Sunday, October 6, 2013

Με το φακό των λέξεων



Γράφει η Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου 

Την κοιτάζει καθώς κάθεται στη μπροστινή σειρά των καθισμάτων. Την κοιτάζει με το ίδιο βλέμμα τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια. Τόσο κρατάει η αποχή του απ’ την ευτυχία.  Κάπου εκεί στα τριάντα του, νιόπαντρος και με έγκυο γυναίκα, ταρακουνήθηκε ο κόσμος του όλος. Εκεί που νόμιζε πως χαρά και  ασφάλεια  είναι να παντρεύεσαι μια καλή και εμφανίσιμη κοπέλα με ματσωμένο κύρη και μηδαμινές ανησυχίες για το μέλλον, εκεί που έπεισε τελικά τον εαυτό του πως ο έρωτας είναι ένα παραμύθι μονάχα για ρομαντικούς, μπήκε εκείνη σαν σίφουνας στη ζωή του, στο γραφείο του, στην καρδιά του.  

Στην αρχή τρόμαξε. Μετά αναρωτήθηκε. Πώς; Τι και γιατί; Κι ύστερα παραδόθηκε σε τούτο το καινούριο κάλεσμα ζωής. Ανήμπορος να διαχειριστεί άλλο το Βατερλό  του, αποφάσισε μια μέρα να της πει τι του μαδούσε ένα ένα τα σέπαλα στο μίσχο της ζωής του. Κι ας γεννούσε όπου να ’αι η γυναίκα του. Κι ας ήτανε εκείνη στις προετοιμασίες του γάμου της.

Ακόμα θυμάται τα γαλάζια μάτια της να τον κοιτάζουν με τη φουρτούνα μιας ξαφνικής ανεμοθύελλας. Κι ύστερα ένα ένα τα κύματα κόπασαν, τα μάτια ξαστέρωσαν, η καρδιά καταλάγιασε κι έμεινε μονάχα η δική της παραδοχή μέσα στις λέξεις της. Ό,τι εκείνος διαισθανόταν μέρες τώρα με την καρδιά του, το ομολογούσανε τώρα τα δυο χείλη της. Κι έτρεχε νάμα αγάπης  από τους τρεμάμενους φθόγγους ενός απαγορευμένου έρωτα, που έβρεχε και δρόσιζε την έρημο που βάδιζε ο καθείς τους.

Ύστερα κοιμήθηκαν  τα λόγια κι ήρθε η σιωπή. Κράτησε με ευλάβεια το χέρι της μες στο δικό του. Τα αδιέξοδα χόρευαν ήδη τον τρελό χορό τους.  Για μέρες ξάπλωνε δίπλα στη γυναίκα του, άκουγε τη ρυθμική αναπνοή της  και προσπαθούσε μάταια να διώξει τις τύψεις που τον έσφαζαν.  Σε δυο μήνες εκείνη θα γεννούσε το γιο τους.  Παίδεψε πολύ τα θέλω και τα πρέπει του. Ύστερα έσφιξε την καρδιά μες στη γροθιά του μέχρι που εκείνη μάτωσε κι άφησε το καθήκον να τον γυρίσει πίσω στη συζυγική εστία.  Δήλωσε και την παραίτησή του στην εταιρεία, έψαξε αλλού για δουλειά, πάσκισε πολύ μα βόλεψε τον άντρα και πατέρα μέσα του σε μια καινούρια θέση. 

Και σαν γεννήθηκε το πρώτο του παιδί και κράτησε στα χέρια του το γέλιο και το κλάμα του σαν δισκοπότηρο να κοινωνεί μέρα και νύχτα το αίμα και το σώμα του ιερού του χρέους, έβαλε και την τελευταία επιφύλαξη στο πίσω μέρος του μυαλού κι αφέθηκε στη  μοίρα του.
Μα  όταν εκείνη, η χαμένη άνοιξη  της νιότης του, μπαίνει αναπάντεχα κάποτε απ’ το φεγγίτη, της εκούσιας φυλακής του, στυλώνει πάλι τα μάτια του στη  μικρή λουρίδα ενός γαλάζιου ουρανού και μιας απόδρασης.
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

No comments: