Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου
Διήγημα
Κάτω απ΄το
δέντρο η νύχτα δεν έστελνε καμιά αχτίδα φεγγαριού. Σκοτάδι μέσα της και γύρω
μια αφιλόξενη σιωπή. Οι πόνοι είχαν
αρχίσει εδώ και ώρα , με κόπο πια κρατούσε τα ουρλιαχτά της. Έσφιξε στα δόντια
το κομμάτι ξύλο , στο χέρι την υγρή πια απ΄τον ίδρωτα κουβέρτα, που΄χε φέρει
απ΄την αποθήκη του παλιού εργοστασίου όπου έμενε τους τελευταίους μήνες.
Πλησίαζε η
στιγμή , το΄νιωθε μέσα στην έκρηξη του πόνου. Κι εκείνη μόνη, αβοήθητη, μακριά
από ανθρώπους και μάνα γη , πάλευε να κρατήσει δυο ζωές μες στη συνέχειά τους.
Τι γύρεψε;
Μια πατρίδα που θα ΄τρεφε κορμί και ψυχή
μαζί. ΄Εναν ήλιο πιο φωτεινό από κείνον που άφησε στη μακρινή της χώρα. Δύσκολη η ζήση εκεί, οι δουλειές λίγες, οι ανάγκες
πολλές. Το πήρε απόφαση , φίλησε μάνα και πατέρα, ξενιτεύτηκε. Οικιακή βοηθός της είπαν , θα
πρόσεχε το σπίτι των αφεντικών, καθάρισμα, σιδέρωμα, μαγείρεμα και τις Κυριακές
μια ανάπαυλα, ίσα ίσα για να κάνει μια βόλτα μες στη ξεγνοιασιά που της στερούσαν
οι υπόλοιπες μέρες.
Ο έρωτας
ήρθε σαν καταιγίδα , να ξεπλύνει ορμητικά τη μοναξιά και την πλήξη της. Γύρω
στα σαράντα ο γείτονας, είκοσι πέντε εκείνη, γοητευτικός και ώριμος εκείνος, άπραγη
και ονειροπόλα εκείνη. Παντρεμένος χωρίς παιδιά με μια γυναίκα όμορφη,
επιτυχημένη, αλλά που έλειπε συχνά για δουλειές της εταιρείας. Υψηλόβαθμο
στέλεχος ήτανε, έφευγε συχνά για συνέδρια κι επαφές στο εξωτερικό κι άφηνε στο
σύζυγο ελεύθερο το πεδίο για δράση. Στην αρχή προσπάθησε φιλότιμα να αντισταθεί
στο επίμονο φλερτ του. Μα μέσα της βαθιά την κολάκευε το ενδιαφέρον που της
έδειχνε ένας γοητευτικός, επιτυχημένος άντρας, που θα μπορούσε να έχει όποια
γυναίκα ήθελε μα διάλεγε εκείνη!
Bραδάκι ήτανε, καλοκαιρινό. Λείπανε τ΄αφεντικά της σε μια
δεξίωση. Της χτύπησε την πόρτα, τάχα πως γύρευε το σκύλο του που το’ χε σκάσει.
Ένα του χάδι ήταν αρκετό για να κάμψει
τις αντιστάσεις της. Έλιωσε σαν κερί μες στην αγκαλιά του κι όταν εκείνος την
άφησε νόμισε πως τη βρήκε το κρύο κατακαλόκαιρα. Μάταια γύρεψε τις άλλες μέρες
να τον δει, να του μιλήσει.
Εκείνος,
με καταλαγιασμένο πια τον πόθο του, κράτησε απόσταση, έκοψε τα πολλά πολλά και
με τ΄αφεντικά της και δυο μήνες αργότερα
πήρε τη γυναίκα του και μετακομίσανε σε μεγαλύτερο σπίτι. Περιμένανε, βλέπεις,
το πρώτο τους παιδί. Χάθηκαν τα ίχνη του , έμεινε μόνο με την ανάμνησή του και
τον πόνο που της προκάλεσε το πέρασμά του απ΄τη ζωή της.
Έκλεινε
πια και τον πέμπτο, σαν κατάλαβε πως τα επιπλέον κιλά της δεν ήταν απ΄το
φαγητό, που έτσι κι αλλιώς λιγοστό φρόντιζε να είναι πάντα. Πανικοβλήθηκε. Δεν
ήξερε πώς να σταθεί απέναντι σε τούτο το σκληρό άνεμο που τη χτυπούσε τώρα
ανελέητα. Μέτρησε ξανά και ξανά το μικρό της κομπόδεμα. Κι ύστερα τ΄αποφάσισε.
Εξηγήσεις πολλές δεν έδωσε, προφασίστηκε μια αρρώστια της μάνας της στην
πατρίδα, έφυγε ένα πρωί με μια μικρή βαλίτσα, έτσι ακριβώς όπως την είχανε
δεχτεί σε κείνο το σπίτι που δεν ήθελε τώρα να ντροπιάσει. Στην πατρίδα της
βέβαια ούτε λόγος να γυρίσει μ΄ένα παιδί στην κοιλιά. Περιπλανήθηκε για ώρες
ώσπου και τ΄αποφάσισε να στεγάσει την πίκρα της στο παλιό , εγκαταλελειμμένο
εκείνο εργοστάσιο. Το΄φτιαξε όπως μπορούσε το μικρό δωματιάκι , να μοιάζει
τουλάχιστον ανθρώπινο. Με λίγη προσπάθεια θα τα βόλευε μέχρι τη γέννα. Και μετά
ήξερε εκείνη. Θ΄άφηνε το παιδί στην πόρτα των παλιών της αφεντικών. Κι ας κάνανε ό,τι καταλαβαίνανε.
Ο
τελευταίος πόνος την έκανε να ουρλιάξει μ΄απελπισία. Μες στις ερημιές , με
κίνδυνο της ίδιας της ζωής της πήγε να κρύψει τ΄αναπάντεχο που τη βρήκε, μακριά
κι απ΄την περιέργεια των λιγοστών γειτόνων εκεί στο εργοστάσιο , που την
κοίταξαν με κάποια καχυποψία, σαν την είδαν μια δυο φορές να περνοδιαβαίνει το
δρόμο τους. Κόντευε η ώρα, έφτανε με κοφτερά λεπίδια κι εκείνη δεν ήταν σίγουρη
πως μονάχη της θα κατάφερνε να κρατήσει ετούτη τη ζωή. Ίσως και να΄ταν καλύτερα
να μην το μπορούσε, σκέφτηκε σαν ένα μαύρο σύννεφο την έζωσε, μα δεν πρόλαβε να
στοχαστεί τίποτ΄άλλο. Μια ρομφαία της
ξέσκισε τα σπλάχνα , άφησε πρώτα την κραυγή της κατάσπαρτη στη νύχτα κι ύστερα
άκουσε το κλάμα του. Σιγανό στην αρχή, μετά δυνατό, επιτακτικό. Έκοψε όπως,
όπως τον ομφάλιο λώρο, το πήρε στα χέρια της. Μες στη νύχτα της φάνηκε ακόμα
πιο μικρό κι απροστάτευτο.
Το σώμα
της πονούσε παντού μα πιότερο πονούσε η ψυχή της. Δάκρυα κύλησαν απ΄τα μάτια
της. Δάκρυα που γίνηκαν αναφιλητά κι ύστερα κλάμα γοερό, που΄σμιξε μ΄εκείνο του
παιδιού, του παιδιού της!΄Εψαξε ψηλαφιστά, βρήκε τα ρούχα που΄χε φέρει μαζί
της, το σκούπισε, το έντυσε , το κράτησε στο στήθος της. Ένιωσε το στόμα του να
ψάχνει για τη θηλή της. Ρίγησε. Δεν αντιστάθηκε άλλο.
Ναι, με
λίγη προσπάθεια θα τα βόλευε. Και μετά ήξερε εκείνη. Θ΄άφηνε το παιδί στην
πόρτα των παλιών της αφεντικών. Κι ύστερα… ύστερα θα χτυπούσε , θα περίμενε
μέχρι να της ανοίξουν και θα ζητούσε το μερίδιό της απ΄τη ζωή και τη συμπόνια
τους.
Τούτο το παιδί που σφιγγόταν στο
στήθος της δε θα γνώριζε ποτέ τον πατέρα του. Μα η μάνα του θα΄φτυνε αίμα, της
καρδιάς το αίμα, για να το μεγαλώσει.
Η νύχτα
έφευγε σιγά σιγά. Το πρώτο φως της μέρας τη βρήκε με την απόφασή της αγκαλιά.
Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου
1 comment:
δυνατό!
Post a Comment