Το φεγγάρι του Γενάρη λάμπει, λένε, σαν μαργαριτάρι. Αν , βέβαια, δεν το καλύπτουνε τα σύννεφα. Κι αν δεν το σκεπάζουνε σκέψεις θολές, ομιχλώδεις. Κι όταν βγήκε έξω εκείνη τη νύχτα , μόνο μαργαριτάρια δεν είδε στον ουρανό. Αντίθετα, έπιασε μέσα στον θόλο του ουρανού μια απειλή σκοτεινή, μια μορφή που είχε τα μάτια, τα χείλη, την όψη του ολέθρου της.
Καμιά πρωτοτυπία στην περίπτωσή του. Μια γυναίκα ήταν η καταστροφή του. ΄Ενα άπιαστο όνειρο, που του έριξε δίκτυα, του έριξε πάθος ,αλλά του ξέφυγε σαν χέλι και τράβηξε για άλλες διαδρομές. Κι αυτά που κορόιδευε στους φίλους του, έρωτες, πάθη, όρκους κι αγάπες , τα λούστηκε όλα μέσα σε ένα μήνα κι έτσι βρεγμένος ως το μεδούλι της ψυχής, έψαχνε τώρα μια φωτιά παρηγοριά να τον στεγνώσει.
Χώθηκε σε ένα μπαράκι, κάθισε στον πάγκο, παράγγειλε ένα κρασί να ζεσταθεί. Βάλθηκε ύστερα να μετρήσει γουλιά γουλιά όλες τις στιγμές που γίνανε χάντρα χάντρα το κομπολόι της καταστροφής του.
Πρώτα έχασε το μυαλό του. ΄Υστερα τον έλεγχο και τελευταία την καρδιά του. Και δεν ήτανε ότι συνάντησε την αιθέρια ύπαρξη, το ουρί του παραδείσου, το ανεπανάληπτο εκείνο θηλυκό που γίνεται βωμός να θυσιάσει επάνω του ένας άντρας με αυταπάρνηση τον εγωισμό του. Ποτέ δεν μπόρεσε να προσδιορίσει τι ακριβώς τον κράτησε κοντά της. ΄Ισως το ότι της έδωσε τα πάντα και του το ανταπέδωσε με ψίχουλα. ΄Ισως πάλι το ότι τηρούσε απέναντί του μια στάση αδιάφορη, λες και το φλερτ του ήτανε για κάποια άλλη και η ίδια μπορούσε να το παρατηρεί απαθής.
Ίσως , όμως, να ήταν και αυτή η υπόσχεση, που κρεμότανε σαν αγίνωτος ακόμα καρπός στις ίριδες των ματιών της και πότε έφερνε εμπρός του ένα ροδόκηπο γεμάτο μυρωδιές του έρωτα , πότε μια κόλαση γεμάτη με τα γινάτια, τη σκληράδα, τις εκρήξεις της. Με μια τέτοια μυστηριώδη σαγήνη τον έδεσε σφικτά μες στη ζωή της και πότε τον έσερνε, πότε τον σήκωνε ψηλά, πότε απλώς τον κρατούσε πλάι της, σαν πειθήνιο όργανό της.
Κι αυτός ήταν στιγμές που σώπαινε , στιγμές που απλώς ακολουθούσε , προσμένοντας την ώρα εκείνη της ολοκληρωτικής παράδοσής της. Δεν ήταν πια σίγουρος αν το περίμενε ή αν το επεδίωκε από αγάπη , πάθος ή έστω από ένα πληγωμένο αντρισμό, που έψαχνε για μια μικρή δικαίωση.
Τα γεγονότα, όμως, είναι αυτά που προλαβαίνουν τις σκέψεις και τις προθέσεις. Κι όταν μπήκε εκείνο το δείλι στο γραφείο της , έτοιμος να προτείνει ένα καφέ μετά τη δουλειά, τη βρήκε με την πλάτη στραμμένη στην πόρτα, να μιλάει στο κινητό της σε τόνους ειρωνικούς, σαρκαστικούς. Του πήρε κάποια δευτερόλεπτα να βεβαιωθεί πως για εκείνον μιλούσε στον άγνωστο φίλο, εκείνον εξευτέλιζε, εκείνον τον μέτριο, τον μη έχοντα το γνώθι σαυτόν, που επέμενε να κυνηγάει τ΄αστέρια, ενώ δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα πόδια του από τη γη. Μιλούσε ακατάπαυστα ,γελούσε δυνατά και όλο τσαλαπατούσε την ύπαρξη και την υπόστασή του.
Κι ήρθε τότε ένα κύμα εξαγνισμού να τον ξεπλύνει. Κι ήτανε λες κι ανέβλεψε σαν τυφλός Καινής Διαθήκης που συναντά τον Σωτήρα του. Άνοιξε διάπλατα με θόρυβο την πόρτα, την βρόντηξε στον τοίχο, έστρεψε εκείνη αιφνιδιασμένη το βλέμμα διακόπτοντας την τηλεφωνική συνδιάλεξή της. Κοιτάχτηκαν μονάχα για δυο στιγμές.
Κι αυτός ήταν στιγμές που σώπαινε , στιγμές που απλώς ακολουθούσε , προσμένοντας την ώρα εκείνη της ολοκληρωτικής παράδοσής της. Δεν ήταν πια σίγουρος αν το περίμενε ή αν το επεδίωκε από αγάπη , πάθος ή έστω από ένα πληγωμένο αντρισμό, που έψαχνε για μια μικρή δικαίωση.
Τα γεγονότα, όμως, είναι αυτά που προλαβαίνουν τις σκέψεις και τις προθέσεις. Κι όταν μπήκε εκείνο το δείλι στο γραφείο της , έτοιμος να προτείνει ένα καφέ μετά τη δουλειά, τη βρήκε με την πλάτη στραμμένη στην πόρτα, να μιλάει στο κινητό της σε τόνους ειρωνικούς, σαρκαστικούς. Του πήρε κάποια δευτερόλεπτα να βεβαιωθεί πως για εκείνον μιλούσε στον άγνωστο φίλο, εκείνον εξευτέλιζε, εκείνον τον μέτριο, τον μη έχοντα το γνώθι σαυτόν, που επέμενε να κυνηγάει τ΄αστέρια, ενώ δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα πόδια του από τη γη. Μιλούσε ακατάπαυστα ,γελούσε δυνατά και όλο τσαλαπατούσε την ύπαρξη και την υπόστασή του.
Κι ήρθε τότε ένα κύμα εξαγνισμού να τον ξεπλύνει. Κι ήτανε λες κι ανέβλεψε σαν τυφλός Καινής Διαθήκης που συναντά τον Σωτήρα του. Άνοιξε διάπλατα με θόρυβο την πόρτα, την βρόντηξε στον τοίχο, έστρεψε εκείνη αιφνιδιασμένη το βλέμμα διακόπτοντας την τηλεφωνική συνδιάλεξή της. Κοιτάχτηκαν μονάχα για δυο στιγμές.
Τόσο όσο για να πει εκείνος το Αντίο του. Τόσο όσο για να κρύψει εκείνη τη ραγισμένη αυτοπεποίθησή της. Ύστερα η πόρτα έκλεισε αθόρυβα , όπως αθόρυβα κλείνουν όλα τα τραύματα, που αποκτούν ξαφνικά μια μικρή έστω αξιοπρέπεια. Έξω το φεγγάρι έπαιρνε σιγά σιγά το σχήμα ενός μαργαριταριού…
Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου
Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment