Καταχείμωνο. Η Θεσσαλονίκη χιονισμένη. Ο ουρανός της πόλης δεν θύμιζε τίποτα από το σύνηθες υπέροχο γαλανό του. Κατάμαυρος. Τα σύννεφα βαριά και αγριεμένα. Προκαλούσαν δέος. Η φύση προϊδέαζε για τα φοβερό μαντάτο. Το μαύρο μεταφερόταν και σε ολάκερη την πόλη. Την πλάκωνε. Όπως πλακώνει την ψυχή του ανθρώπου ο θάνατος. Ο άνεμος θυελλώδης, παρέσυρε ό,τι έβρισκε στο πέρασμά του. Προμήνυε κι αυτός την θύελλα που θα ακολουθούσε.
Το τσουχτερό κρύο και η διαφαινόμενη θύελλα, ώθησαν τους ανθρώπους να μπουν στα σπίτια τους. Ή να γεμίσουν τις καφετερίες στον παραλιακό δρόμο της πόλης. Οι δρόμοι της μακεδονικής πρωτεύουσας ήταν αδειανοί. Υπήρχαν, ωστόσο, πολλά σημάδια έντονης κινητικότητας τις προηγούμενες μέρες. Σημάδια μεγάλης συνάθροισης κόσμου. Φαινόταν από τις ξεχασμένες ομπρέλες σε αρκετά σημεία. Από τα σκουπίδια, που αφέθηκαν όπου έβρισκαν και δεν είχαν προλάβει να μαζέψουν οι οδοκαθαριστές. Κυρίως, όμως, έβγαζαν μάτι οι πολλές μικρές σημαιούλες. Αφημένες σε κάθε γωνιά, σε κάθε δρομάκι. Εξόφθαλμη ένδειξη ότι είχε προηγηθεί κάποια μαζική εκδήλωση. Με έντονο εθνικό χρώμα και χαρακτήρα.
Ξαφνικά, καθώς περπατούσα στον χιονισμένο δρόμο, ένα φοβερό βουητό με ανάγκασε να μείνω στήλη άλατος. Νόμισα πως ήταν μια ακαριαία αύξηση της ταχύτητας του ανέμου, που θα τον μετέτρεπε σε τυφώνα. Ωστόσο, ήταν κάτι άλλο. Το εκκωφαντικό βουητό το δημιουργούσε η ταυτόχρονη κραυγή χιλιάδων ανθρώπων. Αυτών, που είχαν μπει για να προφυλαχτούν από την θύελλα, σε σπίτια και καφετερίες. Πλησίασα στην πλησιέστερη καφετερία.
Μετά από το διαπεραστικό «ααααααααααα», πλέον είχαν αρχίσει να συζητάνε. «Οι αθεόφοβοι το ψήφισαν», μονολογούσε ο ένας. «Ξεφτίλες πολιτικοί, δεν ντρέπεστε», έλεγε ο άλλος. «Θα σας κάψει ο Θεός», πρόσθετε μια ηλικιωμένη κυρία. «153 νάνοι αγνόησαν τον λαό. Μας έγραψαν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους. Δεν μας ρώτησαν και έκαναν ό,τι τους πρόσταξαν οι ξένοι εμπόροι», έλεγε με οργή ένας άλλος.
Όταν κατάλαβα τη σοβαρότητα του θέματος, ανέβασα τον γιακά του παλτού μου και προχώρησα. Την ίδια στιγμή, που το διαπεραστικό βουητό των οργισμένων ανθρώπων έσχιζε την ατμόσφαιρα, ένας εκκωφαντικός κεραυνός το συνόδευε. Όπως τα κρουστά όργανα συνοδεύουν τα έγχορδα σε μια συμφωνική ορχήστρα. Η φύση μοιραζόταν την οργή και την μήνιν των ανθρώπων.
Ακολουθώντας τον παραλιακό δρόμο, έφτασα στον Λευκό Πύργο. Κάθε άλλο παρά λευκός ήταν βεβαίως. Το κατάμαυρο από τα οργισμένα σύννεφα αντανακλούσαν πάνω του. Λες και τον είχαν βάψει μαύρο, προετοιμάζοντας τον για κηδεία. Έξω από τον πύργο, είδα δύο ανθρώπους. Έναν ηλικιωμένο γενειοφόρο. Κι έναν σφριγηλό νέο. Εμφανώς οργισμένος ο νέος και εξόφθαλμα απογοητευμένος ο ηλικιωμένος. Ο νέος στριφογύριζε και μιλούσε για ντροπή. Κτυπούσε το χέρι στον τοίχο του πύργου και κραύγαζε: «Πώς τόλμησαν; Είναι δυνατόν να ξεγράφουν με τέτοιο ξεδιάντροπο τρόπο την Μακεδονία και το αίμα που χύθηκε γι’ αυτήν;».
Ο ηλικιωμένος ήταν πιο ψύχραιμος. Ασυγκρίτως, πιο απογοητευμένος όμως. Συνήθως, έτσι γίνεται. Οι νέοι οργίζονται. Οι ηλικιωμένοι αναλύουν τα αιτιατά της οργής και μετατρέπουν τον θυμό σε απογοήτευση. Ο ηλικιωμένος προσπάθησε να συγκρατήσει την οργή του νέου. «Ψύχραιμα. Δεν είναι ώρα για να επικρατήσει εθνικός διχασμός», του είπε. «Μα δεν κατανοούν τους κινδύνους; Δέχονται με τέτοιο εξευτελιστικό τρόπο μια συμφωνία, που επιτρέπει σε μια κατά φαντασία εθνική οντότητα να διατηρεί ιθαγένεια και γλώσσα μακεδονική;», φώναξε ξανά ο νέος. «Υποτίθεται ότι με την συμφωνία αυτή θα διαγράψουν τα στοιχεία του αλυτρωτισμού, που τους διέκριναν. Πώς, όμως, ενώ συμφώνησαν στην ονομασία «Βόρεια Μακεδονία» θα αναγράφεται ιθαγένεια μακεδονική –όχι βορειομακεδονική- και γλώσσα μακεδονική –όχι βορειομακεδονική- είναι για να απορεί ο καθένας», πρόσθεσε ο ηλικιωμένος.
Έχοντας πλησιάσει αρκετά, τόλμησα να τους ρωτήσω: «Γιατί θεωρείτε επικίνδυνο αυτό το πράγμα;». «Γιατί Μακεδονία μια υπάρχει και είναι ελληνική», μου απάντησε με ακράτητο θυμό ο νέος. «Δάσκαλε μου, εξήγα του», είπε στον ηλικιωμένο. Όντως, μου εξήγησε. «Διότι με αυτήν την συμφωνία ανοίγεται ένα πολύ επικίνδυνο παράθυρο, κύριε. Ο υπόλοιπος κόσμος σύντομα θα διαγράψει τον όρο «Βόρεια» και θα κρατήσει την Μακεδονία. Το χειρότερο, όμως, είναι ότι έχοντας πλέον με την υπογραφή των Ελλήνων σφραγιστεί ότι έχουν ιθαγένεια και γλώσσα μακεδονική, στο μέλλον το παράθυρο αυτό μπορεί να αποδεικτεί άκρως επικίνδυνο».
«Γιατί», επέμεινα. «Διότι ουδείς γνωρίζει ποιες συνθήκες θα υπάρχουν στην περιοχή. Ποιοι θα είναι οι ισχυροί. Τι βλέψεις θα έχουν. Πώς μπορεί να χρησιμοποιήσουν το κράτος αυτό με τη νέα ονομασία. Ούτε και ποιοι θα είναι οι ηγέτες και πόσο επικίνδυνοι μπορεί να είναι. Όταν αφήνεις ανοικτά παράθυρα, όποιος χαρακτηρίζεται από αλυτρωτικές τάσεις, μπορεί να το εκμεταλλευτεί. Η ιστορία έχει αποδείξει πλειστάκις στο παρελθόν ότι από τέτοια παράθυρα γεννιούνται συγκρούσεις έως και πόλεμοι. Επομένως, οι ηγέτες οφείλουν να τα κλείνουν για να διασφαλίζουν τα εθνικά συμφέροντα για όλες τις επόμενες γενιές», μου εξήγησε.
«Υπάρχει και κάτι ακόμη», συνέχισε. «Είναι δυνατόν, στην χώρα που γέννησε την δημοκρατία, να αποφασίζουν για ένα τόσο σοβαρό εθνικό θέμα μια χούφτα πολιτικοί; Και να μην ζητούν από τον λαό να πάρει θέση; Αυτό είναι εγκληματικό». «Αν ζούσαν ο Σόλωνας και ο Κλεισθένης, θα είχαν αυτοκτονήσει», εξερράγη και πάλι ο νέος.
Είχα καταλάβει πώς αντιμετώπιζαν το πρόβλημα. Τους ευχαρίστησα. Τους είπα ότι είμαι Κύπριος και τους ρώτησα: «Πώς σας λένε;». Ο ηλικιωμένος απάντησε ευγενικά: «Αριστοτέλης». Ο νέος περιορίστηκε να μου πει: «Προσέχετε στο νησί της Αφροδίτης, μετά την «Βόρεια Μακεδονία», μην βρείτε μπροστά σας και την «Βόρεια Κύπρο»…». Και έφυγε με γοργό βήμα.
Γύρισα κι εγώ και προχώρησα. Λίγα μέτρα πιο κάτω, όμως, σταμάτησα. Στο γνωστό άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Έμεινα άναυδος. Ήταν μόνο το άλογο στο άγαλμα. Ο Μ. Αλέξανδρος είχε φύγει…
Γιώργος Καλλινίκου
No comments:
Post a Comment