Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου
Είναι μια θάλασσα που δεν τον ταξίδεψε ποτέ. Μονάχα τον κοιτάζει βουβή και τον ξεκουφαίνει. Τόση κραυγή σε μια σιωπή! Μα δεν μπορεί να την αγνοήσει εκεί στο έβγα του Μάρτη, στο έμπα του Απρίλη. Γιατί είναι μια άνοιξη που δεν ευώδιασε μες στη ζωή του, ένα λουλούδι που δεν στόλισε την καρδιά του. Και πάντα θυμάται εκείνη, λίγο πριν έρθει ξανά και ξανά ένας σκληρός Απρίλης. Εκείνη που τον έκανε πρώτα ονειροπόλο, μετά ποιητή και στο τέλος θύμα της άρνησης και της φυγής της.
Την είδε για πρώτη φορά να τριγυρνάει μες στο περιβόλι με ένα ροζ φόρεμα και μια ροζ κορδέλα στα μαλλιά. Η « πρωτευουσιάνα», όπως την λέγαν όλοι στο χωριό, έμοιαζε σαν χελιδόνι που γύρευε να ξελογιάσει την άνοιξη του μικρόκοσμού του. Και το κατάφερε με ένα της μόνο βλέμμα, με ένα της μόνο μικρό χαμόγελο, καθώς έστρεψε τα μάτια της στην κορμοστασιά του και ρώτησε με φωνή σαν τρεχούμενο νερό πού ήτανε το ξωκλήσι του Aϊ-Γιώργη. Κι εκείνος ένιωσε τότε να τον ραίνουν πρωτόγνωρα ποτάμια του έρωτα, χείμαρροι ορμητικοί, που πήραν για πάντα την καρδιά του και την απόθεσαν στα χέρια της.
Παράτησε μεμιάς τα δέντρα, το σκάψιμο, της γης του τη φροντίδα κι έσπευσε να τη συνοδέψει μέχρι το ξωκλήσι. Περίμενε σαν μαγνητισμένος να ανάψει το κερί της , ενώ εκείνου άναβε συνέχεια η καρδιά του και γινότανε μια τεράστια φλόγα , έτοιμη να κάψει τη ζωή του ολάκερη για χάρη της. ΄Υστερα εκείνη ψιθύρισε ένα ευχαριστώ, που έφτασε στα αυτιά του σαν μελωδία από άρπα αγγέλων και χάθηκε μέσα στα περιβόλια, αφήνοντας του ένα τεράστιο κενό , ίδιο με γκρεμό , να πέφτει μέσα η καρδιά του να κομματιάζεται.
Το βράδυ κάθισε με τις ώρες κάτω από τα αστέρια. ΄Εκανε ακόμα ψύχρα, μα εκείνος καιγότανε ολάκερος από ερωτικό πυρετό. Κι όταν ξημέρωσε, αποφάσισε να προδώσει, πρώτη φορά τη γη του, να κατέβει από την απομόνωσή του στην πλατεία του χωριού, να στηθεί έξω από το μπακάλικο, έξω από την εκκλησία. Κάπου θα την έβλεπε, κάπου εκείνη θα τριγυρνούσε. Και δεν είχε άδικο. Βγήκε κατά το μεσημέρι με ένα κατακόκκινο φόρεμα , ίδιο με το αίμα που του ανέβαινε ακράτητο στο κεφάλι. ΄Εκανε αυθόρμητα να την πλησιάσει, μα από τη γωνιά ξεπρόβαλε ο άρχοντας του χωριού, λεφτάς και ξιπασμένος.
Εκείνη, όμως, δεν είδε τίποτα από αυτά. Μόνο αρπάχτηκε από το ύφος του, από το βάδισμά του, από τον αέρα που του χάριζε απλόχερα το χρήμα. Τον ακολούθησε τυφλά κι ύστερα ο προύχοντας την πήρε στην πόλη και παντρεύτηκαν και έστησαν εκεί το σπιτικό τους κι εκείνος έμεινε στην πλαγιά του, σαν τα δέντρα του ριζωμένος , με ένα μαχαίρι στο στήθος του για χρόνια πολλά, για ολάκερη τη ζωή του.
Κι είναι και πάλι στο δρόμο κι έρχεται ένας Απρίλης κι είναι και πάλι εκείνη στο χωριό, με το σκούρο φόρεμα του πένθους , με ένα κότσο λευκές αγωνίες στα μαλλιά, με χαρακιές μοναξιάς στο πρόσωπο, στα μάτια. Την είδε πάλι στο δρόμο για τον Αϊ-Γιώργη, μα ήτανε μπρος του με το ροζ της φόρεμα, τη ροζ κορδέλα στα μαλλιά κι εκείνος σφάδαζε ακόμα από έλλειψη με εκείνη τη μεγάλη ,αιμάτινη κηλίδα στην ύπαρξή του.
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment