαράντα τρία της, το΄βλεπε στα λαίμαργα βλέμματα των αντρών
και στις ζηλόφθονες ματιές του γυναικείου της περίγυρου. Το στενό μαύρο φόρεμα που είχε επιλέξει για τη
βραδιά αναδείκνυε το καλογυμνασμένο σώμα της, προϊόν ατέλειωτου μόχθου στο
γυμναστήριο και αδιάκοπης στέρησης από τις γαστριμαργικές δημιουργίες που
ορεγόταν μεν, απωθούσε δε, για χάρη της άψογης εμφάνισης.
Έψαξε για
τα κλειδιά του καινούριου σπορ αυτοκινήτου της. Απόψε θα το επεδείκνυε για
πρώτη φορά στην παρέα. Θα το΄βλεπε κι ο Άλκης, το νέο μέλος της συντροφιάς, συνάδελφος
της Τζένης στη Νομική Υπηρεσία, μόλις τριάντα πέντε
χρόνων, αρρενωπός και όνειρο κάθε γυναίκας που τον γνώριζε .
Αν η Τζένη
δεν ήταν φρεσκοπαντρεμένη κι ερωτοχτυπημένη, σίγουρα δεν θ΄άφηνε την ευκαιρία
να πάει χαμένη, αλλά σαν καλή φίλη της τον σύστησε ξέροντας το γούστο και την προτίμησή της για
τους νεότερους άντρες. Και γιατί όχι; Άνετα
μπορούσε να περάσει για συνομήλική του, δεν είχαν δα και καμιά τρομερή
διαφορά. Και στα βλέμματά του, στα δήθεν τυχαία αγγίγματά του, άλλο δεν
αισθανόταν παρά τον πόθο του για κείνη, μια γυναίκα αδέσμευτη, οικονομικά
ανεξάρτητη, που ήξερε να ζει τη ζωή της και να γεύεται την κάθε μέρα σαν
πρωτόγνωρη εμπειρία.
Έξω ο
καιρός μύριζε πια καλοκαίρι. Μπήκε στο αυτοκίνητο με τη σιγουριά ακαταμάχητου
θηλυκού, αναπνέοντας βαθιά ένα κράμα νυχτερινής δρόσου και καινούριου δέρματος
στα καθίσματα του αποκτήματός της. Μες στο μισοσκόταδο άναψε τον ειδικό
φωτισμό, πέρασε άλλη μια γραμμή μάσκαρα
στις πυκνές βλεφαρίδες της, τίναξε την
πλούσια ξανθή της κόμη κι έβαλε μπρος οργώνοντας τους δρόμους της νύχτας.
Οδηγούσε σαν
μεθυσμένη, έχοντας ήδη πιει το γλυκό κρασί από τα χάδια και τα φιλιά του. Έβαλε μουσική λες και ήθελε να τονώσει ακόμα
περισσότερο την ερωτική ατμόσφαιρα που γεννιόταν μες στο μυαλό της. Χαμογέλασε
βαθιά ικανοποιημένη. Όχι, δεν είχε
παράπονο, μια χαρά της είχε φερθεί η ζωή κι ούτε μια στιγμή δεν είχε μετανιώσει
για εκείνο το διαζύγιο, είκοσι χρόνια πριν.
Ίσως τώρα,
αν έμενε σ΄εκείνο το γάμο, να είχε παιδιά , μα αυτό δε σήμαινε πως θα ήταν και
πιο ευτυχισμένη. Ένας γάμος που άλλοι
αποφάσισαν για εκείνη και κράτησε μόνο όσο εκείνη μπόρεσε να τον αντέξει.
Ασυναίσθητα ήρθε μπρος της o Aντρέας,
το βλέμμα του, την ώρα που εκείνη έλεγε το αντίο, άνοιγε την πόρτα κι έφευγε
απ΄τη ζωή του. Εκείνο το βλέμμα του δε θα μπορούσε ποτέ να το ξεχάσει. Μπα σε
καλό της! Τι της ήρθε στο μυαλό μια τέτοια νύχτα! Βιάστηκε να διώξει τις
ανεπιθύμητες μνήμες, προσηλώθηκε στο ραδιόφωνο και στα σουξέ της εποχής, που
ξεσήκωναν μέσα της όλες τις ερωτικές επιθυμίες της σάρκας.
Έσβησε τον
κλιματισμό του αυτοκινήτου, άνοιξε το παράθυρο κι άφησε το καλοκαιρινό αεράκι
να της χαϊδέψει το πρόσωπο, έτσι καθώς έτρεχε προς την αγκαλιά του καινούριου
έρωτα. Ο δρόμος ευθύς, σχεδόν άδειος , προκάλεσε τις αισθήσεις της, πάτησε
γκάζι κι έτρεξε πιο γρήγορα προς την προοπτική της αγκαλιάς του.
Η σκιά
φάνηκε μπροστά της πολύ αργά, όταν πια κανένα φρένο δεν θα μπορούσε να
αποτρέψει το χτύπημα. Ένας βαρύς γδούπος και μετά η σκιά έγινε μια άμορφη μάζα
καταμεσής του δρόμου.
Κατέβηκε σαν ζαλισμένη, πλησίασε με κομμένη την αναπνοή, έσκυψε πάνω απ΄το θύμα
της. Το βλέμμα του κατακόκκινο σαν
ερινύα.
«Αντρέα», ψέλλισε…
«Αντρέα», ψέλλισε…
«Αντρέα»,
φώναξε…
«Αντρέα»,
ούρλιαξε κι αφέθηκε στη σκοτοδίνη μιας νύχτας που έπεφτε βαριά στην ψυχή της.
Eλένη Αρτεμίου Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment