Η Αικατερίνη Τεμπέλη γεννήθηκε στη Σάμο, αλλά έζησε μερικά απ' τα πιο ενδιαφέροντα χρόνια της ζωής της στη Θεσσαλονίκη και στο Ηράκλειο, όπου σπούδασε αντίστοιχα Ψυχολογία και Κοινωνική Εργασία. Εργάστηκε για πάνω από μια δεκαετία στο ραδιόφωνο (Ράδιο Κρήτη 9,84, Studio 19, ΕΡΑ Ηρακλείου, 102, ΕΡΤ 3 κ.ά.) ως παραγωγός και παρουσιάστρια ραδιοφωνικών εκπομπών, καθώς και σε γνωστά περιοδικά κι εφημερίδες ως δημοσιογράφος.
Σήμερα ζει στην Αθήνα κι ασχολείται μεταξύ άλλων με την Ιστορία, το Θέατρο και τις Νέες Τεχνολογίες. Γράφει τις νύχτες και ταξιδεύει συχνά στις ζωές των άλλων. Έχει γράψει τα βιβλία «Βενετσιάνικο Χρυσάφι» (Απρίλιος 2007) και «Η σκόνη των άστρων» που εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 2010.
Όπως σχεδόν κάθε πνευματικός άνθρωπος, η Αικατερίνη Τεμπέλη πασχίζει, να περάσει τη δική της αντίληψη για τις αρχές και τις αξίες, της ζωής που κουβαλά μέσα της. Με κεντρικό άξονα πάντοτε του ενδιαφέροντος της τον άνθρωπο, χαράζει τις ανάλογες ρότες μέσα από τα γραπτά της κείμενα και τα βιβλία της.
Η Αικατερίνη Τεμπέλη είναι ένα δραστήριο άτομο με θέληση και πείσμα που υπηρετεί το γραπτό λόγο ακατάπαυστα. Με την απαραίτητη καλλιέργεια και παιδεία, γεμάτη ευαισθησίες για τη ζωή και τον άνθρωπο καταγράφει τους προβληματισμούς της μέσα από τα ωραία της διηγήματα.
Με τα κοινωνικά αντανακλαστικά που διαθέτει και τον γραπτό λόγο που ξέρει, να χειρίζεται τόσο καλά, προσπαθεί με τις ιστορίες της, να στείλει τα δικά μηνύματά στους αναγνώστες της. Οι ιδέες και τα πιστεύω της για τη ζωή και τον άνθρωπο κυριαρχούν στη σκέψη της και στα κείμενα της, που τόσο ευρηματικά προσπαθεί, να τα αναδείξει μέσα από αλληγορίες, σκέψεις, διαλόγους και μονολόγους.
Ο πλούσιος εσωτερικός της κόσμος φορτίζεται κάθε φορά, που στην ιστορία της, αναφέρεται σε ανθρώπινες σχέσεις και συναισθήματα. Γι’ αυτό και εκφράζεται με ένα ιδιαίτερο τρόπο, όπου οι σκέψεις της αναβλύζουν μέσα από τα εσώψυχά της. Έτσι, η πλοκή των ιστοριών της προκαλεί το ανάλογο ενδιαφέρον. Χαμηλών τόνων, όπως ταιριάζει σε μια πεπαιδευμένη προσωπικότητα, ταλαντούχα και χαρισματική, γράφει άνετα και περιγράφει με ιδιαίτερο στυλ τις όμορφες ιστορίες της. Πλάθει και εξιστορεί τα δρώμενα μέσα από την καθημερινότητα της ζωής και τις εκφάνσεις της, αναμειγνύοντας πάντα τη λεπτή διαχωριστική γραμμή του είναι με τα πρέπει.
Κυρίαρχο στοιχείο των ιστοριών της είναι η ίδια η ζωή, η ανθρώπινη συμπεριφορά, τα συναισθήματα και τα αισθήματα μέσα από τα συνεχή δρώμενα, το ασταμάτητο ρολόι του χρόνου και του κύκλου της ζωής από την αφετηρία στο τέρμα. Από την αρχή στο τέλος. Χαρακτηριστικό το πρώτο διήγημά της για τη ζωή και το θάνατο. Καταφέρνει με ένα ιδιαίτερο τρόπο να αναμιγνύει την απλοϊκότητα, της καθημερινότητας με την πολυπλοκότητα της ωμής πραγματικότητας, όπου το παρόν διαδέχεται το παρελθόν, σ’ ένα αέναο ταξίδι, του καλού με του κακού.
Έτσι, οι ιστοριούλες της με την απλότητα που περιγράφονται και την αμεσότητα που παρουσιάζονται, καταφέρνουν να προκαλούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Μέσα από τις αφηγήσεις της, η συγγραφέας φαίνεται να μοιράζεται τις στιγμές και να συμπάσχει με ένα τρόπο ιδιαίτερα λεπτό και ελκυστικό.
Με φαντασία, απλώνει τις σκέψεις της νηφάλια, χωρίς περιττές ωραιοποιήσεις και λεκτικές ακρότητες, χρησιμοποιώντας την καθομιλουμένη χωρίς λεξοπλασίες για εντυπωσιασμό. Όπως δηλώνει η ίδια: «Οι λόγοι που με οδήγησαν στο να γράφω είναι πολλοί. Γράφω για να κρατάω ζωντανούς τους νεκρούς μου, γράφω για ν’ αφήσω κάτι πίσω μου, γράφω μήπως και βοηθήσω κι εγώ με τις μικρές μου δυνατότητες κάτι ν’ αλλάξει σ’ αυτό τον κόσμο… Γράφω για πολλούς λόγους και τελικά για πολλούς ανθρώπους. Παρόντες και απόντες…».
Το βιβλίο της Αικατερίνης Τεμπέλη «Το ποτάμι στον καθρέφτη» περιέχει δέκα αυτοτελείς ιστορίες. Ξεχωρίζω μια μικρή παράγραφο από την πρώτη ιστορία του βιβλίου της: «Το σημαντικό, μωρό μου, είναι η τιμιότητα της πρόθεσης κι όχι το αν θα την εκτιμήσει ένας άντρας που δεν γνωρίζω, που δεν θα ξαναδώ και που ενδεχομένως το ‘χει επάγγελμα να ζητάει. Δεν είν’ αυτό που μ’ ενδιαφέρει. Εγώ με τις προθέσεις μου θέλω, να ‘μαι εντάξει. Και με τις τίμιες και με τις άτιμες.» και συνεχίζει στην επόμενη σελίδα: «Μπήκαμε σε σήραγγα. Για λίγο. Ή μήπως όχι; Βουτιές κι αναδύσεις στα σπλάγχνα της πόλης, στις σκοτεινές αρτηρίες της, στον αφιλόξενο μαύρο ορίζοντα. Τι εφιαλτικό λούνα παρκ η ζωή ώρες-ώρες. Το κεφάλι σου έπεσε στο πάτωμα. Το κορμί σου έδειχνε τόσο άκαμπτο που τρόμαξα. Ήθελα να ουρλιάξω. Κόλλησα την πλάτη μου στο κάθισμα, να γίνω ένα μαζί του. Να σωθώ. Ο τύπος απ’ το βάθος με κρυφοκοίταζε πάλι. Τον έβλεπα κι εγώ απ΄ το τζάμι. Το τζάμι-καθρέφτη που έδειχνε έξω αλλά ταυτόχρονα και μέσα. Και είπα: Αμάν! Εγώ σε ποια εικόνα είμαι αληθινά; Σε ποια εικόνα;».
Γράφει στη Δεύτερη ιστορία της: «Αν κάτι έχω ζηλέψει στη ζωή μου, αυτό είναι τα’ άσπρα σεντόνια. Τα κολλαρισμένα άσπρα σεντόνια των ξενοδοχείων, που κοιμούνται πάνω τους τόσοι άνθρωποι, κλαίνε, γελάνε, κάνουν έρωτα, διαβάζουν, πεθαίνουν, κι όμως όταν πας εσύ, ο νέος πελάτης, σε υποδέχονται άσπιλα. Κουβαλούν κάτι απ΄τη σιωπή που σεργιανάει σ’ όλα τα ξενοδοχεία γ’ θέσης, κάτι απ’ τους γέρους κυρίους που σε κοιτούν υποψιασμένοι στη ρεσεψιόν, κάτι απ’ τα παλιωμένα έπιπλα με το γδαρμένο τόπους τόπους ξύλο…». Και συνεχίζει: «Ζηλεύω που δεν είμαι ένα άσπρο σεντόνι ξενοδοχείου. Ζηλεύω που δεν μπορώ να ξεγράψω, τόσο εύκολα όπως αυτά, τους ανθρώπους που κοιμούνται στην αγκαλιά μου, τους ανθρώπους που με τσαλακώνουν, αλλά κι αυτούς που με χαϊδεύουν στοργικά κι ακουμπούν πάνω μου ξέγνοιαστα.».
Στην ιστορία της με τίτλο «Το ποτάμι στον καθρέφτη» ξεχωρίζω: «Συχνά η αλήθεια κυλιέται στο σκοτάδι. Αλλά εγώ παλεύω για το ψέμα. Θέλω να σου στολίσω ένα όμορφο ψέμα και να σ’ το προσφέρω σαν χριστουγεννιάτικο δώρο. Γιατί καταλαβαίνω καλά πια πως ο έρωτας είν’ ένα πουκάμισο που χρόνια τώρα προβάρω σε ανόμοια κορμιά. Ούτε στο δικό σου ταίριαζε. Υπέκυψες στην ιδέα του πιο εύκολα απ΄ ό,τι στον ίδιο τον έρωτα. Υπάρχει λόγος για να πληρώσεις τα τριάντα αργύρια της προδοσίας. Όταν ο κουρνιαχτός θα κατακαθίσει, το πιο μικρό ελάφι θα θυσιαστεί. Για να επισφραγιστεί η υποταγή της σάρκας. Είναι η μόνη που φέρνουμε βόλτα. Με την απαίτηση του μυαλού, όμως, τι θα γίνει;». Στη συνέχεια: «Είχα πάντα σπόρους κακούς μέσα μου, το ‘ξερα δα, αλλά τους βοήθησες να στεριώνουν στα σωθικά μου με τις αρνήσεις σου».
Το ενδιαφέρον της για τα κοινά και τον συνάνθρωπο το εξέφρασε με τον καλύτερο τρόπο σε μια συνέντευξη που είχε δώσει και πει τα εξής χαρακτηριστικά: «Δεν διακατέχομαι από τέτοιες αγωνίες. Μ ενδιαφέρει μόνο να γίνομαι καλύτερη ως άνθρωπος και να ‘μαι χρήσιμη στους άλλους».
Καλοτάξιδο της εύχομαι από καρδιάς να είναι και το καινούργιο της βιβλίο, με πολλές άλλες επιτυχίες στη συνέχεια.
Φοίβος Νικολαΐδης Οπισθόφυλλο: Είναι κι αυτά τα τζάμια-καθρέφτες, που σου δείχνουν έξω αλλά ταυτόχρονα και μέσα και σε κάνουν ν’ αναρωτιέσαι σε ποια εικόνα ανήκεις τελικά. Σε ποια εικόνα; Μπλέκονται τα όνειρα με την πραγματικότητα, και τα ποτάμια που κυλούν σε παρελθόντες χρόνους σ’ αναγκάζουν να ψάξεις την αλήθεια μέσα σου. Κι ας σπανίζουν τα θαύματα, κι ας χάνουν οι άγγελοι μερικά φτερά στις συναλλαγές με τους απανταχού εκπεσόντες… Θα τον βρούμε τον δρόμο για τον Παράδεισο, κάνοντας τις μικρές απαραίτητες αλλαγές στα σχέδια της ζωής μας. Όλοι οι ρόλοι μας, άλλωστε, για μία και μόνη παράσταση: έρωτα και θανάτου. Κι αν χωρίς τύψεις μας τσαλακώνουν κάποιοι, μνησίκακα ματαιωμένοι, όσο μπορούμε να χορεύουμε κάτι αστόλιστες νύχτες τι να φοβηθούμε δηλαδή; Ένα μικρό απόσπασμα στο β΄ αυτάκι του βιβλίου:
«…Δεν είχε αγριέψει η θάλασσα με τον παλιόκαιρο. Σαν να ’ταν θάλασσα άλλου κόσμου, όχι του ίδιου με της βροχής. Ήσυχα συνέχιζε ν’ ακολουθεί τον αέναο ρυθμό της. Σκέφτηκε πως, αν τον έβλεπε κανείς, θα τον περνούσε γι’ άγαλμα έτσι ασάλευτος που ήταν. Ή για τρελό. Ναι, ναι, μάλλον για τρελό. Είναι και πιο εύκολο άλλωστε. Δεν μπορείς να εξηγήσεις τις πράξεις του άλλου; Λες: πάει αυτός, τρελάθηκε, και καθάρισες. Δεν κάθεσαι να ψάχνεις για προθέσεις και κουραφέξαλα. Κι είναι ασφαλής ο διαχωρισμός, γιατί εκείνος διαφέρει από σένα, απ’ το σύνολο. Όχι εσύ, εκείνος. Τον βάζεις λοιπόν απέναντι όμορφα όμορφα με την ταμπελίτσα του, σαν κουτί με πράγματα αχρείαστα, κι αλίμονό του αν αλλάξει θέση. Χάθηκε!».
Αικατερίνη Τεμπέλη
Όπως σχεδόν κάθε πνευματικός άνθρωπος, η Αικατερίνη Τεμπέλη πασχίζει, να περάσει τη δική της αντίληψη για τις αρχές και τις αξίες, της ζωής που κουβαλά μέσα της. Με κεντρικό άξονα πάντοτε του ενδιαφέροντος της τον άνθρωπο, χαράζει τις ανάλογες ρότες μέσα από τα γραπτά της κείμενα και τα βιβλία της.
Η Αικατερίνη Τεμπέλη είναι ένα δραστήριο άτομο με θέληση και πείσμα που υπηρετεί το γραπτό λόγο ακατάπαυστα. Με την απαραίτητη καλλιέργεια και παιδεία, γεμάτη ευαισθησίες για τη ζωή και τον άνθρωπο καταγράφει τους προβληματισμούς της μέσα από τα ωραία της διηγήματα.
Με τα κοινωνικά αντανακλαστικά που διαθέτει και τον γραπτό λόγο που ξέρει, να χειρίζεται τόσο καλά, προσπαθεί με τις ιστορίες της, να στείλει τα δικά μηνύματά στους αναγνώστες της. Οι ιδέες και τα πιστεύω της για τη ζωή και τον άνθρωπο κυριαρχούν στη σκέψη της και στα κείμενα της, που τόσο ευρηματικά προσπαθεί, να τα αναδείξει μέσα από αλληγορίες, σκέψεις, διαλόγους και μονολόγους.
Ο πλούσιος εσωτερικός της κόσμος φορτίζεται κάθε φορά, που στην ιστορία της, αναφέρεται σε ανθρώπινες σχέσεις και συναισθήματα. Γι’ αυτό και εκφράζεται με ένα ιδιαίτερο τρόπο, όπου οι σκέψεις της αναβλύζουν μέσα από τα εσώψυχά της. Έτσι, η πλοκή των ιστοριών της προκαλεί το ανάλογο ενδιαφέρον. Χαμηλών τόνων, όπως ταιριάζει σε μια πεπαιδευμένη προσωπικότητα, ταλαντούχα και χαρισματική, γράφει άνετα και περιγράφει με ιδιαίτερο στυλ τις όμορφες ιστορίες της. Πλάθει και εξιστορεί τα δρώμενα μέσα από την καθημερινότητα της ζωής και τις εκφάνσεις της, αναμειγνύοντας πάντα τη λεπτή διαχωριστική γραμμή του είναι με τα πρέπει.
Κυρίαρχο στοιχείο των ιστοριών της είναι η ίδια η ζωή, η ανθρώπινη συμπεριφορά, τα συναισθήματα και τα αισθήματα μέσα από τα συνεχή δρώμενα, το ασταμάτητο ρολόι του χρόνου και του κύκλου της ζωής από την αφετηρία στο τέρμα. Από την αρχή στο τέλος. Χαρακτηριστικό το πρώτο διήγημά της για τη ζωή και το θάνατο. Καταφέρνει με ένα ιδιαίτερο τρόπο να αναμιγνύει την απλοϊκότητα, της καθημερινότητας με την πολυπλοκότητα της ωμής πραγματικότητας, όπου το παρόν διαδέχεται το παρελθόν, σ’ ένα αέναο ταξίδι, του καλού με του κακού.
Έτσι, οι ιστοριούλες της με την απλότητα που περιγράφονται και την αμεσότητα που παρουσιάζονται, καταφέρνουν να προκαλούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Μέσα από τις αφηγήσεις της, η συγγραφέας φαίνεται να μοιράζεται τις στιγμές και να συμπάσχει με ένα τρόπο ιδιαίτερα λεπτό και ελκυστικό.
Με φαντασία, απλώνει τις σκέψεις της νηφάλια, χωρίς περιττές ωραιοποιήσεις και λεκτικές ακρότητες, χρησιμοποιώντας την καθομιλουμένη χωρίς λεξοπλασίες για εντυπωσιασμό. Όπως δηλώνει η ίδια: «Οι λόγοι που με οδήγησαν στο να γράφω είναι πολλοί. Γράφω για να κρατάω ζωντανούς τους νεκρούς μου, γράφω για ν’ αφήσω κάτι πίσω μου, γράφω μήπως και βοηθήσω κι εγώ με τις μικρές μου δυνατότητες κάτι ν’ αλλάξει σ’ αυτό τον κόσμο… Γράφω για πολλούς λόγους και τελικά για πολλούς ανθρώπους. Παρόντες και απόντες…».
Το βιβλίο της Αικατερίνης Τεμπέλη «Το ποτάμι στον καθρέφτη» περιέχει δέκα αυτοτελείς ιστορίες. Ξεχωρίζω μια μικρή παράγραφο από την πρώτη ιστορία του βιβλίου της: «Το σημαντικό, μωρό μου, είναι η τιμιότητα της πρόθεσης κι όχι το αν θα την εκτιμήσει ένας άντρας που δεν γνωρίζω, που δεν θα ξαναδώ και που ενδεχομένως το ‘χει επάγγελμα να ζητάει. Δεν είν’ αυτό που μ’ ενδιαφέρει. Εγώ με τις προθέσεις μου θέλω, να ‘μαι εντάξει. Και με τις τίμιες και με τις άτιμες.» και συνεχίζει στην επόμενη σελίδα: «Μπήκαμε σε σήραγγα. Για λίγο. Ή μήπως όχι; Βουτιές κι αναδύσεις στα σπλάγχνα της πόλης, στις σκοτεινές αρτηρίες της, στον αφιλόξενο μαύρο ορίζοντα. Τι εφιαλτικό λούνα παρκ η ζωή ώρες-ώρες. Το κεφάλι σου έπεσε στο πάτωμα. Το κορμί σου έδειχνε τόσο άκαμπτο που τρόμαξα. Ήθελα να ουρλιάξω. Κόλλησα την πλάτη μου στο κάθισμα, να γίνω ένα μαζί του. Να σωθώ. Ο τύπος απ’ το βάθος με κρυφοκοίταζε πάλι. Τον έβλεπα κι εγώ απ΄ το τζάμι. Το τζάμι-καθρέφτη που έδειχνε έξω αλλά ταυτόχρονα και μέσα. Και είπα: Αμάν! Εγώ σε ποια εικόνα είμαι αληθινά; Σε ποια εικόνα;».
Γράφει στη Δεύτερη ιστορία της: «Αν κάτι έχω ζηλέψει στη ζωή μου, αυτό είναι τα’ άσπρα σεντόνια. Τα κολλαρισμένα άσπρα σεντόνια των ξενοδοχείων, που κοιμούνται πάνω τους τόσοι άνθρωποι, κλαίνε, γελάνε, κάνουν έρωτα, διαβάζουν, πεθαίνουν, κι όμως όταν πας εσύ, ο νέος πελάτης, σε υποδέχονται άσπιλα. Κουβαλούν κάτι απ΄τη σιωπή που σεργιανάει σ’ όλα τα ξενοδοχεία γ’ θέσης, κάτι απ’ τους γέρους κυρίους που σε κοιτούν υποψιασμένοι στη ρεσεψιόν, κάτι απ’ τα παλιωμένα έπιπλα με το γδαρμένο τόπους τόπους ξύλο…». Και συνεχίζει: «Ζηλεύω που δεν είμαι ένα άσπρο σεντόνι ξενοδοχείου. Ζηλεύω που δεν μπορώ να ξεγράψω, τόσο εύκολα όπως αυτά, τους ανθρώπους που κοιμούνται στην αγκαλιά μου, τους ανθρώπους που με τσαλακώνουν, αλλά κι αυτούς που με χαϊδεύουν στοργικά κι ακουμπούν πάνω μου ξέγνοιαστα.».
Στην ιστορία της με τίτλο «Το ποτάμι στον καθρέφτη» ξεχωρίζω: «Συχνά η αλήθεια κυλιέται στο σκοτάδι. Αλλά εγώ παλεύω για το ψέμα. Θέλω να σου στολίσω ένα όμορφο ψέμα και να σ’ το προσφέρω σαν χριστουγεννιάτικο δώρο. Γιατί καταλαβαίνω καλά πια πως ο έρωτας είν’ ένα πουκάμισο που χρόνια τώρα προβάρω σε ανόμοια κορμιά. Ούτε στο δικό σου ταίριαζε. Υπέκυψες στην ιδέα του πιο εύκολα απ΄ ό,τι στον ίδιο τον έρωτα. Υπάρχει λόγος για να πληρώσεις τα τριάντα αργύρια της προδοσίας. Όταν ο κουρνιαχτός θα κατακαθίσει, το πιο μικρό ελάφι θα θυσιαστεί. Για να επισφραγιστεί η υποταγή της σάρκας. Είναι η μόνη που φέρνουμε βόλτα. Με την απαίτηση του μυαλού, όμως, τι θα γίνει;». Στη συνέχεια: «Είχα πάντα σπόρους κακούς μέσα μου, το ‘ξερα δα, αλλά τους βοήθησες να στεριώνουν στα σωθικά μου με τις αρνήσεις σου».
Το ενδιαφέρον της για τα κοινά και τον συνάνθρωπο το εξέφρασε με τον καλύτερο τρόπο σε μια συνέντευξη που είχε δώσει και πει τα εξής χαρακτηριστικά: «Δεν διακατέχομαι από τέτοιες αγωνίες. Μ ενδιαφέρει μόνο να γίνομαι καλύτερη ως άνθρωπος και να ‘μαι χρήσιμη στους άλλους».
Καλοτάξιδο της εύχομαι από καρδιάς να είναι και το καινούργιο της βιβλίο, με πολλές άλλες επιτυχίες στη συνέχεια.
Φοίβος Νικολαΐδης Οπισθόφυλλο: Είναι κι αυτά τα τζάμια-καθρέφτες, που σου δείχνουν έξω αλλά ταυτόχρονα και μέσα και σε κάνουν ν’ αναρωτιέσαι σε ποια εικόνα ανήκεις τελικά. Σε ποια εικόνα; Μπλέκονται τα όνειρα με την πραγματικότητα, και τα ποτάμια που κυλούν σε παρελθόντες χρόνους σ’ αναγκάζουν να ψάξεις την αλήθεια μέσα σου. Κι ας σπανίζουν τα θαύματα, κι ας χάνουν οι άγγελοι μερικά φτερά στις συναλλαγές με τους απανταχού εκπεσόντες… Θα τον βρούμε τον δρόμο για τον Παράδεισο, κάνοντας τις μικρές απαραίτητες αλλαγές στα σχέδια της ζωής μας. Όλοι οι ρόλοι μας, άλλωστε, για μία και μόνη παράσταση: έρωτα και θανάτου. Κι αν χωρίς τύψεις μας τσαλακώνουν κάποιοι, μνησίκακα ματαιωμένοι, όσο μπορούμε να χορεύουμε κάτι αστόλιστες νύχτες τι να φοβηθούμε δηλαδή; Ένα μικρό απόσπασμα στο β΄ αυτάκι του βιβλίου:
«…Δεν είχε αγριέψει η θάλασσα με τον παλιόκαιρο. Σαν να ’ταν θάλασσα άλλου κόσμου, όχι του ίδιου με της βροχής. Ήσυχα συνέχιζε ν’ ακολουθεί τον αέναο ρυθμό της. Σκέφτηκε πως, αν τον έβλεπε κανείς, θα τον περνούσε γι’ άγαλμα έτσι ασάλευτος που ήταν. Ή για τρελό. Ναι, ναι, μάλλον για τρελό. Είναι και πιο εύκολο άλλωστε. Δεν μπορείς να εξηγήσεις τις πράξεις του άλλου; Λες: πάει αυτός, τρελάθηκε, και καθάρισες. Δεν κάθεσαι να ψάχνεις για προθέσεις και κουραφέξαλα. Κι είναι ασφαλής ο διαχωρισμός, γιατί εκείνος διαφέρει από σένα, απ’ το σύνολο. Όχι εσύ, εκείνος. Τον βάζεις λοιπόν απέναντι όμορφα όμορφα με την ταμπελίτσα του, σαν κουτί με πράγματα αχρείαστα, κι αλίμονό του αν αλλάξει θέση. Χάθηκε!».
Aikaterini Tempeli (Facebook)
No comments:
Post a Comment