Της Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου
Πέντε Κυριακές έχει αυτός ο Μάρτης, έλεγε και ξανάλεγε, μα τίποτα δεν άλλαζε στο μέτρημα. Το πέντε παρέμενε εκεί, ασφυκτικά πολύ, ασφυκτικά μεγάλο. Τι να τις κάνει κάποιος τις Κυριακές όταν δεν είναι πια μέρες παραδείσου του Κυρίου αλλά νύχτες της κολάσεως; Κι ας άρχιζαν από τις έξι οι κωδωνοκρουσίες εισβάλλοντας ετσιθελικά στον ύπνο της αγρύπνιας του. Εκείνος παρέμενε ερμητικά κλειστός σαν παραθυρόφυλλο που το είχε μαργώσει η αχρηστία και η αδιαφορία του ήλιου.
Kάποτε η Κυριακή του είχε τη γλύκα της αναμονής. Η ψαλμωδία στην εκκλησία, ο καφές κάτω από την κληματαριά με την οικογένεια, το μετροφύλλημα των ειδήσεων στις ενισχυμένες εκδόσεις των εφημερίδων, η μυρωδιά από το ψητό του φούρνου, ο ήλιος της ανάπαυλας, όλα μαζί σμίγανε ηδονικά, καβαλούσανε σαν όνειρο το προσκεφάλι του και τον ξυπνούσανε ερωτευμένο με την πολυαναμενόμενη αργία του Θεού.
Μα τώρα ένα ένα τα χρώματα σε τούτο τον καμβά της ευτυχίας έχουνε ξεθωριάσει. Η γυναίκα του έχει γίνει άγγελος κι αόρατη συντροφεύει πια το υπόλοιπο του βίου του. Κι ο γιος του, Πολιτικός Μηχανικός με πτυχία και διακρίσεις, είδε κι απόειδε μες στη μιζέρια του μικρού νησιού του, μάζεψε μια μέρα τα χαρτιά και την πίκρα του και αποδήμησε σε χώρες με περισσότερο ήλιο και πλεόνασμα ευκαιριών.
Θα ήθελε τόσο να του πει να μείνει. ΄Ενα δέντρο γυμνό από κλαδιά θα ήταν χωρίς το μοναχοπαίδι του. Μα σαν έσκυψε να μιλήσει μες στην αγωνία του, μες στην ανάγκη των φτερών του για φυγή, ακούμπησε στους κραδασμούς της νιότης του, ένιωσε τη λαχτάρα για πετάγματα σε ορίζοντες με γαλάζιες προοπτικές. ΄Εδεσε τότε κόμπο τη θλίψη του και την έκρυψε κάτω από ένα αδιόρατο χαμόγελο στην άκρη του αποχαιρετισμού.
Και μείνανε οι Κυριακές του ορφανές. Γιατί τις καθημερινές έκανε και καμιά βόλτα στο μικρό καφενείο της γειτονιάς, αντάμωνε με συνομήλικες αγωνίες, συναναστρεφόταν ηλικιωμένες έγνοιες , έβγαινε λίγο απ΄το καβούκι του κι ανάπνεε λαίμαργα συνύπαρξη. Μα σαν ερχότανε η μέρα της απομόνωσής του, σαν μπαίνανε φίλοι και γνωστοί στη θαλπωρή της οικογένειάς τους, έμενε εκείνος σαν μοναξιασμένο πεύκο σε ένα κάμπο με απουσίες.
Και σήμερα λοιπόν, δεύτερη Κυριακή του μήνα , αναμετράται με τις αντοχές του. Ούτε ένα χτύπημα ακόμα στο τηλέφωνό του, ούτε ένα χελιδόνι ακόμα στη βεράντα του. Κόβεται κάποια στιγμή η αναπνοή της συνέχειάς του. Σηκώνεται από την απραξία, παίρνει το σακάκι με τις πιο βαθιές τσέπες αναμνήσεων, βγαίνει στο δρόμο, περπατάει για ώρα πολλή χωρίς να ξέρει προς τα πού να κατευθύνει τη σιωπή του. ΄Αξαφνα διαπιστώνει πως έχει φτάσει σε ένα μικρό πάρκο. Η γαλήνη του πράσινου προκαλεί τη φουρτούνα της ψυχής του. Οδηγεί σταθερά τα βήματά του σ΄αυτή την πρόκληση. Μια ομάδα τεσσάρων κοριτσιών χαίρεται το χλομό απομεσήμερο της ανάπαυλας.
Τα μελαμψά τους πρόσωπα, τα γλυκόπικρα χαμόγελα ταξιδεύουν πάνω στα φυλλώματα σαν επισκέψεις σε μιαν άλλη , μακρινή πατρίδα. Χαίρονται λίγο ακόμα την ελευθερία τους προτού επιστρέψουν στο καθήκον της λάτρας και του ξένου νοικοκυριού. Στυλώνει το βλέμμα του στο χαρωπό διάλειμμά τους και στέλνει χαιρετίσματα σε όλα τα ξενιτεμένα πουλιά που παλεύουν για καλύτερες μέρες.
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment