«Αν ζητάς δίκαιη αντιμετώπιση, δεν πρέπει να ασχοληθείς με την πολιτική, αλλά ούτε και με τη δημοσιογραφία», είχε πει ο τέως πρωθυπουργός της Βρετανίας Τζον Μέιτζορ. Και είναι σωστό. Ωστόσο, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ πολιτικής και δημοσιογραφίας οφείλει να είναι διακριτή. Οι μεν πολιτικοί, κατά κανόνα είναι αιρετοί, οι δε δημοσιογράφοι είμαστε μισθωτοί σε επιχειρήσεις ΜΜΕ, αν και μας αρέσει να βαυκαλιζόμαστε αυτοπροσδιοριζόμενοι ως «τέταρτη εξουσία».
Αυτό ισχύει, σε κάποιο βαθμό, σε χώρες με παράδοση στην παιδεία και στη δικαιοσύνη, αλλά ποσώς σε μια χώρα που σταθμεύουμε όλοι πάνω στη διπλή κίτρινη γραμμή... Αυτή είναι η Κύπρος, δυστυχώς, σε αυτήν ασκούμε το επάγγελμά μας και είναι η ώρα να μιλήσουμε καθαρά, διότι οι περιστάσεις απαιτούν πλέον, από τον καθένα μας, να πάρουμε θέση ή να αλλάξουμε επάγγελμα. Διαφορετικά η ήδη τρωθείσα αξιοπιστία μας, θα πιάσει πάτο –όπως αυτή των πολιτικών– καθώς τα γεγονότα οδηγούν σε σκληρές δοκιμασίες, κυρίως σε δύο επίπεδα.
Πρώτο: Σκληρές μέρες για την κοινωνία που νοιώθει ότι της φόρτωσαν το δυσβάσταχτο χρέος του «κόλπο γκρόσο» του πολιτικο-οικονομικού κατεστημένου. Δεύτερο: Η έσχατη δοκιμασία των θεσμών, αφού οι έρευνες για τις ευθύνες των τραπεζών θα πρέπει λογικά να βγάλουν στο φως και περιπτώσεις διαπλοκής με ΜΜΕ. Οι θεσμοί όμως δεν έχουν την έξωθεν καλή μαρτυρία, διότι απέτυχαν παταγωδώς σε δύο περιπτώσεις που δοκιμάστηκαν. Στο ΧΑΚ και στη «Helios», όπου πλήρωσαν τα θύματα.
Αντίθετα, οι θύτες αλώβητοι απολαμβάνουν την «ασυλία» της ατιμωρησίας, η οποία είναι σιαμαία της διαπλοκής, σ’ ένα κράτος όπου έγινε καθεστώς η ανισονομία και η ανισοπολιτεία, με αποτέλεσμα η Κυπριακή Δημοκρατία να καταστεί αναξιόπιστη. Αν το απόστημα δεν σπάσει, ουδεμία περίπτωση υπάρχει για προσέλκυση επενδύσεων, για ορθολογιστική διαχείριση του φυσικού πλούτου, γενικώς για ανάπτυξη ώστε να βγούμε από την κρίση.
Διότι ουδείς νοήμων επενδυτής θα βάλει τα κεφάλαιά του σε ένα κράτος όπου η δικαιοσύνη είναι δύο ταχυτήτων και η δημοκρατία ανάπηρη. Σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία η δημοσιογραφία πρέπει να γίνει προασπιστής του δημόσιου συμφέροντος και συνήγορος της απαίτησης του ανώνυμου πολίτη, ο οποίος καλείται να πληρώσει το μάρμαρο. Η δημοσιογραφία δεν μπορεί να συνεχίσει να αποτελεί λιπαντικό στη μηχανή της διαπλοκής και λεβιές της οπισθοδρόμησης.
Για να μπορεί όμως η δημοσιογραφία να καταστεί προωθητική δύναμη αλλαγής, θα πρέπει να ξεκινήσει με παραδοχές και όχι αναζητώντας άλλοθι. Κι εξηγούμαι. Από τις έρευνες που γίνονται στις τράπεζες σίγουρα θα αποκαλυφθεί μια εικόνα διαπλοκής με ιδιοκτήτες ή μέτοχους ΜΜΕ. Ήδη, ο Δ. Συλλούρης, πρόεδρος της Επιτροπής Θεσμών, στην οποία εξετάζεται η λειτουργία των θεσμών του χρηματοπιστωτικού συστήματος, δήλωσε στο ΡΙΚ ότι, «δεν θα διστάσουμε να δούμε θέματα διαπλοκής και με πολιτικούς και με πολιτικά κόμματα και με δημοσιογράφους, και με καναλάρχες και με εκδότες».
Παράλληλα ο γ.γ. της ΕΤΥΚ, Λ. Χατζηκωστής, είπε πως δημοσιογράφοι επηρεάζονται από διαφημίσεις και πελατειακές σχέσεις, ότι αποσιωπούν σκάνδαλα των τραπεζών και τους παρουσίασε λίγο πολύ ως υποχείρια ιδιοκτητών ΜΜΕ όπου εργάζονται, προκαλώντας σφοδρή αντίδραση του Δ.Σ. της Ένωσης Συντακτών Κύπρου. Ποιος έχει δίκαιο, θα δούμε στη συνέχεια.
Όλες οι τράπεζες, είχαν άμεσες σχέσεις με ιδιοκτήτες ή και μετόχους ΜΜΕ. Όταν μια επιχείρηση ΜΜΕ, ξεκινά την κάθε νέα χρονιά έχοντας διασφαλισμένο διαφημιστικό κονδύλι πέραν του ενός εκατομμυρίου από μία μόνο τράπεζα και τα ανάλογα από τις άλλες, τότε ο καθείς αντιλαμβάνεται ποιος υπαγορεύει τους όρους του παιχνιδιού.
Όταν παράλληλα, ΜΜΕ λάμβαναν δάνεια εκατομμυρίων και μεγάλα παρατραβήγματα με «ευκολίες πληρωμής» τότε ποιος δημοσιογράφος μπορούσε να τα βάλει με τις τράπεζες χωρίς να χάσει τη δουλειά του; Υπάρχουν κι άλλα, όπως οδηγίες τραπεζιτών για πιέσεις, π.χ. προς την εποπτική αρχή ή για προστασία της εποπτικής αρχής. Τα είδαμε και στο πολύ πρόσφατο παρελθόν να συμβαίνουν σε σύμπραξη τραπεζιτών, πολιτικών και ΜΜΕ.Η «δουλειά» από ποιους γινόταν, αν όχι από δημοσιογράφους, αυλικούς του συστήματος ή και αιχμάλωτούς του;… Έχουμε ευθύνη και οι δημοσιογράφοι για την κατάσταση στην πατρίδα μας; Έχουμε. Έχουμε όμως και μια μεγάλη ευκαιρία αποκατάστασης του επαγγελματικού μας κύρους με τη στάση που θα πάρουμε –ο καθένας ξεχωριστά– στα δίσεκτα χρόνια της μνημονιακής εξαθλίωσης.
Αυτό ισχύει, σε κάποιο βαθμό, σε χώρες με παράδοση στην παιδεία και στη δικαιοσύνη, αλλά ποσώς σε μια χώρα που σταθμεύουμε όλοι πάνω στη διπλή κίτρινη γραμμή... Αυτή είναι η Κύπρος, δυστυχώς, σε αυτήν ασκούμε το επάγγελμά μας και είναι η ώρα να μιλήσουμε καθαρά, διότι οι περιστάσεις απαιτούν πλέον, από τον καθένα μας, να πάρουμε θέση ή να αλλάξουμε επάγγελμα. Διαφορετικά η ήδη τρωθείσα αξιοπιστία μας, θα πιάσει πάτο –όπως αυτή των πολιτικών– καθώς τα γεγονότα οδηγούν σε σκληρές δοκιμασίες, κυρίως σε δύο επίπεδα.
Πρώτο: Σκληρές μέρες για την κοινωνία που νοιώθει ότι της φόρτωσαν το δυσβάσταχτο χρέος του «κόλπο γκρόσο» του πολιτικο-οικονομικού κατεστημένου. Δεύτερο: Η έσχατη δοκιμασία των θεσμών, αφού οι έρευνες για τις ευθύνες των τραπεζών θα πρέπει λογικά να βγάλουν στο φως και περιπτώσεις διαπλοκής με ΜΜΕ. Οι θεσμοί όμως δεν έχουν την έξωθεν καλή μαρτυρία, διότι απέτυχαν παταγωδώς σε δύο περιπτώσεις που δοκιμάστηκαν. Στο ΧΑΚ και στη «Helios», όπου πλήρωσαν τα θύματα.
Αντίθετα, οι θύτες αλώβητοι απολαμβάνουν την «ασυλία» της ατιμωρησίας, η οποία είναι σιαμαία της διαπλοκής, σ’ ένα κράτος όπου έγινε καθεστώς η ανισονομία και η ανισοπολιτεία, με αποτέλεσμα η Κυπριακή Δημοκρατία να καταστεί αναξιόπιστη. Αν το απόστημα δεν σπάσει, ουδεμία περίπτωση υπάρχει για προσέλκυση επενδύσεων, για ορθολογιστική διαχείριση του φυσικού πλούτου, γενικώς για ανάπτυξη ώστε να βγούμε από την κρίση.
Διότι ουδείς νοήμων επενδυτής θα βάλει τα κεφάλαιά του σε ένα κράτος όπου η δικαιοσύνη είναι δύο ταχυτήτων και η δημοκρατία ανάπηρη. Σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία η δημοσιογραφία πρέπει να γίνει προασπιστής του δημόσιου συμφέροντος και συνήγορος της απαίτησης του ανώνυμου πολίτη, ο οποίος καλείται να πληρώσει το μάρμαρο. Η δημοσιογραφία δεν μπορεί να συνεχίσει να αποτελεί λιπαντικό στη μηχανή της διαπλοκής και λεβιές της οπισθοδρόμησης.
Για να μπορεί όμως η δημοσιογραφία να καταστεί προωθητική δύναμη αλλαγής, θα πρέπει να ξεκινήσει με παραδοχές και όχι αναζητώντας άλλοθι. Κι εξηγούμαι. Από τις έρευνες που γίνονται στις τράπεζες σίγουρα θα αποκαλυφθεί μια εικόνα διαπλοκής με ιδιοκτήτες ή μέτοχους ΜΜΕ. Ήδη, ο Δ. Συλλούρης, πρόεδρος της Επιτροπής Θεσμών, στην οποία εξετάζεται η λειτουργία των θεσμών του χρηματοπιστωτικού συστήματος, δήλωσε στο ΡΙΚ ότι, «δεν θα διστάσουμε να δούμε θέματα διαπλοκής και με πολιτικούς και με πολιτικά κόμματα και με δημοσιογράφους, και με καναλάρχες και με εκδότες».
Παράλληλα ο γ.γ. της ΕΤΥΚ, Λ. Χατζηκωστής, είπε πως δημοσιογράφοι επηρεάζονται από διαφημίσεις και πελατειακές σχέσεις, ότι αποσιωπούν σκάνδαλα των τραπεζών και τους παρουσίασε λίγο πολύ ως υποχείρια ιδιοκτητών ΜΜΕ όπου εργάζονται, προκαλώντας σφοδρή αντίδραση του Δ.Σ. της Ένωσης Συντακτών Κύπρου. Ποιος έχει δίκαιο, θα δούμε στη συνέχεια.
Όλες οι τράπεζες, είχαν άμεσες σχέσεις με ιδιοκτήτες ή και μετόχους ΜΜΕ. Όταν μια επιχείρηση ΜΜΕ, ξεκινά την κάθε νέα χρονιά έχοντας διασφαλισμένο διαφημιστικό κονδύλι πέραν του ενός εκατομμυρίου από μία μόνο τράπεζα και τα ανάλογα από τις άλλες, τότε ο καθείς αντιλαμβάνεται ποιος υπαγορεύει τους όρους του παιχνιδιού.
Όταν παράλληλα, ΜΜΕ λάμβαναν δάνεια εκατομμυρίων και μεγάλα παρατραβήγματα με «ευκολίες πληρωμής» τότε ποιος δημοσιογράφος μπορούσε να τα βάλει με τις τράπεζες χωρίς να χάσει τη δουλειά του; Υπάρχουν κι άλλα, όπως οδηγίες τραπεζιτών για πιέσεις, π.χ. προς την εποπτική αρχή ή για προστασία της εποπτικής αρχής. Τα είδαμε και στο πολύ πρόσφατο παρελθόν να συμβαίνουν σε σύμπραξη τραπεζιτών, πολιτικών και ΜΜΕ.Η «δουλειά» από ποιους γινόταν, αν όχι από δημοσιογράφους, αυλικούς του συστήματος ή και αιχμάλωτούς του;… Έχουμε ευθύνη και οι δημοσιογράφοι για την κατάσταση στην πατρίδα μας; Έχουμε. Έχουμε όμως και μια μεγάλη ευκαιρία αποκατάστασης του επαγγελματικού μας κύρους με τη στάση που θα πάρουμε –ο καθένας ξεχωριστά– στα δίσεκτα χρόνια της μνημονιακής εξαθλίωσης.
Διότι εμείς εκ των πραγμάτων θα πρέπει να υπερασπιστούμε πλέον την κοινωνία των πολιτών και όχι των πελατών. Μια κοινωνία που δεν της απομένει οτιδήποτε άλλο παρά να αρχίσει να οργανώνεται σε ένα σύστημα αλληλεγγύης, αυτοπροστασίας και προάσπισης του δημόσιου πλούτου και του μέλλοντος των παιδιών της.
Ανδρέας Παράσχος
Εφημερίδα 'Καθημερινή'
Ανδρέας Παράσχος
Εφημερίδα 'Καθημερινή'
No comments:
Post a Comment