Monday, May 14, 2012

Ξανθό όνειρο

Της Eλένη Αρτεμίου Φωτιάδου

Την κοίταζε καθώς διέσχιζε την αίθουσα του συνεδρίου. Ψηλή, επιβλητική, αέρινη. Τα μαλλιά της, ξανθά ερωτόλογα στον άνεμο, ήρθαν και χάιδεψαν τους πόθους του. Έκλεισε για δευτερόλεπτα τα μάτια. Ήθελε να βεβαιωθεί πως δεν ονειρευόταν. Πως δεν ήταν άλλο ένα παιχνίδι της φαντασίας του, σαν εκείνα που χρόνια τώρα παίδευαν τη μοναξιά του. Τ’ άνοιξε και πάλι με το φόβο μιας πιθανής διάψευσης μα εκείνη ήταν ακόμα εκεί, πιο όμορφη, πιο θελκτική, πιο κοντά του.

Πέρασε από δίπλα του αφήνοντας να πλανιέται στον αέρα η σαγήνη  του αρώματός της , προχώρησε , κοντοστάθηκε. Μέσα του ευχήθηκε να μην υπήρχε καμιά άδεια θέση στα  πίσω καθίσματα και η αιθέρια ύπαρξη να επέλεγε τελικά την αδειανή καρέκλα μπροστά του.  Μην τολμώντας να στρέψει έστω και στο ελάχιστο το κεφάλι του προς το μέρος της από φόβο μην προδοθεί απ΄τη λαχτάρα του, περίμενε κρατώντας την αναπνοή του σαν κολυμβητής που εξοικονομεί στο βυθό το οξυγόνο του. H καρδιά του διψούσε για ανάδυση.

Έσκυψε ο Άγιος των ευχών , αφουγκράστηκε την επιθυμία του και οδήγησε τα βήματα της ξανθιάς αύρας στη θέση ακριβώς μπροστά του. Κάθισε εκείνη σαν άνοιξη επάνω στα ξηρά κλαδιά και σκόρπισε άνθη και χλωρά φύλλα μέσα στη γύμνια ενός ακόμα φλύαρου, ανιαρού συνεδρίου. Τα μαλλιά της , μακριά ίσαμε τη μέση της, πέσανε με χάρη πίσω απ΄τη ράχη της καρέκλας. Λίγο ν΄άπλωνε το χέρι θα μπορούσε να αγγίξει το μετάξι τους. Επιστράτευσε όλη του την αυτοκυριαρχία για να μην το κάνει και βάλθηκε απλώς να τα παρατηρεί, καθώς ο αδιάφορος ομιλητής στο βάθρο ασχολείτο με τις οικονομικές προεκτάσεις της χρηματιστηριακής ανάκαμψης της περασμένης δεκαετίας. Πλήξη! Μόνο ένα ουράνιο τόξο κρατούσε τα μάτια του ανοικτά, ίσια μπροστά, τόξο που ξεκινούσε απ΄τη θωριά της κι έφτανε ίσαμε τα πενήντα   μοναξιασμένα  του όνειρα.  Τόξο που βγήκε μετά τη βροχή της ζωής του ολάκερης.

Την άλλη βδομάδα είχε γενέθλια. Μισός αιώνας σκαρφάλωνε στην πλάτη του, κουρασμένος, λαχανιασμένος απ΄τις πολλές υποχρεώσεις που επωμίστηκε.  Δυο αδερφές ανύπαντρες του είχαν αφήσει οι γονείς του σαν σκοτώθηκαν σ΄εκείνο το φοβερό τροχαίο ατύχημα ανήμερα της Ανάστασης που  τον ξαναγύρισε στο Γολγοθά. Δεκάξι ήταν τότε η Ανθούλα, στα είκοσι η Μαρίνα. Κι εκείνος, στα είκοσι πέντε , μόλις είχε τελειώσει τις σπουδές του στα Οικονομικά. Στάθηκε τυχερός, βρήκε εύκολα δουλειά, δύσκολα πια την ευκαιρία να κοιτάξει τον εαυτό του. Προτεραιότητα είχαν οι αδερφές. Να παντρευτούν, να αποκατασταθούν, να ησυχάσει και η ψυχή των πεθαμένων, μα πιότερο να καταλαγιάσει η δική του έγνοια για την τύχη τους.
 
Ο ομιλητής στο βήμα ξερόβηξε, ήπιε λίγο νερό. Το ξανθό όνειρο μπροστά του μετακινήθηκε για λίγο. Φοβήθηκε μη σηκωνόταν και την έχανε μα εκείνη βολεύτηκε ξανά αφήνοντας μια τούφα απ΄τα μαλλιά της να τυλίξει τις αναμνήσεις του. Έμοιαζαν τόσο με τα μαλλιά της Ειρήνης, λίγο πιο ανοικτόχρωμα ίσως, μα το ίδιο απαλά, το ίδιο ελκυστικά. Μες στο βουητό της αίθουσας και  τους ψιθύρους των βαριεστημένων συνέδρων άκουσε ξανά το γάργαρο γέλιο της καθώς την έσφιγγε στην αγκαλιά του… Θα΄τανε τότε στα τριάντα πέντε εκείνος, στα είκοσι οχτώ εκείνη , έκανε όνειρα για ένα μέλλον μαζί του, έκανε το λάθος να της ζητήσει να τον περιμένει λίγο ακόμα μέχρι να ξεπληρώσει ένα χρέος του γαμπρού του, όλα τα’ χε χάσει , χρωστούσε σε κάτι τοκογλύφους, στο δρόμο θ’ άφηνε  την αδερφή του και τα δυο ανίψια του. Η Ειρήνη τον κοίταξε με τα μεγάλα μάτια της κι έφυγε απ΄τη ζωή του όπως φεύγει ο ήλιος απ΄τη μέρα.

Της έμοιαζε τόσο εκείνη η οπτασία που καθότανε μπροστά του και αναμόχλευε τις αναμνήσεις του. Κι ερχότανε η μυρωδιά απ΄τα μαλλιά της να ξυπνήσει μέσα του έναν έρωτα απ΄τη χειμερία νάρκη του. Τόσα χρόνια … τόσα χαμένα χρόνια… Ξαφνικά, σε μια τρελή παρόρμηση , λες και τον έσπρωχνε άνεμος απ΄τα βουνά του ανεξέλεγκτου, έσκυψε κι ακούμπησε τα χείλη του επάνω στο χρυσάφι που προκαλούσε τις αισθήσεις του. « Ειρήνη», ψιθύρισε …  « Ειρήνη, γιατί  δε με περίμενες;».

Aναστατώθηκε  η  άνοιξη εμπρός του. Και γίνηκε ανταριασμένος χειμώνας, που σήκωσε  ανεμοβρόχι μες στην αίθουσα του συνεδρίου. Όρθια, με μάτια φλόγες που’ καψαν τις μνήμες απ΄το χαμένο έρωτά του, απαίτησε με σιγανή  αλλά επιτακτική φωνή εξηγήσεις για την κίνησή του. Τα΄χασε εκείνος μπρος στην οργή αλλά και μπρος στα μάτια της. Έψαξε μες στα υπολείμματα μιας πνευματικής διαύγειας να βρει τις κατάλληλες λέξεις που θα περιέσωζαν τη γονατισμένη του αξιοπρέπεια. Μα ποιες λέξεις μπορούσαν να ζωγραφίσουν την γκρίζα βροχή που΄σταζε στη σκεβρωμένη του ζωή;

Την κοίταξε γι΄άλλη μια φορά κι επέμεινε στην τρέλα που του χάριζε μικρές λιακάδες ευτυχίας. «Σ΄αγαπώ, Ειρήνη», είπε στο ξανθό όνειρο κι ένιωσε τον κεραυνό απ΄το οργισμένο χέρι της  πάνω στο μάγουλό του. 

Πάγωσε η αίθουσα, ο ομιλητής  σώπασε, κοίταξε για λίγο αμήχανα το ακροατήριό του, εκείνη τίναξε τα ξανθά μαλλιά της και περπάτησε με βιάση,  θέλοντας  να απομακρυνθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα απ΄την απρόσμενη ετούτη επίθεση του παράλογου. Πίσω της ένα παράξενο χαμόγελο  έκοβε βόλτες σαν λειψό  φεγγάρι μέσα στη νύχτα μιας ζωής.
Eλένη Αρτεμίου Φωτιάδου

No comments: