Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου
Πρώτη μέρα του Μάρτη, πρώτη μέρα και μιας άνοιξης που αναδύεται δειλά μέσα από τα νύχια ακόμα του χειμώνα. Το κρύο, κάπου εκεί στην οπισθοχώρησή του, ρίχνει ακόμα μερικές ψυχρές κανονιές, να επιβεβαιώσει τη δύναμή του. ΄Υστερα αποσύρεται ανυπεράσπιστο, παραδομένο στη μοίρα της ατέρμονης ακολουθίας των εποχών. ΄Ολα κυλάνε, εναλλάσσονται, μεταλλάσσονται…΄Ολα ίσως προδιαγράφονται απ΄τη στιγμή της γέννησής τους, δεμένα άρρηκτα με την κλωστή του θανάτου τους.
Αράζει στο σαλόνι με μια κούπα αχνιστό καφέ. Το σπίτι σιωπηλό. Καμιά ανάμνηση να περιφέρεται στη διαπασών μέσα στους χώρους της απομόνωσής της. Ευτυχώς! ΄Εχει κουραστεί να βολοδέρνει στο πέλαγο της μνήμης. Εκεί μονάχα παλιές δόξες ναυάγια περιμαζεύει. Κάποτε ήταν η υπέρλαμπρη ντίβα του θεάτρου, η γυναίκα σύμβολο, ο πόθος που στοίχειωνε τα αντρικά βλέμματα. Κάποτε, ναι, είχε για τροφή το χειροκρότημα , για προσκέφαλο την επιτυχία και τη διασημότητα.
Τώρα ο καθρέφτης της προβάλλει εμπρός της ένα μαστιγωμένο πρόσωπο, ένα καταρρακωμένο σώμα. Δεν της χαρίστηκε, δεν του κλάφτηκε. Γονάτισε στωικά εμπρός στη μοίρα της και δέχτηκε την καταδίκη της, αφού πάλεψε για χρόνια με ό,τι σκεύασμα της πρόσφερε η βιομηχανία που διατεινόταν ότι γεννούσε και διατηρούσε τη νεότητα. Ανοησίες! ΄Ερχεται μια στιγμή που οι ορδές του χρόνου, ακάθεκτες, καταλύουν και το τελευταίο οχυρό της φιλαρέσκειας. Κ ι είναι , στ΄αλήθεια, σκληρό, πολύ σκληρό να παραδίδεσαι πλέον αμαχητί, ανήμπορη στις υψηλές επιταγές του Δυνάστη Καιρού.
Τουλάχιστον, να μην ήταν μόνη! Μα η αντρική συντροφιά έφυγε παρέα με τη ζωηράδα του κορμιού της. Κάποιος αόρατος εχθρός σάλπισε ξαφνικά οπισθοχώρηση του αντρικού γένους κι εκείνη απέμεινε στη μέση μιας ερήμου, λες και ζούσε τη χειρότερη στιγμή ενός εφιάλτη της. Μοναδική παρηγοριά οι φωτογραφίες, κυρίως πορτρέτα από παλιούς θριάμβους της, στους τοίχους του σαλονιού, του υπνοδωματίου, ακόμα και της κουζίνας. Μα είναι λες και απεικονίζουν πλέον μία άλλη, μια άγνωστή της ωραία γυναίκα, με τόσο πόθο και πάθος στο βλέμμα, που την καίει ολόκληρη και πετάει τις στάχτες της σε όλο το παρόν της.
Κι η ντίβα μέσα της; Η μεγάλη ηθοποιός; Μήπως έχει πεθάνει εδώ και καιρό μαζί με τη γυναίκα; Πάει τόσος καιρός να τη φωνάξουν για ένα έστω μικρό ρόλο. Η τελευταία φορά ήτανε πριν πέντε περίπου χρόνια, όταν ο τόπος βαυκαλιζόταν ακόμα με τη δήθεν ευμάρεια και τα σήριαλ στην τηλεόραση φύτρωναν όπως τα μανιτάρια μετά τη βροχή. Της ζήτησαν να παίξει το ρόλο μιας γιαγιάς. Αρνήθηκε. Δεν θέλησε ποτέ να αρθρώσει τον λόγο της άρνησής της. Από τότε… σιωπή! Τώρα αισθάνεται σαν μια ληγμένη ημερομηνία σε κάποιο περιθώριο κιτρινισμένου τετραδίου.
Γύρω της, μέσα της, μονάχα ένα παρελθόν γεννιέται, μονάχα ένα παρελθόν κάποτε κλαίει κάποτε γελά, καθώς η ορχήστρα παίζει το τελευταίο ταγκό της παράστασής της. Κατεβάζει στον κρύο κόσμο της την τελευταία γουλιά του καφέ. Κρύα πια κι αυτή. Τουλάχιστον… να μην ήταν μόνη μέσα στην απέραντη μοναξιά του κόσμου. Μα τώρα το ξέρει πως αγάπησε πιο πολύ τον εαυτό της παρά την ίδια την αγάπη.
Όλα έχουν ένα τίμημα. Θα πληρώσει μέχρι το τέλος το μερίδιο που της αναλογεί. Κι αν αυτή η άνοιξη μέλλεται να είναι κι η στερνή της, θα παίξει καλύτερα από ποτέ τον ρόλο ενός άγριου τριαντάφυλλου που το ημερεύει σιγά σιγά μονάχα η όψη του θανάτου.
Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment