Στις 19/02/2015 κλείνουν τέσσερα χρόνια από την ημέρα (19/02/2011) που ο λαϊκός μας ποιητής Χαράλαμπος Δημοσθένους ξεκίνησε για το ταξίδι του τ΄ αλαργινό, πλήρης ημερών σε ηλικία 94 χρόνων.
Όπως αναφέρει στην αυτοβιογραφία του «Γεννήθηκα στην Κοντέα, 29 του Μάρτη με το παλαιόν ημερολόγιο «αλαγρέκα», όπως το έλεγε η μητέρα μου και με το νέον ημερολόγιο «αλαφράνκα», στις 11 Απριλίου του έτους 1917, ημέρα Αγία Τετάρτη.
Μετά την τουρκική εισβολή του 1974 υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το αγαπημένο του χωριό και να εγκατασταθεί στο χωριό Μαντριά της επαρχίας Πάφου, μαζί με την γυναίκα του την Χρυσταλλού Ξενίδη, η οποία καταγόταν και αυτή από την Κοντέα με την οποία απέκτησε έξι γιούς.
Για βιοποριστικούς λόγους ασχολήθηκε με την γεωργία, όμως παράλληλα δεν ξέχασε τις μεγάλες του αγάπες, την μουσική και την ποίηση που από μικρή ηλικία κουβαλούσε μέσα του. Ιδιαίτερα αγαπούσε την βυζαντινή μουσική την οποία διδάχθηκε από τους Γιάγκο Σουρουλλά και Σώζο Τομπόλη, είχε δε Δάσκαλο του τον σπουδαίο Τεύκρο Ανθία. Αφού παρακολούθησε μαθήματα για περίπου ένα χρόνο αρχίζει να ψάλλει στο χωριό του αρχικά και αργότερα όπως αναφέρει στην αυτοβιογραφία του διορίσθηκε στον Άγιο Εξορινό, εκκλησία εντός των τειχών της Αμμοχώστου.
Άριστος χειριστής της Κυπριακής διαλέκτου, εκτός από την ποίηση, γράφει και μουσική. Η δήλωση του σε κάποια συνέντευξη φανερώνει την ταπεινότητα του. «Αν γράψω κάτι που αξίζει τον κόπο, έστω και κόκκος άμμου, πάνω στο μεγαλειώδες οικοδόμημα που λέγεται μουσική και ποίηση, θα είμαι ευτυχής».
Σημαντική ήταν η φιλία που διατηρούσε με τον μεγάλο μας ποιητή Παύλο Λιασίδη από τη Λύση τον οποίο, όπως αναφέρει, τον γνώρισε σε ηλικία δέκα χρονών, όταν πήγε με τον πατέρα του στη Λύση, στις 8 Σεπτεμβρίου, όπου γινόταν μεγάλη θρησκευτική πανήγυρης, επειδή η εκκλησία της Λύσης ήταν αφιερωμένη στην Παναγία. Από την πρώτη στιγμή που είδε τον Λιασίδη, αναφέρει, δεν έχανε τις παραστάσεις, που παρουσίαζε το πρώτο σωματείο που ιδρύθηκε στη Λύση με το όνομα Λ.Α.Λ.Λ. Δεν τον τραβούσε τόσο η παράσταση, όπως αναφέρει, όσο «ο λεβεντονιός βρακοφόρος με το στριμμένο μουστάκι», που μαγνήτιζε κυριολεχτικά τους θεατές όταν απάγγελε τα ποιήματά του.
Στις θεατρικές παραστάσεις, παραδέχεται, ότι «η Κοντέα συναγωνιζόταν την Λύση. Η Λύση όμως υπερτερούσε, γιατί είχε έναν Σουρουλλά κι έναν Λιασίδη».
Το 1989 οι Πολιτιστικές Υπηρεσίας του Υπουργείου Παιδείας εκδίδουν σε βιβλίο την ποιητική αλληλογραφία που είχε με τον Παύλο Λιασίδη, που βρίσκεται κι αυτός στην προσφυγιά. Έτσι με αυτό τον τρόπο διασώζουν ένα μέρος του σημαντικού τους έργου. Παραθέτω πιο κάτω χαρακτηριστικό απόσπασμα από την αλληλογραφία τους.
Αναφέρει λοιπόν ο Χαράλαμπος Δημοσθένους: «Ο Παύλος Λιασίδης έπαιζε πολύ ωραία, πιδκιαύλιν (φλογέρα). Στη Λύση είχε ένα, που συνήθισε τόσο πολύ μαζί του, που πίστευε πως δεν είχε καλύτερό του. Στην προσφυγιά που μέναμε τότε με τις οικογένειες μας συναντιόμαστε συχνά στη Λάρνακα, πίναμε και το ποτήρι μας το συνοδεύαμε πάντα με τραγούδι, απαγγελίες και φλογέρα. Ο Λιασίδης το αγαπημένο του πιδκιαύλι το αφήκε στη Λύση και αυτό που είχε δεν τον ικανοποιούσε. Όταν εγώ λοιπόν ήμουν στα Μαντριά της Πάφου, είχα έναν καλαμιώνα στην αυλή μου, έκαμα ένα ωραίο πιδκιαύλι, το έστειλα στον Παύλο Λιασίδη με το πιο κάτω τετράστιχο:
Εις το όνομα σου γίνηκε, Παύλο, τούντο πιδκιαύλιν
μες του σπιθκιού σου την αυλήν, δίχωρον τζαι προσαύλιν.
Σου εύκουμαι απού καρκιάς, φίλε μου ν΄αδονήσει
Τζαι να ακουστεί μες το χωρκόν π΄ανατολήν εις δύσην,
ο Παύλος αξιώθηκεν να ξαναδεί την Λύσην.
Η απάντηση του Παύλου Λιασίδη ήταν:
Τζείντο πιδκιαύλιν πο΄πεψες , πράβο σου πρώτα είπα
΄μμα παραστράταν ύστερις η πισινή του τρύπα…
Θέλω το νάν ΄καπάτικον, αδρύτερον περίτου
Όι νάν΄γεναιτζίσιμη γοιον τούτον η φωνή του.
Απού την Λύσην θέλω το ν ΄ακούεις στην Κοντέαν
εν χάνω τες ορπίδες μου, με βκάλλω την ιδέαν.
Μεγάλο αγκάθι στη ψυχή του Χαράλαμπου Δημοσθένους ήταν όταν ο γιός του Αντώνης έπεσε μαχόμενος στη Κερύνεια και θάφτηκε εκεί. Το ποίημα του «Εννά΄ ρτεί τζείνη η μέρα», είναι συγκλονιστικό:
«Στην όμορφην Τζερύνεια μας έχω τζαί γιώ να ΄ρίσω
τζι από τα βάθη της καρκιάς εννά της τραουδήσω.
Στην μέσην έσει εκκλησιάν σαν το πεζούνιν τ΄ άσπρον
η θάλασσα της , το βουνόν, λιμάνιν τζαι το κάστρον
εν΄ ζωγραφκιά που γίνηκεν που μάστρον δίχα λάθη
τζαι τζείνη ζωγραφίστηκεν μες της καρκιάς τα βάθη.
Στην ομορκιάν εν πλάσκεται στην πλάσην ούλλην άλλη
Τζι ΄ότι βλαστά στο χώμαν της μπλέει στο φώς, στα κάλλη.
Το χώμαν της επότισεν με γαίμαν ένας γιός μου,
να πάω εις τον τάφον του, χάρην Θεέ μου δώσμου!
Λάδιν, τζερίν στο μνήμαν του, πρώτην φοράν να τα΄άψω
με κλάμαν, κλάμαν του γονιού με τζείνον να τον κλάψω!
Τα δάκρυα, το γαίμαν του, να το ΄βρουν τζαιν΄ αννοίξουν
Τζιαί φκιόρα που το σμίξιμον να πιούσιν τζαίν΄αννοίξουν
τζιαί να μυρίσ’ ο τάφος του με λευτεριάς αέρα,
πιστέψετε, αδέρκια μου εννά ‘ ρτει τζείνη΄μέρα»
Βαθιά φιλία και εκτίμηση έτρεφε ο Χαράλαμπος Δημοσθένους και για τον Κώστα Χαραλαμπίδη, από την εποχή που ο γνωστός καλλιτέχνης έγραψε ιστορία στα καλλιτεχνικά δρώμενα του τόπου και όχι μόνο, με την παρουσία του στον γνωστό χώρο του «Εναλλάξ».
Παραθέσω ένα περιστατικό το οποίο μου διηγήθηκε ο Κώστας Χαραλαμπίδης, που κατά την γνώμη μου φανερώνει την απλότητα αλλά και το εύρος της γνώσης, ιδιαίτερα των συναισθημάτων που έκρυβαν μέσα τους, η γενιά αυτών των δημιουργών, της άλλοτε αγνής και νοσταλγικής εποχής.
Ένα καλοκαιρινό Λευκωσιάτικο βράδυ, στους δροσερούς κήπους του καφεθεάτρου «Εναλλάξ» κι αφού τέλειωσε το πρόγραμμα, ο Κώστας Χαραλαμπίδης δέχεται μια ανέλπιστη επίσκεψη. Από τον στενό διάδρομο που οδηγεί στην αυλή, προβάλλει η μορφή του Χαράλαμπου Δημοσθένους. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, κι ο Χαράλαμπος περιπλανιόταν για ώρες στους δρόμους της Λευκωσίας, αφού είχε χάσει τον δρόμο για το οικογενειακό σπίτι που θα τον φιλοξενούσε, μετά την τιμητική εκδήλωση που του είχε κάνει το Υπουργείο Παιδείας. Ο ποιητής μας, μέσα στην αγωνία και την απόγνωση, σκέφτηκε τον μόνο φίλο που θα τον έβγαζε από αυτή την περιπέτεια. Έτσι πήρε τον δρόμο, με τα πόδια, για τις κάτω γειτονιές, της Χρυσαλινιώτισσας, εκεί που βρισκόταν το «Εναλλάξ», στο οποίο παλαιότερα είχε φιλοξενηθεί ως ποιητής και καλλιτέχνης. Η έκπληξη αλλά και η χαρά του Κώστα Χαραλαμπίδη που είδε τον φίλο του Χαράλαμπο, τέτοια ώρα, δεν περιγράφεται. Αμέσως φροντίζει και τον τακτοποιεί σ’ ένα μικρό δωμάτιο στο βάθος του κήπου, του στρώνει το μικρό κρεβάτι με καθαρά σεντόνια, του βάζει στο κομοδίνο ένα ποτήρι γάλα και τον καληνυχτίζει, με τη βεβαιότητα ότι θα τον δει το πρωί.
Το πρωί της επομένης μέρας ο Κώστας Χαραλαμπίδης του ετοίμασε πρωινό και πήγε να τον ξυπνήσει. Λυπήθηκε, όμως, όταν είδε ότι ο Χαράλαμπος είχε φύγει. Φρόντισε μάλιστα να στρώσει και το κρεβάτι. Στο κομοδίνο ο Κώστας είδε το παρακάτω σημείωμα που του άφησε ο πολύτιμος φίλος του και το οποίο φυλάει μέχρι σήμερα ως ένα από τα πολυτιμότερα δώρα:
Κώστα μου σαν να βρέθηκα πόψε εις το χωρκόν μου
Τζι ΄έπνασα τζαι τζοιμήθηκα στα σπίθκια των γονιών μου.
Τούτ΄η αγάπη πόνωσα ο λόος εν ιφτάνει
τζι όποιος θελήσει να το πή τον κόπον τον να χάννει.
Ένωσ’ αγάπην τζι αδρωπιάν τα κάλλη της καρκιάς σου
για μεν πρωτοφανέρωτα. Τώρα όμως γεια σου, γεια σου.
Με την αγάπην μου
Χαράλαμπος.
10.7.1991
Αυτός ήταν ο Χαράλαμπος Δημοσθένους. Μια αγνή, ευγενική ποιητική μορφή κι ένας έξοχος τροβαδούρος της παράδοσής μας, που το πέρασμά του από αυτή την εφήμερη ζωή, άφησε το δικό του στίγμα. Σημάδι ανεξίτηλο μιας πλούσιας κληρονομιάς, με προμετωπίδα τις αξίες και τις παραδόσεις, την ταπεινότητα και την πλούσια σε αισθήματα καρδιά!.
Πάμπος Κρασιάς
No comments:
Post a Comment