Sunday, May 20, 2012

Σαν λύσεις τα σκοινιά

Της Eλένης Αρτεμίου Φωτιάδου

Δυο ώρες πριν είχαν τσακωθεί άγρια. Πράγμα όχι και τόσο ασυνήθιστο πια. ΄Υστερα από είκοσι χρόνια γάμου, η συμβίωσή τους έμοιαζε καθημερινά με πεδίο μαχών, όπου κι οι δυο περισυλλέγανε τους νεκρούς και τραυματίες τους.  Oι μικρές εκεχειρίες διαρκούσαν όσο ένα καλοκαιρινό αεράκι. ΄Υστερα τους έπνιγε ξανά η σκόνη της ερήμου κι ένας καύσωνας ψυχής που κατέτρωγε τις αντοχές τους.

Και τώρα καθόταν φιμωμένη απέναντί του, έρμαιο κι αυτή των ληστών, που’ χαν χωθεί νυχτιάτικα με τα περίστροφα στο εξοχικό τους . Ανήμπορη, με μεγάλα τρομαγμένα μάτια, σφραγισμένο  στόμα. Σφιχτοδεμένη σε μια καρέκλα όπως κι αυτός. Με τη σιωπή του τρόμου ανάμεσά τους. Μόνο τα μάτια τους μπορούσαν να μιλούν . Κι αυτά δεν ξεστομίζανε φοβέρες πια. Δεν άφηναν βλαστήμιες και βρισιές σαν κοφτερά μαχαίρια να πέφτουν επάνω στα υπολείμματα του έρωτά τους. Πότε θολά σαν απόγνωση, πότε ονειροπόλα σαν φυγή, του μιλούσαν και του΄λεγαν όσα τα χείλη δεν μπορέσανε να πουν μέσα στη σύγκρουση της μέρας.

Απ΄το δεύτερο όροφο ακούγονταν γρήγορα βήματα, έπιπλα που μετακινούνταν, πόρτες που ανοιγόκλειναν. Οι δυο κουκουλοφόροι ψάχναν εναγωνίως για τα λάφυρα της επιχείρησής τους. Τιμαλφή, χρήματα, ό,τι μπορούσαν στα γρήγορα να σηκώσουν και να το σκάσουν μες στη νύχτα. Σκέφτηκε πως φτωχή θα΄ταν η λεία τους. Ψίχουλα θα΄ παιρναν, μια και στο εξοχικό δεν κουβαλούσαν ποτέ πολύτιμα αντικείμενα. Η Αντιγόνη μόνο κάποια κοσμήματα, που ακόμα και μες στην ανάπαυλα  δεν άφηνε η γυναικεία της φιλαρέσκεια να αποχωριστεί. ΄Οσο για χρήματα, ελάχιστα κι εκείνα, με κάρτες τραπέζης πιο πολύ διακινούνταν κι αυτές ήταν καλά κρυμμένες στο πορτοφόλι του, στο μικρό ντουλαπάκι του αυτοκινήτου.  

Την ξανακοίταξε. ΄Εμοιαζε τόσο αδύναμη, έτσι καθώς είχε γείρει αποκαμωμένη στην καρέκλα.  Καμιά σχέση με τη μαινάδα που λίγο νωρίτερα τον έστηνε στον τοίχο για την κατηφόρα που είχε πάρει η επιχείρησή τους. Μέσα στο φόβο , το πρόσωπό της, λες και μετακινήθηκε χρόνια πίσω κι έμοιαζε-παράξενο αλήθεια-με το κορίτσι εκείνο που τον είχε συνεπάρει τότε στο Πανεπιστήμιο με τη ζεστασιά και το σκέρτσο της.

Κάποτε ήταν πολύ ερωτευμένοι. Κι ύστερα …ύστερα χαθήκανε. Φύσηξε η ρουτίνα σαν βοριάς μες στη ζωή τους κι αφεθήκανε στην αφυδάτωσή της. Και τώρα αλληλοκοιτάζονταν με τον τρόμο να σουλατσάρει μέσα τους, με τους εισβολείς να μολύνουν με το αδόκητο πέρασμά τους τον ιδιωτικό τους χώρο.

Βήματα ακούστηκαν, στρέψανε κι οι δυο ταυτοχρόνως το κεφάλι προς τη σκάλα.  Ο φορητός υπολογιστής του βρισκόταν ήδη στα χέρια τους . Προφανώς και τα κοσμήματα της Αντιγόνης, το ρολόι του, που το΄χε αφημένο στο κομοδίνο του.  Οι ληστές τους κοίταξαν πίσω απ΄τις κουκούλες , κοντοστάθηκαν.  Ο ένας έστρεψε και πάλι επάνω τους το περίστροφο.

Σταμάτησε λες ο χρόνος.  Κι ο ψίθυρος του θανάτου βγήκε πνιχτός από την κάννη κι έφτασε στ΄αυτιά του σαν κραυγή.
« Όχι!» φώναξε η ψυχή του.
« Μη!» αντάριασε η καρδιά της .
Κι ήταν ετούτες οι φωνές σαν ξύπνημα ζωής επάνω στον ίσκιο του θανάτου που σημάδευε τ΄αγίνωτά τους όνειρα.
 
'Ενας θόρυβος ακούστηκε, θόρυβος αυτοκινήτου που όλο και σίμωνε. Οι γείτονες θα΄τανε. Κάπου διακόσια μέτρα μακρύτερα το  σπίτι τους, μέσα στα πεύκα, φτάνανε απροσδόκητα μες στη νύχτα.  Αλληλοκοιτάχτηκαν οι ληστές , ζύγιασαν και τη λεία τους, ρίξανε ένα βλέμμα στα δυο σφικτοδεμένα θύματά τους και με μια σιωπηλή συνεννόηση σάλπισαν ταυτόχρονα υποχώρηση.

Μείνανε οι δυο τους, με τις ζωές τους δεμένες επάνω στις καρέκλες του σαλονιού, αμίλητοι μες στα πολλά που λέγανε τα μάτια τους.  Βάλθηκε να κινείται σπασμωδικά , πάνω κάτω, δεξιά κι αριστερά, σε μια προσπάθεια να χαλαρώσει τα δεσμά του. Μάταιος κόπος, μα κοίταξε τη δακρυσμένη της θωριά και συνέχισε.

Το πρωί προσμένανε το γιο τους,  δεκαεννιά χρονών παλικαράκι. Σίγουρα τότε θα αναπνέανε αέρα ελευθερίας, μα μέχρι το πρωί μπορούσε να μαζεύει το κουράγιο του  και να προσπαθεί να φτάσει κοντά της. ΄Ακουγε την καρδιά της να τον καλεί, άκουγε την καρδιά του να την αγαπά όπως παλιά. Αλήθεια, πού ήταν κρυμμένη τόσο καιρό  ετούτη η στοργή και τρυφερότητα, που τους  επισκέφθηκε απόψε, αντάμα με το φόβο;

Είδε το βλέμμα της να καρφώνεται στο πάτωμα, ακολούθησε το ταξίδι του. Κάτι λαμπύριζε  ανάμεσα σε πεταμένα χαρτιά κι αντικείμενα. Ένα φως, απ΄το παρελθόν φερμένο, άναψε μέσα του. Η βέρα του, η βέρα που δεν έβαζε εδώ και χρόνια και την είχε αφημένη σ΄ένα ξύλινο κουτί με την πρόφαση ότι τον στένευε πια, έπεσε φαίνεται απ΄τα χέρια των ληστών, γλίστρησε  κάπου αθέατη, δε χάθηκε .

Κοιτάχτηκαν. Εκείνος κι εκείνη. ΄Ετσι όπως δεν κοιτάχτηκαν για χρόνια. Οι καρέκλες τους  ήταν τόσο κοντά πια. Αν έγερνε το κεφάλι του, θα μπορούσε ίσως να αγγίξει το δικό της. Κι αν έγερνε κι εκείνη το κεφάλι της, θα μπορούσαν να κρατήσουν αυτή την επαφή σαν μια παρηγοριά στην ανημπόρια τους.

Το χάραμα τους βρήκε δίχως τα χρόνια της φθοράς. Μπήκε ο γιος τους στο σαλόνι νωρίς το πρωί, με το φως της άνοιξης να κυνηγά όλα τα γκρίζα λόγια που ξεστόμισε κάποτε η απομάκρυνση. ΄Εσκυψε, έλυσε τα σχοινιά τους, μαζί και την αγάπη τους και την άφησε ν' αρμενίσει με νέα πανιά στο μέλλον.
Eλένη Αρτεμίου Φωτιάδου

3 comments:

cook said...

εξαιρετικό...

Marineide Dan Ribeiro said...

Σας εύχομαι καλή εβδομάδα!
Bjussssss

Magia da Inês said...

Emocionante!...
Quase como a vida real... a distância e a esperança que alguma coisa mude ao amanhecer.
Gosto do texto... muito bom.