Της Eλένη Αρτεμίου Φωτιάδου
Έβαλε
ένα, ένα τα χαρτιά του στο μεγάλο λευκό ντοσιέ , τα φρόντισε με ευλάβεια
σχεδόν θρησκευτική. Πτυχίο Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών, μεταπτυχιακό στη
νεότερη Ιστορία, πιστοποίηση για άριστη γνώση της αγγλικής γλώσσας . Τα κοίταξε
όπως κοιτάει περήφανος στρατάρχης τα παράσημά του κι ετοιμάστηκε για τη δική
του μάχη. Το πουκάμισό του λίγο φθαρμένο μα αξιοπρεπές. Τα παπούτσια του
προπέρσινα, μα θα τον βγάζανε και σήμερα ασπροπρόσωπο. Τα΄χε αγοράσει στο
Μιλάνο τον καιρό που η ζωή του τα΄φερνε ακόμα βολικά. Είχε βρεθεί εκεί για ένα
συνέδριο της εταιρείας στην οποία δούλευε. Δυο μήνες μετά η εταιρεία κατάρρευσε και τα
όνειρά του βρέθηκαν άνεργα στο δρόμο , έκπληκτα μα αναγκασμένα να παλέψουν πια
για την επιβίωση.
Πουθενά δεν κατάφερε από τότε να στεριώσει.
Πόρτες κλειστές, ευκαιρίες που μοιάζαν με κουρελόχαρτα στον άνεμο . Όσο κι αν
έτρεξε από πίσω τους, ποτέ δεν κατάφερε να τις περιμαζέψει. Πάσκισε να τα
βγάλει πέρα με κάτι οικονομίες που΄χε στην άκρη. Στη μάνα του έκρυψε την
πραγματική του κατάσταση. Χήρα απ΄τα
σαράντα της,
είχε φτύσει αίμα να τον μεγαλώσει, να τον
σπουδάσει. Δε χρειαζόταν άλλη πίκρα.
Έκοψε τις εξόδους, τις παρέες και ρίχτηκε σ΄ένα δρόμο αντοχής , που δε
φαινόταν να καταλήγει σε κανένα τέρμα ανακούφισης. Τι γύρεψε; Να δουλέψει τίμια, να ζήσει
αξιοπρεπώς, μα κι αυτό πολύ φάνταζε σε μια κοινωνία που οι ελπίδες υποχωρούσαν
σαν ηττημένες στρατιές στον πόλεμο που επέβαλλε η ανάγκη. Νύχτες ατέλειωτες καθόταν μες στο σκοτάδι και
πάλευε με παρελθόν και μέλλον. Και τότε ερχόταν κι η μορφή της να χυθεί μέσα
στη μνήμη του . Η Κατερίνα δυο μέρες πριν το γάμο τους , στο μικρό αυτοκίνητο ,
αγκαλιασμένη με το Θωμά, τον καλύτερό του φίλο. Άπιστος Θωμάς εκείνος, άπιαστη
αγάπη η Κατερίνα . Κι η εικόνα τους γίνηκε χαρακιά μες στην ψυχή του κι ύστερα
γίνηκε σπαθί που του’ κοψε όλους τους δρόμους προς τον έρωτα και τη συμβίωση.
Ποιον και γιατί να εμπιστευτεί;
Δέκα χρόνια από τότε κι όμως οι αναμνήσεις
δεν έλεγαν να πάψουν το επισκεπτήριό τους. Περνούσαν πού και πού , ειδικά σε
στιγμές έντασης σαν την τωρινή, του χτυπούσαν τις ευαισθησίες, άνοιγε αυτός,
τις κέρναγε παράπονο και κάμποσα γιατί. Καμώνονταν εκείνες πως μαλάκωναν, υποχωρούσαν
για λίγο στη ρουτίνα και στην ένταση της βιοπάλης κι επανέρχονταν τις ώρες που πιο αδύναμος,
πιο ευάλωτος, μετρούσε μία, μία τις πληγές του.
Αναστέναξε, κοίταξε το ρολόι του. Πώς ξεχάστηκε έτσι πάλι μες στις θύμησες; Είχε μόνο τρία τέταρτα
μέχρι το σημαντικό εκείνο ραντεβού που λαχταρούσε να του ανοίξει πόρτες και να
του κλείσει τις πληγές. Έσφιξε τη γραβάτα του, έδεσε τα κορδόνια των παπουτσιών
του, έστρωσε λίγο το μαλλί, πήρε στα χέρια το πολύτιμο ντοσιέ κι έκλεισε πίσω
του την πόρτα όπως κλείνει κανείς μια ομπρέλα μετά την καταιγίδα.
Η κίνηση στους δρόμους ευτυχώς λιγοστή. Πήρε
το λεωφορείο, το αυτοκίνητό του το΄χε πουλήσει εδώ και κάτι μήνες. Στη μάνα του
είπε πως έψαχνε για κάτι καλύτερο που ποτέ δεν ερχόταν. Αλλά τώρα, αν έπαιρνε
τη δουλειά, όλα θα έφτιαχναν . Δε γίνεται να είναι τόσο γκρίζος ο κόσμος ,
σκέφτηκε και χαμογέλασε σ΄ένα παιδάκι που καθόταν δίπλα του κρατώντας ένα
τεράστιο αρκούδο.
Βρήκε τον ανελκυστήρα κατειλημμένο κι ενώ
είχε μόνο τρία λεπτά για να΄ναι ακριβής στο ραντεβού του. Δε δίστασε. Πήρε
βαθιά ανάσα κι ανέβηκε στον τέταρτο απ΄τις σκάλες. Mια μελαχρινή υπάλληλος τον κοίταξε με απορία,
αρπάχτηκε εκείνος απ΄το βλέμμα της και ζήτησε το γραφείο του κυρίου Διευθυντή. Του΄δειξε εκείνη μια βαριά, δρύινη πόρτα στο
βάθος του διαδρόμου κι απομακρύνθηκε χαρίζοντάς του ένα χαμόγελο , που δεν
άγγιξε ποτέ την αγωνία του.
Έφτιαξε τη γραβάτα του, κράτησε πιο σφιχτά το
ντοσιέ του και βάδισε ως το τέρμα του διαδρόμου. Η πόρτα μισάνοικτη άφηνε ήχους
και εικόνες να ξεχύνονται στους διαδρόμους. Είδε τη σιλουέτα της στραμμένη προς
το μεγάλο παράθυρο καθώς μιλούσε στο τηλέφωνο. Θα μπορούσε αυτή την εικόνα να
την αναγνωρίσει ανάμεσα σε χιλιάδες άλλες, έτσι καθώς είχε καρφωθεί μέσα σε
κάθε του συνέχεια. Mιλούσε δυνατά, γελούσε, ήταν ευτυχισμένη, δυναμική, υπέροχη! Η Κατερίνα
εκεί, στο γραφείο του Διευθυντή… Μα πώς; Γιατί;
«Δε θα μπείτε;» αναρωτήθηκε η μελαχρινή
υπάλληλος .
«O... κύριος διευθυντής;», κατάφερε να ψελλίσει.
«O... κύριος διευθυντής;», κατάφερε να ψελλίσει.
«Απουσιάζει εκτάκτως στο εξωτερικό. Τον
αντικαθιστά η σύζυγός τoυ.»
Και τότε γύρισε εκείνη προς το μέρος του.
Μέσα απ΄το άνοιγμα της πόρτας, μέσα απ΄τη χαραμάδα της μνήμης του, είδε πρώτα
τα μάτια της να ανοίγουν διάπλατα, το χέρι της να κατεβάζει αργά το
ακουστικό. Δεν έκανε κανένα βήμα προς το
μέρος της.
«Ώστε, ούτε και με το Θωμά …» είπαν τα μάτια
του. «Καλύτερα ο κύριος διευθυντής με τα πολλά χρονάκια στην πλάτη και τα ακόμα
περισσότερα λεφτά στην τσέπη . Κι εγώ τόσα χρόνια, τόσα ανόητα χρόνια ,
αγαπούσα ένα ψέμα …».
Τα δικά της μάτια παρέμειναν σιωπηλά, ψυχρά.
« Κάτι χάνει κανείς, κάτι κερδίζει» ,
συνέχισαν τα μάτια του να φλυαρούν. «Σήμερα χάνω ακόμα μια ευκαιρία, κερδίζω
όμως την ηρεμία της καρδιάς μου».
«Δε θα μπείτε;», απόρησε η μελαχρινή
υπάλληλος.
Με το χέρι του έσπρωξε την πόρτα μέχρι που
εκείνη άνοιξε διάπλατα, αποκαλύπτοντας ολόκληρο το εσωτερικό του γραφείου του
κυρίου Διευθυντή.
Η πόρτα αυτή ήτανε πάντα κλειστή για μένα»,
είπε στη μελαχρινή υπάλληλο και βάδισε γοργά προς τις σκάλες.
΄Εξω ο ήλιος συνέχιζε να βάφει με πορφύρα όλα
τα γκρίζα όνειρα του κόσμου.
Eλένη Αρτεμίου Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment