Της Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου
Ο Απρίλης σίμωνε χαρωπά ακολουθώντας μια διαδρομή πλάι στο παραθύρι της. Κοντοστεκόταν με δυο ματσάκια από ρόδα στα μάγουλά του, χαμογελούσε σαν ευτυχισμένο χελιδόνι και μισοκρυβότανε σε μια αναρριχητική μέρα, που σκαρφάλωνε επίμονα μέσα στη μνήμη της. Πενήντα εννιά Απρίληδες πηγαινοερχόντουσαν μέσα στην ανοιξιάτικη αύρα , έσκυβαν σαν παιχνιδιάρικα λόγια αηδονιού στο κατώφλι της και ξανάφερναν εμπρός της , ίδια με ερωτική λαλιά, τη λεβέντικη θωριά του. Ποιος είπε πως τα γηρατειά γερνάνε;
Έκλεινε εκείνη τα δεκαεφτά. Κι έκλεινε εκείνος τα είκοσί του χρόνια σε ένα τουφέκι και σ΄ένα τραγούδι για τη λευτεριά. Της το΄χε πει ένα σούρουπο, την ώρα που στο περιβόλι έσταζε η δρόσος μιας ανάστατης νιότης. Την πατρίδα του αγαπούσε μα και κείνην...΄Υστερα κοίταξε πέρα στον ορίζοντα, που μια σκλαβωμένη ανάσα κατηφόριζε απ΄το περήφανο βουνό , σκέπαζε τις στέγες των σπιτιών, τις καρδιές των ανθρώπων και γέμιζε γκρίζα νύκτα κάθε μέρα τους. Δεν αργούσε, της είπε, ο ξεσηκωμός. Δεν αργούσε το ξύπνημα της περηφάνιας.
Μιλούσε με τον ενθουσιασμό ενός μικρού παιδιού, με τη θέληση του ενήλικα, τον μεστωμένο λόγο της ωριμότητας. Κι έπαιρναν τα δέντρα τα λόγια του και τα΄καναν καρπούς πάνω στα κλώνια, να έβρει η άνοιξη να χαϊδέψει με τη φλόγα της και να δώσει μικρές λαμπάδες από ανάσταση. Ύστερα σώπασε και την κοίταξε στιγμές που της φάνηκαν αιώνες, αιώνες που της φάνηκαν στιγμές. Θα ήθελε τόσο πολύ την ώρα εκείνη να πάρει το χέρι της στο δικό του, να αγγίξει με τα ακροδάχτυλά του τα χείλη της που τρέμανε κάτω από τη ζέση της ματιάς του.
Μα σηκώθηκε αυστηρός ο άντρας μέσα του, βαρύς και ο κύρης του σπιτιού με ορμήνιες για τα ξένα κορίτσια, που οφείλει να σέβεται τ΄αρσενικό, αν πραγματικά έχει καλό σκοπό και βάζει την κοπελιά στο πιο ψηλό βάθρο της καρδιάς και της υπόληψής του. Ψέλλισε μόνο αντίο, ψιθύρισε καλή αντάμωση, φώναξε σ΄αγαπώ με πύρινο το βλέμμα του κι ύστερα άφησε την πατρίδα και την ιδέα του ξεσηκωμού να γίνουν ουρανός και να τον πάρουνε ψηλά, στης λευτεριάς τα σκαλοπάτια, σαν ανάληψη αγγελικής αγάπης, που δε χωράει πια στα λόγια και στα έργα των θνητών.
Πενήντα εννιά Απρίληδες από τότε. Πενήντα εννιά θύμησες σε ένα περιβόλι που κρατάει ακόμα στις φυλλωσιές του τις πατημασιές ενός ανεκπλήρωτου έρωτα. Θα ξημερώσει και πάλι μία μνήμη μέσα στα φύλλα δάφνης και στα τραγούδια του Αγώνα. Κι εκείνη θα ταξιδέψει για άλλη μια φορά σε ένα παραμύθι που δεν έγινε αλήθεια, σε μια αλήθεια που δεν έγινε ζωή μα αθανασία.
Ύστερα θα ανασύρει όλα τα λόγια που δεν είπαν, όλες τις αγάπες που δεν έζησαν, όλες τις μέρες που δεν φίλησαν και θα τις κάνει αχτίδες του ήλιου, ρόδα και γιασεμιά, να στολίσουν την ξώθυρα της καρδιάς της. Μια πόρτα διάπλατη που δεν έκλεισε ποτέ πίσω του, παρά μόνο πρόσμενε σαν μάνας φτερούγισμα ένα γυρισμό, θυσία στης πατρίδας το βωμό και στης τιμής τη δόξα.
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment