Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου
Πέντε παιδιά μετρούσε η οικογένεια του άντρα της. Τρεις
κόρες, δυο γιοι κι εκείνη είχε παντρευτεί το μικρότερο , τον Περικλή, καθηγητή
φιλολογίας και δοκιμιογράφο-αρθρογράφο σε εβδομαδιαία εφημερίδα. Γνωρίστηκαν
στο Γυμνάσιο που έτυχε να εργάζονται και οι δύο, εκείνος φτασμένος πια
καθηγητής, πρόωρα χήρος, εκείνη μέλος του Γραμματειακού Προσωπικού, γεγονός που
δεν της συγχωρέθηκε ποτέ από τις υψηλές προσδοκίες της οικογένειάς του. Ο γάμος
έγινε σε στενό οικογενειακό κύκλο, με τη μάνα και τις αδερφές του να΄χουν
μαζέψει όλες τις φουρτούνες των ωκεανών στην όψη και στα λόγια τους. Πολύ τους
κακόπεφτε, που ο μικρότερος γιος της
οικογένειας, ο σπουδαγμένος και διαπρεπής , έπαιρνε μια ασήμαντη γραμματέα. Μα
ύστερα μετρήσανε τα δέκα χρόνια που της έριχνε κι είπανε να βάλουν λίγο νερό
στο κρασί τους και ν΄αφήσουν τα πράγματα να κυλήσουν κατά πώς ήθελε ο Θεός.
Στα σαράντα περίπου ο Περικλής, στα τριάντα εκείνη, αρχίσαν
τα μισόλογα και τα υπονοούμενα για το διάδοχο απ΄την ώρα ακόμα των
συγχαρητηρίων, σαν πέρασε σύσσωμο το συγγενολόι να ευχηθεί. Οι τρεις γαμπροί , μάλιστα,
καλοπαντρεμένοι με τις θυγατέρες και με δυο τρία παιδιά ο καθένας στο κατόπιν
του, το ρίξανε στο καλαμπούρι .
«Άντε, βρε Περικλή κι ασπρομάλλιασες , καημένε. Άντε με το διάδοχο, προτού αρχίσει να σε λέει
παππού αντί πατέρα»!
Κάτι αδιόρατο, κάτι ανεξήγητο ένιωσε να φωλιάζει μέσα της
από εκείνη τη στιγμή, λες κι ένα φίδι είχε βαλθεί να στρογγυλοκαθίσει μες στην
ευτυχία της και να ροκανίζει λίγο λίγο τα ψίχουλα που της έστελνε η μοίρα. Γιατί περνούσαν οι βδομάδες, οι μήνες και το
σινιάλο απ΄το Θεό και τη γυναικεία φύση της δεν έλεγε νά΄ρθει. Κι άρχισε τότε
μια ενορχηστρωμένη επίθεση απ΄το σόι του Περικλή, με λόγια που τα΄ντυνε τάχα το
γνήσιο ενδιαφέρον τους και καταλήγανε βουτηγμένα στη χολή.
Η μάνα : « Δε λέω, νωρίς είναι ακόμα, μα καλύτερα να το
κοιτάξεις κι ο Θεός να δώσει να μην είσαι στέρφα»! Οι αδερφές: « Δεύτερη ατυχία
δε θα την αντέξει ο Περικλής. Χήρεψε που χήρεψε και δεν πρόλαβε να στήσει σπιτικό…
Μην το βρει τώρα κι από σένα»!
T’
άκουγε όλα σιωπηλή κι έστρεφε τη ματιά και την καρδιά της προς τον
Περικλή, γυρεύοντας να πιαστεί από΄να λόγο του, μια υποστήριξη. Μα εκείνος
παρέμενε ανέκφραστος λες και όλα αυτά κάποιον άλλον αφορούσαν κι όχι το σπιτικό του. ΄Εκανε ύστερα μεταβολή κι έφευγε, αφήνοντας τη μόνη , βορά
στις επιθέσεις της οικογένειάς του.
Στην αρχή γύρεψε, σαν μένανε οι δυο τους, να του παραπονεθεί. Γυναίκα του ήτανε, πώς το
μπορούσε ν΄αφήνει μάνα κι αδερφές να την προσβάλλουν μ ΄αυτό τον τρόπο; Την
πρώτη φορά θέλησε απλώς να τις δικαιολογήσει,
τη δεύτερη πήρε ξεκάθαρα το μέρος τους.
« Να μη σου κακοφαίνεται, Χριστίνα. ΄Εχουν κι αυτές τα δίκια
τους. Περνούν τα χρόνια, δεν είμαι δα και κανένα μωρό!»
΄Υστερα κλείστηκε στο γραφείο του, παραδόθηκε στη μέθη που
του δημιουργούσε το γράψιμό του και την άφησε πιο μόνη από ποτέ, να γλείφει σαν
τραυματισμένο ζώο τις πληγές της. Η μάνα της τής σύστησε υπομονή κι εξετάσεις στο γυναικολόγο
της. Κρυφά τον επισκέφθηκε και με φόβο μήπως εκείνος διαγνώσει κάποιο πρόβλημά
της. Μα ο γιατρός ήταν σαφής. Τίποτα το παθολογικό δεν υπήρχε, που να την
εμποδίζει να γίνει μητέρα. Προφανώς
επιδρούσαν αρνητικά ο ψυχολογικός
παράγοντας και η πίεση που δεχόταν από το στενό περιβάλλον του συζύγου της.
Στην πρώτη επέτειο του γάμου τους είπε ν΄ανοίξει το
σπιτικό τους, να καλέσει τις δυο οικογένειες , να πιουν όλοι μαζί ένα
κρασί, μπας κι έτσι ξόρκιζε και το κακό κι ένιωθε πια στα σπλάχνα της την
ευλογία. Κλείστηκε απ΄το πρωί στην κουζίνα, έβαλε όλα της τα δυνατά με τη
μαγειρική, ζορίστηκε και με τη ζαχαροπλαστική, μα στο τέλος χαμογέλασε με
ικανοποίηση. ΄Εστρωσε το τραπέζι με τα καλύτερα σερβίτσια , τοποθέτησε
λουλούδια, διακοσμητικά κεριά και μπήκε στο μπάνιο. Κόντευε να τελειώσει, σαν
άκουσε ομιλίες στο γραφείο. Θάρρεψε πως κάτι συνέβη στον Περικλή. Ντύθηκε
γρήγορα, πήγε μέχρι την κλειστή πόρτα, έκανε να την ανοίξει και τότε έμεινε με
το χέρι μετέωρο στο πόμολο. Μέσα η μάνα του με τσιριχτή φωνή απαιτούσε με τη
γνωστή σκληρή της γλώσσα.
«Λέξη δε θα πεις, τ΄ακούς; Που πήγες και γυρεύτηκες κρυφά
από μας στους γιατρούς! Και τι ξέρουν
αυτοί, ε; Το σόι μας ήταν πάντα καρπερό. Δε θα μας βγεις τώρα εσύ σκάρτος, επειδή
σου το λένε κάποιες εξετάσεις. Μυστικό θα το κρατήσεις κι ούτε κουβέντα στη
γυναίκα σου».
΄Εσπρωξε η Χριστίνα την πόρτα, γύρισαν κι οι δυο προς το
μέρος της. Πρώτη φορά που η μάνα του δεν την κοίταξε με βλέμμα φαρμακωμένο,
πρώτη φορά που ο Περικλής χαμήλωσε εμπρός της το κεφάλι . Για λίγο μια παγωμένη
σιωπή ταξίδεψε ανάμεσα στους χτύπους της καρδιάς τους. Χτυποκάρδι διαφορετικό
για τον καθένα. ΄Υστερα μίλησε εκείνος με φωνή που ερχόταν από μια άγνωστή της
χώρα, εκεί που ποτέ δεν την ταξίδεψαν τα λόγια και τα χάδια του.
«Είσαι πολύ νέα, Χριστίνα. Αν …αν αποφασίσεις να δώσεις ένα
τέλος σ΄αυτό το γάμο, εγώ θα το καταλάβω
και… Τέλος πάντων… συγχώρεσέ με και κάνε ό,τι καταλαβαίνεις».
Κρεμάστηκαν μάνα και γιος απ΄ την αντίδρασή της.
Και τη
γραβάτα που σου πήρα δώρο για την πρώτη μας επέτειο», είπαν τα χείλη της.
«Κι είμαι κοντά σου επειδή σ΄αγαπώ», ψιθύρισε
το βλέμμα της στις πιο μικρές χαραμάδες της καρδιάς του.
Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment