Tuesday, March 4, 2014

Με το φακό των λέξεων

Της Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου
Ο κόσμος κυλούσε σαν τρένο στις προκαθορισμένες ράγες του. Kι ένα κουπλέ τραγουδιού, μονότονο , βαρύ, σκότωνε κάθε μέρα την προοπτική ενός ρεφρέν ψυχικής ανάτασης. Σηκωνότανε πάντα πολύ πρωί, έψηνε καφέ κι έβγαινε με κρύο και με ζέστη στη βεράντα του σπιτιού του . Ένα προσφυγικό καταφύγιο για τη νοσταλγία των τελευταίων σαράντα χρόνων του. Απέναντί του το βουνό πότε φλύαρο πότε σιωπηλό μα πάντα επίμονο. Μια σκιά μέσα στις εποχές και τα χρόνια, μια υπόμνηση του χρέους. 

Ο Μάρτης φυσούσε απαλά και δροσερά , αύρα σαν ανοιξιάτικη σκέψη στην πανδαισία των χρωμάτων που ετοιμάζανε την έκρηξή τους. Αύριο καθαρή Δευτέρα και μετά άλλη μια Σαρακοστή. Κι η Ανάσταση πότε; αναρωτήθηκε καθώς το βουνό απέναντι με τα τραυματισμένα δάχτυλα ύψωνε για άλλη μια φορά την καρτερία του. Πέρσι, την ίδια μέρα , καθότανε και πάλι εδώ. Η γυναίκα του έφτιαχνε πρωινό, εκείνος όνειρα. 

Κάπου πίσω από το βουνό, μια θάλασσα κρατούσε ακόμα μέσα στο φλοίσβο της τα νεανικά του σκιρτήματα Και μια βάρκα κατάλευκη σαν κρίνο ευαγγελισμού ακουμπούσε το ταξίδι της στην αμμουδιά και περίμενε την επόμενη εξερεύνησή τους στις θάλασσες της αγάπης . Και παραδίπλα ο κάμπος , που αμόλαγε τους πολύχρωμους χαρταετούς μήπως και γίνουν αετοί και πετάξουν στις πιο ψηλές βουνοκορφές της επιθυμίας. Πέρσι ακόμα μοιραζότανε τούτη τη θύμηση μαζί της. Τον κοίταγε εκείνη με τα μάτια της αγάπης κι ύστερα έκρυβε τη λαχτάρα και τον πόνο της μέσα στις λέξεις του. "Θα δεις, θα γυρίσουμε!".

Εχουμε ένα σπίτι απέναντι, έχουμε μια ζωή» . Μα δυο μήνες πριν, στο έμπα του καινούριου χρόνου, εκείνη κουράστηκε να περιμένει. Κοίταξε για τελευταία φορά τη σιωπή του αγέρωχου βουνού και παραδόθηκε στην ευσπλαχνία των αγγέλων. Σαράντα χρόνια ήταν πολλά για την υπομονή και την επιμονή της. Δίπλα στην κουνιστή καρέκλα που καθόταν, απέμειναν οι γλάστρες με τα γεράνια και το βασιλικό, που πότιζε κάθε μέρα η αντοχή της . Κι εκείνα , με βαθιά ευγνωμοσύνη , έσμιγαν τα αρώματά τους με τις μυρωδιές μιας ατέλευτης προσμονής για γυρισμό.

Γερνάνε, φεύγουν οι άνθρωποι και μένουν πίσω τους οι μικρές και μεγάλες αγάπες τους. Μια ποδιά στην κουζίνα, ένα τραπεζομάντιλο βελονάκι στην τραπεζαρία, μια σειρά φωτογραφίες στο έπιπλο του σαλονιού. Και μια πίκρα διάχυτη στα πλακάκια που περπάτησαν, στα σεντόνια που κοιμήθηκαν , στα μάτια που πολύ τους αγάπησαν.

Λες και σηκώθηκε άξαφνα ψύχρα. Ασυναίσθητα κάθισε στην κουνιστή της καρέκλα, γυρεύοντας ζεστασιά από το σχήμα του κορμιού της που κρατούσε ακόμα μέσα στο ρούχο του το κάθισμα. Πέρα το βουνό τον κοίταξε με παράπονο και τέντωσε ακόμα πιο πολύ μπροστά το στήθος λες και ήθελε να ακουμπήσει την καρδιά του με τη δική του.


Να γίνουν δυο καρδιές που πάλλονται σε μια ανάμνηση και μια προσδοκία. Αύριο καθαρή Δευτέρα, συλλογίστηκε και πάλι. Και βάλθηκε να καθαρίζει τη σκέψη του από όλα τα σύννεφα που γύρευαν να κρατήσουν την άνοιξη μακριά του.
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου



No comments: