Saturday, March 22, 2014

Εν μέση οδώ- Σιωπές, Ψίθυροι, Φωνές, Κραυγές των πολιτών- Εις ώτα μη ακουόντων

Της Μαίρης Κουτσελίνη
Εισαγωγή
Σε μια καλαίσθητη έκδοση 264 σελίδων ο Ουράνιος Ιωαννίδης αφουγκράζεται εναγωνίως την πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή της Κύπρου σε άρθρα του που δημοσιεύτηκαν στον καθημερινό τύπο από τον Απρίλιο του 2010 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2012. Δυο σχεδόν χρόνια «αγώνα ζωής και θανάτου…» για εθνική και φυσική επιβίωση. Εν μέσω ραγδαίων αλλαγών, νέων ενεργειακών και γεωπολιτικών ισορροπιών στην περιοχή μας, ο συγγραφέας επισημαίνει την ευθύνη των πολιτικών και των πολιτών, της διεθνούς κοινότητας και των εμπλεκομένων στο κυπριακό, η οποία γίνεται σήμερα ακόμη μεγαλύτερη.

«Αρκεί να μην μένουμε»- όπως λέει ο συγγραφέας- «στις διαπιστώσεις και να προχωρήσουμε σε μέτρα». Αυτή η θέση είναι και η κινητήρια δύναμη γραφής και συγγραφής των άρθρων στο έργο «Εν μέση οδώ- Σιωπές, Ψίθυροι, Φωνές, Κραυγές των πολιτών- Εις ώτα μη ακουόντων». Ο κόσμος αλλάζει, οι συνθήκες γίνονται ευνοϊκότερες ή δυσμενέστερες, αν τις επιμετρήσουμε ορθά, αν τις αναλύσουμε.

Σ΄αυτή, λοιπόν, την ανάλυση στοχεύει το οδοιπορικό των δύο κρίσιμων χρόνων, που άλλαξαν όλα τα δεδομένα, διδάσκοντας, όπως λέει ο συγγραφέας, ότι βεβιασμένες αποφάσεις στα προβλήματα, υπό την πίεση του χρόνου και των ευκαιριακών συμφερόντων, δεν προσφέρουν λύσεις εθνικά αποδεκτές. Τα θέματα στο βιβλίο συγκαιρινά και διαχρονικά, οι αναλύσεις τομές σε προβλήματα και λύσεις, τα οποία και σήμερα βρίσκουμε μπροστά μας.

Οι βασικές θέσεις του συγγραφέα
 
Ο προβληματισμός του συγγραφέα, για την διατύπωση των θέσεών του κινείται σε τρεις κατά κύριο λόγο παραμέτρους, α) στα σημερινά διεθνή γεγονότα , οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά και γεωπολιτικά, β) στη διαχρονική αλλά και πρόσφατη στάση της Τουρκίας και γ) στην κατάσταση στο εσωτερικό, την κυπριακή πραγματικότητα, όπως αποτυπώθηκε στα δυο αυτά χρόνια, φέρνοντας μαζί της λάθη και παραλείψεις του παρελθόντος και κληροδοτώντας σοβαρά προβλήματα στο σήμερα.

Με ένα ιδιαίτερο ύφος, που χαρακτηρίζεται από διαλεκτική και αμεσότητα, που εύκολα καθιστά τον καθένα κοινωνό των προβληματισμών του και με την απαραίτητη γνώση του ενεργού πολίτη και του πολιτικού, ο συγγραφέας επανεπισκέπτεται θέσεις, απόψεις και γεγονότα, με σκοπό να επικοινωνήσει, να αναστοχαστεί στην καθημερινότητα, να προβληματίσει και να αφυπνίσει.

Στις αναλύσεις και επισημάνσεις του είναι φανερή και διάχυτη η προσήλωση σε μια δίκαιη λύση του κυπριακού, που θα επιτρέπει σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα και στη φυσική και εθνική επιβίωση του ελληνισμού της Κύπρου. Παράλληλα προτρέπει για αλλαγή του πολιτικού τοπίου, με τρόπο που κάθε πολίτης θα καταξιώνει και δεν θα απαξιώνει την πολιτική και τους πολιτικούς, στην ικανότητα ή ανικανότητα των οποίων εναποθέτει τη επίλυση των προβλημάτων.

Ο συγγραφέας έχει ανιχνεύσει τα αίτια της οικονομικής και ηθικής χρεοκοπίας, των αδιεξόδων και κινδύνων και των πολιτικών αδιεξόδων που βιώνουμε σήμερα: αμοραλισμός, αδιαφάνεια, ανευθυνότητα και ανικανότητα, αναξιοκρατία και ατιμωρησία, πολίτες και πολιτικοί εγκοιτασμένοι πέραν του καλού και του κακού, εξάντληση πνευματικών και πολιτικών κεφαλαίων, έστω και αν – σήμερα –συνεχίζουμε να προβληματιζόμαστε μόνο για την απώλεια των οικονομικών κεφαλαίων.

Η διαπίστωση του αναγνώστη είναι ότι είτε πριν δύο χρόνια γράφονταν όσα γράφτηκαν είτε σήμερα η ουσία των πραγμάτων σε όλους τους τομείς δεν άλλαξε σημαντικά και τα προβλήματα, τα οποία επισημαίνει ο συγγραφέας, φαντάζουν σήμερα εξίσου σημαντικά.

Ο συγγραφέας αναλύει τα γεγονότα σε συνάρτηση και με τη διεθνή πραγματικότητα

Είναι η θέση του ότι τα σημερινά διεθνή γεγονότα σημαδεύονται από σημαντικές αλλαγές, οι οποίες χρειάζονται συνεχή μελέτη, επαγρύπνηση και καίριες αντιδράσεις.

Τα δεδομένα στην περιοχή μας, στην Ανατολική Μεσόγειο, με τις προσπάθειες εκδημοκρατικοποίησης των γύρω μας λαών και τις συνεχιζόμενες εξεγέρσεις, το παιγνίδι των μεγάλων δυνάμεων να επικρατήσουν, τις διεκδικήσεις σε ένα χώρο όπου μέσω της Κύπρου έχει επεκταθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς και ο αγώνας δρόμου για τους υδρογονάνθρακες στην ΑΟΖ της Κύπρου γίνονται επίκεντρο ή/και πλαίσιο συνεχούς προβληματισμού.

Γράφει: «Αμερικανοί, Ισραηλινοί, Τούρκοι, Έλληνες, Βρετανοί, Ρώσοι, Γάλλοι και άλλοι, κάνουν γύρους κοντά στην ΑΟΖ της Κύπρου […] και μόνον η παρουσία τόσων αεροναυτικών δυνάμεων στην περιοχή, υπογραμμίζει εμφαντικά το ενδιαφέρον των εμπλεκομένων αλλά και αποδεικνύει ότι το γεωπολιτικό στοίχημα που παίζεται στη Ανατολική Μεσόγειο κρύβει μεγάλα και αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα και δίνει το μήνυμα ότι οι ισορροπίες στην περιοχή σε πολύ μικρό χρόνο θα αλλάξουν»211

Γι΄αυτό, θεωρεί, ότι είναι ευθύνη των πολιτικών και κυβερνώντων να τα αναλύσουν και να προνοήσουν, ούτως ώστε να μπορούμε να είμαστε πρωταγωνιστές στο νέο γεωπολιτικό παιγνίδι, που μπορεί να υποβαθμίσει τη δύναμη της Τουρκίας στην περιοχή.

Παράλληλα, όμως, ο συγγραφέας παρατηρεί ότι τα τόσα χρόνια κατοχής έχουν αλλάξει τη στάση της διεθνούς κοινότητας απέναντι στο κυπριακό και- μαζί με τη δική μας απαθή στάση- έχουν επιτρέψει στην Τουρκία να θεωρεί κεκτημένα και αδιαπραγμάτευτα αυτά που κατέχει ως αποτέλεσμα εισβολής, κατοχής και εποικισμού. Οι Τούρκοι απαιτούν και φωνές στη διεθνή κοινότητα επισημαίνει ο συγγραφέας «Δίνουν το μήνυμα ότι οι χρήστες έχουν διά της […]( πολύχρονης) κατοχής αποκτήσει δικαιώματα χρησικτησίας ισχυρότερα από τους ιδιοκτήτες και τους κληρονόμους τους.» Και έτσι η δική μας ανοχή χρόνο με το χρόνο γίνεται συνενοχή για αναγνώριση δήθεν «κεκτημένων».

Η απόφαση του ΕΔΑΔ για αναγνώριση της επιτροπής αποζημιώσεων ως αποτελεσματικού ένδικου «εσωτερικού» μέσου, κατά τον συγγραφέα ενέχει τον κίνδυνο επαλήθευσης της από καιρό διακηρυγμένης πολιτικής θέσης της Τουρκίας ότι «το κυπριακό λύθηκε επί του εδάφους», μια πολιτική στην οποία ελάχιστα δώσαμε σημασία, επαληθεύοντας ότι οι πραγματικές απειλές και «οι προειδοποιήσεις για διολίσθηση στα αδιανόητα είναι συνεχείς. Φαίνεται, όμως, σε ώτα μη ακουόντων».(21)

Εις ώτα δε μη ακουόντων και η γνωμάτευση του διεθνούς δικαστηρίου της Χάγης για το Κόσσοβο (σ. 67) με την οποία αναγνωρίστηκε η μονομερής ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του. Και κοντά σε αυτά δεν αντιδρούμε όσο πρέπει στο γεγονός ότι ο Γγρ του ΟΗΕ επαναλαμβάνει –και συνεχίζει και σήμερα- το ολίσθημα - για μη αναφορά σε Κυπριακή Δημοκρατία, ένα δήθεν φραστικό λάθος, το οποίο ουδέποτε διόρθωσε.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, είναι επιτέλους καιρός, κατά το συγγραφέα, οι πολιτικοί ταγοί να διερωτηθούν ποια είναι τα έσχατα όρια υποχώρησης των πολιτών. Γράφει: «Είναι λοιπόν καιρός να αναβλέψουμε πριν από τα αδιέξοδα στα οποία οδηγηθήκαμε, σεβόμενοι πρώτιστα τη λαϊκή θέληση που με την ψήφο του μας καθόρισε τι δέχεται και τι δεν δέχεται. Το 76% του 2004 είναι η φωνή του.» ( 27)

β) H στάση της Τουρκίας.

Επίκεντρο και πλαίσιο αναλύσεων γίνεται παράλληλα και η στάση της Τουρκίας, η οποία διαπραγματεύεται, παρά την κατοχή, την ένταξή της στην ΕΕ και συναγελάζεται με τους αρχηγούς όλων των πολιτισμένων λαών. Η στάση αυτή γίνεται ολοένα και περισσότερο απαξιωτική, λόγοις και έργοις: Γράφει «Μια απαξιωτική συμπεριφορά που ξεκινά από δηλώσεις για μη αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και φτάνει, μέσα από σειρά διαβαθμίσεων, στα πληθυσμιακά μεγέθη Τουρκίας και Κυπριακής Δημοκρατίας» και συνεχίζει σε άρθρο του τον Απρίλιο 2010: «Η Τουρκία αφού ενθυλάκωσε όσα μπορούσε με το μαστίγιο, υπογραμμίζει εμφαντικά σε κάθε ευκαιρία ότι πήρε και κατέχει τα εδάφη αυτά, χωρίς να υποχρεωθεί να σηκώσει ούτε ένα στρατιώτη της, χωρίς να δώσει έστω και μια σπιθαμή εδάφους. Δηλώνει ότι εργάζεται για μια διζωνική, δικοινοτική λύση. Λύση, ‘όχι ομοσπονδία η οποία οδηγεί σε ένα συνεταιρισμό κρατών. Κρατών. Όχι κοινοτήτων, όχι κρατιδίων, όχι πολιτειών». (σελίδα 11)

Ο εποικισμός και η πολιτογράφηση των εποίκων, το «ξεγέλασμα» ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων, με το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, το καθεστώς υποταγής που επιτάσσει και προς Τουρκοκυπρίους η Τουρκία, θυμίζοντας δια στόματος Ερντογάν ότι η Τουρκία έχει στρατηγικά συμφέροντα στην Κύπρο και γι΄αυτό συντηρεί οικονομικά τους τουρκοκύπριους, η διαχρονική στάση της τουρκικής διπλωματίας που απερίφραστα εκφράστηκε με την κυνική θέση «κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας Τούρκος στην Κύπρο, έπρεπε να τον εφεύρουμε» (σ. 140), η αμφισβήτηση από την Τουρκία της Αποκλειστικής Οικονομικής ζώνης της Κύπρου που την καθιστούν οικονομικό και στρατηγικό κλειδί προς ΕΕ και Μέση ανατολή, είναι μόνο κάποια από τα θέματα που απασχολούν τον συγγραφέα σε σχέση με την στάση της Τουρκίας. Βασική θέση είναι ότι δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών για τη στάση, το λόγο και τη συμπεριφορά της Τουρκίας αλλά και των Τουρκοκυπρίων, οι οποίοι κατά κανόνα εκφράζουν τον ίδιο λόγο, με δηλώσεις του τύπου δεν θα δεχθούμε τίποτε λιγότερο από το Σχέδιο Ανάν. Και δεν παίρνουν άμεσα την απάντηση. Όμως, η σιωπή δεν είναι κατά το συγγραφέα απάντηση στη διπλωματία.

Γράφει: «Η Τουρκία θα επιδιώξει επικυριαρχία σε όλη την Κυπριακή Δημοκρατία. Δεν επιδιώκει δύο κράτη. Θέλει ένα κράτος δικό της στο Βορρά και ένα υποτελές επικυριαρχούμενο κράτος στο Νότο. Η Τουρκία θέλει στην παρούσα συγκυρία, ένα προτεκτοράτο που να το διαφεντεύει η ίδια με την έγκριση και την ανοχή των Βρεττανών. Θέλει ανοικτή την προοπτική να Αλεξανδρεττοποιήσει την Κύπρο. Μόνο μια τέτοια λύση επιδιώκει και σε μια τέτοια λύση θα συναινέσει. Μια λύση που θα άνοιγε την προοπτική της τουρκοποίησης της Κύπρου.» (101)

Και συνεχίζει επισημαίνοντας ότι τα σχέδια της Τουρκίας περνούν από 3 στάδια: Με την εισβολή δημιούργησε το παράνομο μόρφωμα των κατεχομένων, σε δεύτερο στάδιο ανακήρυξε το ψευδοκράτος, το οποίο προσπάθησε να «νομιμοποιήσει» με το άνοιγμα των οδοφραγμάτων, και τη συναίνεσή μας υπό το νομικίστικο πρόσχημα ότι «οι πολίτες δεν αναγνωρίζουν κράτη», όταν έργω αναγκάζονταν να επιδεικνύουν διαβατήρια, για να επισκεφθούν το σπίτι τους στα κατεχόμενα. Εδώ υπάρχει και η μεγάλη διάσταση μεταξύ πολιτικής και νομικής σκέψης, όταν αυτές υπαγορεύουν πολιτικές ενέργειες: το κυπριακό δημιουργεί de facto καταστάσεις που διαμορφώνουν και τις νομικές διαστάσεις, όπως για παράδειγμα τα δικαιώματα των παιδιών των εποίκων, που το βρήκαμε και αυτό στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Το τρίτο στάδιο, κατά τον συγγραφέα, συστηματικής προώθησης των σχεδίων της Τουρκίας ήταν η αναγνώριση της επιτροπής ακινήτων περιουσιών από το ΕΔΑΔ, σε πρώτη φάση, και σε δεύτερη η εξαγορά των περιουσιών των Ελληνοκυπρίων στις κατεχόμενες περιοχές, για να διασφαλίσει η Τουρκία τη νόμιμη κατοχή τους. « Αν συνεχίσουμε για πολύ έτσι, είμαστε άξιοι της τύχης μας και του επερχόμενου τετέλεσται» προειδοποιεί σε άρθρο του το Δεκέμβριο του 2010.

Σε ένα πολύ επίκαιρο σήμερα άρθρο που γράφτηκε, όμως, το 2010, θέτει βασικά ερωτήματα που μας απασχολούν και σήμερα σε ιδιωτικές και δημόσιες συζητήσεις στα ΜΜΕ, με αφορμή την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων.

Σελίδες 106

Αυτά είναι τα Θέματα εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας που συζητιούνται έντονα σήμερα και στα οποία ο πρόεδρος έδωσε απαντήσεις στην επιστολή του προς τον Πρόεδρο του ΔΗΚΟ.

γ) H κατάσταση στο εσωτερικό, η κυπριακή πραγματικότητα’ δεν βοηθά, κατά τον συγγραφέα στη νηφάλια αντιμετώπιση των πραγμάτων.

“Ενώ, λοιπόν, τούτα τεκταίνονται, εμείς ομφαλοσκοπούμε, βρίσκοντας τρόπους να δημιουργούμε μεταξύ μας αντιπαραθέσεις εις τους τύπους και όχι επί της ουσίας και από πρωταγωνιστές των τεκταινομένων και επερχομένων να καταλήγουμε κομπάρσοι. Δεχθήκαμε για πολύ καιρό μαστιγώσεις και τώρα είμαστε έτοιμοι να καταβροχθίσουμε και το καρότο».

Για τον συγγραφέα είναι ξεκάθαρο ότι την ευθύνη χειρισμού των θεμάτων των κρατών έχουν οι κυβερνώντες. Όπως λέει «Αυτοί καρπώνται τις επιτυχίες και αυτοί ευθύνονται για τις αποτυχίες. Αυτοί εισπράττουν τον έπαινο για τα καλά και αυτοί την μήνιν για τα κακά.».

Και αλλού επισημαίνει ότι «Το διοικείν εστί προβλέπειν» αναφερόμενος ιδιαίτερα στους αποτυχημένους γύρους συνομιλιών αλλά και για την απόφαση του ΕΔΑΔ. Γράφει: «Η απόφαση που πήρε το ΕΔΑΔ, με την οποία μας παραπέμπει να διεκδικήσουμε το δίκαιο και τα δικαιώματά μας από το θύτη και καταπατητή τους Τούρκο εισβολέα, ήταν για τους περισσότερους, όχι μόνο από εμάς αλλά και για όλους όσους εναποθέτουν τις προσδοκίες τους για δίκαιο και δικαίωση στην «αδέκαστη» δικαιοσύνη, κεραυνός εν αιθρία».

«Κεραυνός εν αιθρία ή μήπως η αναμενόμενη εξέλιξη που θεμελιώθηκε στα δικά μας σφάλματα, στην μη αντίστασή μας στα εδώ και καιρό κυοφορούμενα […] «Οι πολίτες των για πολλά χρόνια χαμένων περιουσιών, χωρίς οποιονδήποτε αντισταθμιστική ρύθμιση ή έστω υποστήριξη, ακολούθησαν δρόμους ατομικών διεκδικήσεων» 15 Όμως, επισημαίνει, «τα τελευταία 3-4 μόνο χρόνια, 455 πολίτες έχουν αποταθεί στην Επιτροπή. Ο αριθμός είναι συγκριτικά τεράστιος αν υπολογισθεί σε συνάρτηση με το χρόνο[…] Τώρα είναι η ώρα να αντιληφθούν οι κρατούντες πως εξασφαλίζοντας τις ασφαλιστικές δικλίδες χωρίς να στερήσουν τα δικαιώματα από τους πολίτες, αποτρέπεται η μαζική προσφυγή στην επιτροπή για ξεπούλημα των περιουσιών στην κατοχή.»

Για τον συγγραφέα, την ίδια ευθύνη έχουν οι κυβερνώντες και για την οικονομική κατάσταση. Η ικανοποίηση του ανεξασφάλιστου δανεισμού, ο ανύπαρκτος έλεγχος, οι παρεκκλίσεις, η ανείσπρακτη φορολογία και η προνομιακή μεταχείριση προς ορισμένους, μαζί με την πολιτική αδράνεια για έγκαιρες και έγκυρες παρεμβάσεις, είναι τις πλείστες φορές ανταλλάγματα προς ψηφοφόρους, οι οποίοι αντιμετωπίζονται ως πελάτες και όχι ως πολίτες. Οι λάθος πολιτικές , κατά τον συγγραφέα για αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης πλήττουν κατά κύριο λόγο τους μισθωτούς και τους ήδη δυσπραγούντες. Σημειώνει: Η πολιτική αυτή «μειώνει το κοινωνικό κράτος, φορολογεί εισοδήματα και αφήνει στο απυρόβλητο τον αυγατίζοντα πλούτο των χαρτοφυλακίων […] . Και προτείνει: “η μόνη διέξοδος από την όποια οικονομική κρίση, είναι η καλύτερη υπό τις περιστάσεις ευημερία των πολιτών.» 127

Η ευημερία των πολιτών εξασφαλίζει την κοινωνική ειρήνη, η οποία ακριβώς στηρίζεται στην αρχή ό, τι ο καθένας συνεισφέρει ανάλογα με τις δυνατότητές του, διατηρώντας την αξιοπρέπεια και την ελπίδα για να προσβλέπει σε καλύτερες μέρες. Χωρίς ανάπτυξη και χωρίς τιθάσσευση του πλούτου αλλά μόνο με μέτρα που πλήττουν τους μικρομεσαίους και τους αδύνατους τα μέτρα λιτότητας οδηγούν απλώς στην ευημερία των αριθμών που επιδεικτικά, κατά τον συγγραφέα, οι οικονομολόγοι επιδεικνύουν. 131

Το δίλημμα « Πολιτική ή τεχνοκρατία», όταν μπήκαμε για τα καλά στην κρίση απασχολεί, επίσης, τον συγγραφέα: «Η τεχνοκρατία και οι τεχνοκράτες» γράφει «κυρίως ασχολούνται με τους αριθμούς και δευτερευόντως με τον άνθρωπο. Η πολιτική και οι πολιτικοί κυρίως ασχολούνται με τον άνθρωπο ή έτσι πρέπει να κάνουν και δευτερευόντως με τους αριθμούς, που όμως δεν αφήνονται να διολισθήσουν» 225

« Χωρίς» όμως επισημαίνει «να μας διαφεύγει ότι η πραγματική ευημερία είναι δωρικής λιτότητας, Δηλαδή να μην μας λείπει τίποτε το απαραίτητο και να μην ζητούμε τίποτε το περιττο»201

Στον πολιτικό τομέα ο συγγραφέας ανασκοπεί κριτικά την πορεία του κυπριακού και των διαπραγματεύσεων και διερωτάται καυτηριάζοντας την πορεία του διαλόγου από το 2010 και τα «συμφωνηθέντα», που δείχνουν ότι διαπραγματευόμαστε λύσεις που πιέζουν τον Ελληνισμό της Κύπρου «να καταστεί άβουλος και κατ΄επέκταση μοιραίος αυτόχειρας». σ. 71

Σ.18 « Είναι λοιπόν ώρα να κατανοηθεί ότι σε αυτή τη μακροχρόνια διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού, νικητής θα είναι εκείνος που θα έχει την υπομονή και την επιμονή να διεκδικεί και πάνω από όλα να αξιοποιεί το κάθε τι, είτε είναι μικρό είτε είναι μεγάλο. Μέχρι σήμερα εμείς δεν αξιοποιήσαμε ούτε στο ελάχιστο όσα κατά καιρούς κερδίσαμε. Ούτε βέβαια προσπαθήσαμε να εξουδετερώσουμε όσα η Τουρκία κέρδισε»

Διχασμένο προς τα έξω πρόσωπο με ετεροχαρακτηρισμούς για ακροδεξιά στοιχεία που δεν επιθυμούν λύση οδηγούν σε μεγαλύτερες πιέσεις. Οι πολιτικοί ηγέτες έχουν την ευθύνη, αναφέρει, να διατυπώσουν με σαφήνεια και χωρίς υποχωρήσεις ότι «Τερματισμός της κατοχής δεν νοείται χωρίς εδαφική αποκατάσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως άλλωστε είναι κεκτημένο στην ΕΕ από το 2004». Σ.26 Και συνεχίζει « Αν ο εδαφικός ακρωτηριασμός συνεχίσει να υφίσταται μέσω οποιασδήποτε διευθέτησης, τότε δεν θα έχουμε τερματισμό της κατοχής που είναι το ζητούμενο μας, αλλά μονιμοποίηση και νομιμοποίηση της κατοχής που είναι το ζητούμενο του εισβολέα». 26

Κατ΄εξοχήν ανησυχητική, όμως, είναι για το συγγραφέα , σε κρίσιμες για τον Ελληνισμό εποχές, η στάση πολιτικών και πολιτών. Θεωρεί ότι οι δημοσκοπήσεις που δείχνουν ποσοστά μέχρι και 79% απαξίωσης των πολιτικών δεν προβληματίζουν όσο πρέπει και αναφέρει χαρακτηριστικά: «Τέτοιος βαθμός απαξίωσης είναι πρόβλημα και μάλιστα τόσο μεγάλο, όσο το εθνικό και το πρόβλημα της οικονομικής κρίσης που βιώνουμε» 157

Το φαινόμενο της απαξίωσης της πολιτικής και των πολιτικών δείχνει κατά το συγγραφέα ότι το 1/3 του εκλογικού σώματος αρνούνται την οπαδοποίηση και τη νομιμοποίηση κακής πολιτικής. Διαμαρτύρονται για την παρακμή από την οποία η έξοδος θα γίνει «μόνον όταν οι πολίτες αντιληφθούν ότι ο ικανός και έντιμος πολιτικός δεν τους έχει ανάγκη. Εκείνοι τον έχουν ανάγκη, για αυτό πρέπει να τον επιζητούν με την ψήφο τους για να τους εκπροσωπεί» σ. 65

Και συμπληρώνει: «Δεν γίνεται βέβαια ξαφνικά οι πολίτες αυτής της χώρας να απολιτικοποιήθηκαν». Η αποχή και η απαξίωση είναι διαμαρτυρία, η οποία παίρνει επικίνδυνες διαστάσεις, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων ανθρώπων που είναι απογοητευμένοι από τους διαχειριστές της τύχης τους. Γι΄αυτή τη στάση, όμως, ο συγγραφέας μάς θυμίζει ότι οι κακοί πολιτικοί εκλέγονται από τους καλούς πολίτες που δεν πάνε να ψηφίσουν (37)

Οι πολίτες γράφει «θέλουν να ακούσουν λόγο πολιτικό προοπτικής, να πεισθούν για την αξιοπιστία του λόγου και το πόσο εφικτά είναι όσα τους υπόσχονται και όχι λόγο αντιπαραθέσεων που εξασφαλίζει μεν υψηλές συσπειρώσεις αλλά δεν εγγυάται καλύτερες μέρες για ένα ελπιδοφόρο αύριο» 168

Καταλήγει επισημαίνοντας ότι «Ο λαός ζητά αλλαγές στον εκλογικό νόμο που κάνουν ή θα κάνουν το πολίτευμα πιο αντιπροσωπευτικό και πιο δημοκρατικό’ 193 θυμίζοντας τη ρήση που αποδίδεται στον Einstein ότι «Τα προβλήματα που υπάρχουν σήμερα στον κόσμο, δεν μπορούν να λυθούν με το επίπεδο σκέψης που τα δημιούργησε». 156

ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ
Επιλογικά, στο οδοιπορικό των 2 χρόνων, ο αναγνώστης συνοδοιπορεί σε τεκμηριωμένες αναλύσεις, τομές σε πολιτικές και γεγονότα και θέσεις για υπέρβαση των αδιεξόδων. Είναι φανερό ότι για το συγγραφέα « Έξοδος από το αδιέξοδο είναι μόνον η μέσω του διαλόγου με επιμονή και υπομονή, χωρίς φόβο και πάθος, διεκδίκηση των αυτονόητων και απόρριψη των αδιανόητων. Τούτο, όμως, θέλει αρετήν και τόλμη και άρνηση υποταγής» 36

Η άρνηση υποταγής συνίσταται στην ανυποχώρητη διατήρηση της πολιτικής και νομικής οντότητας και των δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας στα ΗΕθνη και την ΕΕ. Επισημαίνει σε άρθρο του το 2010 -και μένει σε μας να αναλογιστούμε πόσο επίκαιρο είναι:

« Με ό, τι μέχρι σήμερα ακούγεται και προτείνεται, δεν υπάρχει ορατή έξοδος από το αδιέξοδο. Αντίθετα, ορατή είναι η απόρριψη όποιας λύσης τεθεί ενώπιόν μας είτε συνεχίσει να γίνεται ο διάλογος όπως μέχρι τώρα, είτε διευρυνθεί. Μια απόρριψη που θα σωρεύσει δεινά επί δικαίων και αδίκων». 36.

«Γίναμε η χλεύη της Τουρκίας και των εγκαθέτων της στην κατεχόμενη περιοχή του νησιού Έφθασαν στο σημείο να θεωρούν ότι για να φθάσουμε σε λύση πρέπει όχι μόνο να τους δώσουμε όσα παράνομα κατέχουν αλλά, επιπλέον, να νομιμοποιήσουμε την εισβολή και κατοχή» (199)

Για το συγγραφέα μια είναι η λύση «Τερματισμός της κατοχής και αποκατάσταση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών¨86 Εχθρός μας ήταν πάντα τα λάθη μας. «Αναμένεται επιτέλους να ασκηθούν τα κυριαρχικά δικαιώματα και να μην γίνονται διαπραγματεύσιμα, πριν πάψουν να είναι δικαιώματα και οι μεσολαβητές να βρίσκουν μέσες λύσεις. « 246

Και απευθυνόμενος στον Γενικό Γραμματέα προειδοποιεί: «Πρόθυμους να υπογράψουν όρους υποταγής δεν θα βρει στο νησί. Κι αν βρει θα είναι πολύ λίγοι. Οι απειλές και τα ψευδοδιλήμματα που βάζουν μπροστά μας οι ισχυροί της γης που πολύ λίγο τους ενδιαφέρει η φυσική και η εθνική μας επιβίωση, δεν κάμπτουν το φρόνημα της πλειοψηφίας του λαού μας. [..] Άλλωστε γνωρίζει αυτό που και οι κατακτητές ξέρουν. Ότι δηλαδή, μόνο με τη θέλησή μας γινόμαστε τρωτοί.»120

Δεν υπάρχουν πολέμιοι της λύσης, όπως ο Γ. Γρ. ανέφερε. Είναι, όμως, « αναφαίρετο δικαίωμα του καθενός να είναι εναντίον της «λύσης» που του ράβουν, που δεν είναι στα μέτρα του και με την οποία δεν συμφωνεί». 118

Και καταλήγει: «Καμιά μάχη δεν είναι χαμένη αν εσύ δεν δεχθείς ότι χάθηκε[…] και να υπενθυμίζεται ότι και στις πιο δύσκολες ώρες, οι Έλληνες της Κύπρου, με καταπίεση, εκβιασμούς, απειλές, αριστοτεχνικούς σχεδιασμούς και όσα άλλα μηχανεύονταν και υλοποιούσαν τα ξένα κέντρα αποφάσεων, διατήρησαν την ελπίδα, κράτησαν τα οράματά τους και στο τέλος επιβίωσαν εθνικά και φυσικά στη γενέθλια γη τους. Αυτό είναι τώρα το ζητούμενο. Για μας, για αυτούς που πέρασαν, μα πάνω απ΄όλα και πρώτιστα, γι’ αυτούς που θα έρθουν»

Δεν είναι τυχαία, λοιπόν, η αφιέρωση στα εγγόνια, τον Ουράνιο τον νεότερο, την Αντωνέλα και τον Αλφόνσο. Σ’ αυτή τη γενιά οφείλουμε το μέλλον, το οποίο εμείς διαμορφώνουμε εν τη απουσία τους και στο οποίο θα ζήσουν εκόντες άκοντες. Μπορούμε να δεχθούμε την κριτική τους απαντώντας ότι κάναμε γι΄ αυτούς, τους Ευρωπαίους πολίτες, το καλύτερο;
Ρητορική ερώτηση « Εν μέση οδώ» και ευελπιστούμε σε «Ώτα ακουόντων». 
Μαίρη Κουτσελίνη

No comments: