Της Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου
Οι ιστορίες του πόνου κρύβονται πίσω από ετοιμόρροπα μάτια, σεισμόπληκτα λόγια. Γίνονται ύστερα χλομές κουρτίνες στα παράθυρα και κλείνουν μέσα τους όλη τη θλίψη μιας απρόσμενης πτώσης. Κάπου κάπου ανοίγουν το παράθυρο σαν πεταλούδες που νοστάλγησαν την άνοιξη και γράφουνε νότες επάνω σε ένα γεράνι που το ταξιδεύει ο άνεμος με μυρωδιές μες στις αυλές.
Εκείνο το πρωί χάιδεψε και τάισε τη δική της πεταλούδα. Κοίταξε για λίγο τη γυναίκα στον καθρέφτη απέναντί της , άνοιξε το παράθυρο και μύρισε το λευκό γεράνι στο περβάζι της. Η άνοιξη έκανε βόλτες γύρω από τη σκέψη της, μα δίσταζε να γλιστρήσει σαν απρόσμενος επισκέπτης και να κεραστεί χαμόγελο και θέρμη από ζωή. Ο χειμώνας φλέρταρε ακόμα με τη μνήμη της και σκόρπιζε παγωμένες ανάσες στον καθρέφτη με τις θύμησες. ΄Ενας χρόνος είχε περάσει από τη μέρα που διάβηκε επάνω της η ντροπή σαν εξευτελιστική ριπή ενός ανέμου χυδαιότητας. Ριπή αιχμηρή που τη γέμισε με ανίατα τραύματα και την έκανε να σκύψει για καιρό μέσα στη μοναξιά της. Κάποιος είχε βιάσει την ψυχή της κι είχε καταρρακώσει την αυτοεκτίμησή της. Aπό τότε ακουμπούσε όλη την ανατροπή του κόσμου της επάνω σε ένα θολό τζάμι, σε μια θολή ματιά. ΄Ετσι ακριβώς όπως συμβαίνει μετά από ένα φονικό.
Τότε χτύπησε η πόρτα της. Ξαφνιάστηκε. Πάει καιρός που δεν περίμενε κανένα. Είναι πιο εύκολο να συνθηκολογείς με τις αντιξοότητες, όταν αποκλείεις όλες τις αναμονές. Στην αρχή σκέφτηκε να αγνοήσει το απρόσμενο κάλεσμα. Μα η πόρτα της , λεπτή σαν ευαισθησία, βροντούσε από την επιμονή του επισκέπτη. Σύρθηκε μέχρι το κατώφλι , προσπαθώντας να στολίσει το βλέμμα της με μια εαρινή φεγγοβολή. Μπροστά της μια γυναίκα σε ασύμμετρες λέξεις, ασύμμετρες κινήσεις.
Μια κεκλιμένη ζωή κλεισμένη σε μάτια σβηστά, χείλη στεγνά, ρούχα μιας άλλης εποχής, αναμαλλιασμένη, με ένα μικρό σπασμένο χτενάκι να προσπαθεί μάταια να συγκρατήσει την ατημέλητη κόμη της. Στα χέρια της σπαρταρούσε μια νάυλον σακούλα , ενώ μια οσμή από θάλασσα και ψάρια ξεπηδούσε ασυγκράτητη από το περιεχόμενό της. Όχι, δεν την είχε ξαναδεί, μα γνώριμη της φάνηκε εκείνη η ζοφερή ματιά ,γνώριμο και το τρέμουλο στο σώμα και στα λόγια.
Η γυναίκα απέναντί της μιλούσε με παραμιλητό. Προσπαθούσε, λέει, να κόψει το αλκοόλ, δεν ήταν ζωή αυτή η εξάρτηση, όφειλε να ξανασταθεί στα πόδια της, με κάθε θυσία, με κάθε κόστος. Και τα ψάρια τα΄χε πάρει το πρωί με τη βάρκα του ο γερο-πατέρας της, μόνο που δεν έβρισκε εδώ και ώρα αγοραστή. Κανείς δεν αγόραζε την απελπισία της κι εκείνη έπρεπε να πάρει τα χάπια της, έπρεπε να πάρει τη ζωή της στα χέρια της. Είχε ένα παιδί!
Ω , ναι είχε ένα παιδί, μα εκείνο δεν την είχε. Εδώ και καιρό, από τότε που το κατήφορο αποδείχτηκε πολύ ολισθηρό για τα γυμνά της όνειρα.
Σώπασε ξαφνικά, στάθηκε και κοίταξε την άγνωστη με φόβο που άγγιζε τις παρυφές του τρόμου. Και τότε ένιωσε το χέρι της οικοδέσποινας στο δικό της, αβέβαιο στην αρχή, μετά αποφασιστικό. Ένα χελιδόνι πέταξε απρόσμενα μπροστά τους και βάλθηκε να φτιάχνει τη φωλιά του ανάμεσα στα δυο τους βλέμματα.
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment