Wednesday, October 16, 2013

Με το φακό των λέξεων


Της Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

Όχι, δεν ήταν πάντα έτσι. Κάποτε οι μέρες είχανε φως κι οι νύχτες ήτανε μόνο για τα όνειρα που περίμεναν τον ήλιο  να γίνουνε αγάπη. Κάποτε κοίταζε τα τέσσερα παιδιά της και ζωγράφιζε στα λόγια της τους ήχους της απόλυτης ευτυχίας.   Δούλευε ο άντρας της υπεύθυνος πωλήσεων σε μια υπεραγορά, έφτιαχνε εκείνη παραδοσιακά γλυκά για ένα φούρνο , τα βολεύανε με αξιοπρέπεια , ζούσαν το παρόν, κεντούσανε  το μέλλον. Μα τώρα είναι κάτι μήνες που τα χέρια κι η καρδιά τους είναι στο σταυρό.  Μα το Τετέλεσται δεν θέλουνε τα χείλη να το πουν. 

Κι ας έχει χτυπήσει η ανεργία τον άντρα . Κι ας πέσανε οι παραγγελίες για τα γλυκά του φούρνου. Είχε ένα μικρό κομπόδεμα στην άκρη. Για τις σπουδές των παιδιών, έλεγε πάντα.   Μα το χάλαγε τώρα  για το ψωμί τους και το γάλα.   Κι οι μέρες περνούσαν   καλπάζοντας. Και παρέσυραν   στο διάβα τους σαν άνεμος φθινοπωρινός φύλλο, φύλλο το τελευταίο ψίχουλο της αντοχής της.  

Τα βράδια στεκότανε με τις ώρες πάνω απ΄τον ύπνο των παιδιών κι άφηνε όλη την πίκρα της να στάξει σαν προσευχή μέσα στη ρυθμική ανάσα της αθωότητάς τους.  Η μέρα , όμως, ξημέρωνε με την ίδια αγωνία για τον επιούσιο.  Οι αριθμοί την ζάλιζαν, τα έξοδα πλήθαιναν,  το μαράζι  έμπαινε σαν  σύννεφο και καθότανε βαρύ επάνω στην ψυχή της. Και βοήθεια καμιά μες στον ωκεανό που πάλευε για να΄βρει μια στεριά να ακουμπήσει την ανάγκη της.   Ο άντρας της στάθηκε παλικάρι στην αρχή. Κυνήγησε, έψαξε, διεκδίκησε. Ύστερα σιγά σιγά το πείσμα καταλάγιασε, η πίστη του ξεψύχησε.  Και σαν θάνατος αργός έσυρε βήμα, βήμα την παραίτησή του σ ένα κατήφορο γεμάτο από πιοτό και εγκατάλειψη. 

Κι απέμεινε εκείνη μοναχή, μάνα και πατέρας μαζί, να μάχεται  καθημερινά για την επιβίωση. 

Και πώς της ήρθε μια μέρα, μες στην απελπισία, να σκεφτεί τον πλούσιο του χωριού με τα μεγάλα κτήματα και τις χοντρές καταθέσεις στην Τράπεζα. Σαν έστειλε τα παιδιά σχολείο, έβαλε τα διλήμματα στην άκρη, πήγε, τον βρήκε στο πελώριο γραφείο του, άνοιξε την καρδιά της. Κι αν μπορούσε εκείνος, ο αφέντης να έπαιρνε τον άντρα της στη δουλειά ,να κρατήσουνε το σπιτικό τους, να ‘ χουνε κι ένα πιάτο φαΐ  για τα παιδιά. Την κοίταξε εκείνος όπως κοιτάει κυνηγός το θήραμα, την πλησίασε τάχα προστατευτικά. Έβγαινε ακόμα άρωμα γυναίκας απ΄το σώμα της, μια σπίθα θύμιζε θηλυκό μέσα στα μάτια της. 

Γύρεψε τάχα να την χαϊδέψει πατρικά, κατάλαβε εκείνη, αποτραβήχτηκε, τον κοίταξε με θλίψη  ανείπωτη, έκανε μεταβολή, χάθηκε πάλι μες στους δρόμους  της ζωής με μια πίκρα να στάζει σαν μόνιμο παράπονο στα  δυο χέρια της που σήκωναν βαρύτερο πια  τον σταυρό του μαρτυρίου.
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου


No comments: