Eλένης Αρτεμίου Φωτιάδου
΄Ενα
ένα κατέβαινε τα σκαλιά της εξαθλίωσης. Πρώτα η ανεργία. ΄Ενας πόνος βαθύς, που
του κατέτρωγε μήνες τα σωθικά κι ύστερα τον πέταξε, όμοια με σκουπίδι, στη
χωματερή της απόγνωσης. ΄Υστερα ήρθαν οι κατασχέσεις από τις Τράπεζες, που τον
άφησαν σε μια νύχτα μέσα, χωρίς στέγη και ελπίδα.
Σύρθηκε μέχρι κάτι κοντινούς συγγενείς, έσβησε και το τελευταίο ίχνος
αξιοπρέπειας, ικέτεψε, απαίτησε και στο τέλος μάζεψε τα ψίχουλα που του πέταξαν
και πήγε να ζήσει σε μια αποθήκη με ελάχιστο φως, πολλή μιζέρια. Θα μπορούσε να
κρατηθεί λιγάκι ακόμα από τη γλύκα της ζωής, αν δεν έχανε εκείνο το μικρό
μαγαζί με τα είδη προικός, που με τόσο
κόπο είχε στήσει, από τα νιάτα του ακόμα. Μα τα χρέη, αμείλικτα , ορθώθηκαν
βουνό μπροστά του κι αυτός δε βρήκε τη
δύναμη να δρασκελίσει τις απότομες κορφές τους.
Μια
μόνο έγνοια, του άνοιγε ακόμα ένα μονοπάτι σε τούτον τον ανήφορο. Του παιδιού
του η σκέψη εκεί στα ξένα που σπούδαζε. Στον τελευταίο χρόνο ήταν ο Δημήτρης
του, φαρμακευτική τελείωνε. Και ιδέα δεν είχε για το δράμα του πατέρα του. ΄Εμενε
με την αδερφή του εκεί πάνω στη Θεσσαλονίκη. Να’ ναι καλά η Δέσποινα , που
άνοιξε το σπιτικό της και τον δέχτηκε το μοναχογιό του. Κι όσο ήταν κοντά του
το καλοκαίρι το παιδί, είχε ακόμα το διαμέρισμά του και λίγες οικονομίες στην
άκρη. Τίποτα δεν άφησε να φανεί. Με ένα χαμόγελο τον καλημέριζε κάθε πρωί τον
…επιστήμονά του κι ύστερα έτρεχε για τα απαραίτητα. Για να μην τον βλέπει η
Αμαλία του από κει ψηλά και στενοχωρηθεί . «Το
παιδί και τα μάτια σου» , του είχε πει δέκα χρόνια πριν, σαν είδε να
έρχεται το τέλος.
Μα
τελευταία σφίξανε πολύ τα πράγματα. Και τώρα, μόνος μες στην κρύα αποθήκη, με
συντροφιά του τα αναπάντητα γιατί,
πάσκιζε να βρει μια λύση στο πρόβλημά του. Για τον εαυτό του δεν τον ένοιαζε.
Θα μπορούσε να ζήσει και με ελάχιστα. Μα όχι! ΄Οχι το παιδί! Ο Δημήτρης του θα
γύριζε σε λίγο καιρό, θα έπρεπε να βρει ένα σπίτι να τον περιμένει, μια
ασφάλεια να τον αγκαλιάσει και να του δώσει τα φτερά να πετάξει στα όνειρά του.
« Ένα μικρό φαρμακείο, πατέρα, να στήσω μέσα το κουράγιο και τη θέληση κι έτσι
να πορευτώ , τίμια σαν κι εσέ μες στη ζωή μου».
΄Ηρθαν
ξανά τα λόγια ετούτα του γιου του στα αυτιά του. Κάθε λέξη και λεπίδι, που του
χάραξε τις αντοχές, που του κατακρεούργησε τους φόβους και τους πέταξε στο
χαντάκι με τα απαγορευμένα. Πήρε βαθιά ανάσα, σηκώθηκε, βγήκε στο δρόμο. Μέρες
τώρα το σκεφτόταν, μα όσο ζύγωνε ο καιρός να αντιμετωπίσει το γιο του, πιο πολύ
έβλεπε πως δεν είχε άλλη επιλογή. Στα πενήντα τέσσερα πια, νέος δεν μπορούσε να πει πως ήτανε, μα
ούτε και γέρος. Και δόξα τω Θεώ, από υγεία έστεκε καλά. Κάποιος του σφύριξε την
περίπτωση… ΄Ενας πλούσιος, από τους μεγαλέμπορους εκείνους, που προλάβανε να
κάνουν γερό πορτοφόλι, έψαχνε νεφρό για μεταμόσχευση. Και το αντάλλαγμα; Εκατό χιλιάδες ευρώ!
Κάθισε
και τα λογάριασε μέχρι τελευταίο σεντ. Κι ο Δημήτρης του θα τέλειωνε τις
σπουδές του και ένα μικρό φαρμακείο θα
κατάφερνε να του ανοίξει , να τον στηρίξει, μέχρι που ο λεβέντης του να
ορθοποδήσει και να μπορέσει μόνος του,
δυναμικά, να φτιάξει τη ζωή του. Κι από την άλλη, θα άφηνε κι εκείνη τη μίζερη
αποθήκη, θα έπιανε ένα μικρό, μα βολικό
διαμέρισμα, να υποδεχτεί σαν άνθρωπος το παιδί του.
Σταμάτησε
έξω από το πολυτελές κτήριο. Στον πέμπτο όροφο του είχαν πει, αποφάσισε να
ανέβει με τις σκάλες. Πάντα φοβόταν τους πολύ κλειστούς χώρους, σπάνια έμπαινε
σε ανελκυστήρα. Πνιγόταν. Σταμάτησε έξω από το γραφείο με τη βαριά, δρύινη πόρτα,
πήρε βαθιά ανάσα, χτύπησε. Δεν ήταν σίγουρος αν άκουσε κάποιον να τον καλεί, μα
άνοιξε και μπήκε. Τον είδε σκυμμένο επάνω στα χαρτιά του, με τα χοντρά μυωπικά
γυαλιά, την πανάκριβη αλυσίδα στο χέρι, το καλοραμμένο κοστούμι, την
καλοραμμένη ζωή.
Όχι,
δεν μπορεί να ήταν αυτός! Μια χορδή κινήθηκε άτσαλα μέσα του κι έσπειρε την
πρώτη ανησυχία στον αγρό που μέρες τώρα καλλιεργούσε την αισιοδοξία του. Ναι,
δε χωρούσε αμφιβολία. Είχε μπροστά του τον άνθρωπο που του σκότωσε πριν χρόνια
τη χαρά του. Αυτός, ναι, αυτός, του είχε
πάρει την
Αμαλία του. Όχι, ποτέ δεν καταγράφηκε το
έγκλημα, γιατί δεν τιμωρούνται τέτοιου είδους ανόσιες πράξεις. Ποτέ κανένας δεν
του ζήτησε το λόγο, επειδή ρίχτηκε σε μια φτωχή γυναίκα, που πήγε να δουλέψει
καθαρίστρια στην εταιρεία του. Ούτε και λογοδότησε ποτέ, επειδή η Αμαλία βγήκε σαν τρελή στους δρόμους , χτυπήθηκε στη
διασταύρωση από μοτοσυκλέτα και πέθανε τελικά μια βδομάδα μετά στο νοσοκομείο,
όταν υπέκυψε στα τραύματά της και στη μοίρα της. Μα πρόλαβε, πριν ξεψυχήσει, να
του πει για την ανήθικη επίθεση του αφεντικού. Και τώρα εκεί, αξιοσέβαστος επιχειρηματίας, περίμενε, με
εκατό χιλιάδες ευρώ στο χέρι, να συνεχίσει τον άνετο και παχουλό του βίο.
«Μη!»
κραύγασε η καρδιά του. «Μη!» φώναξε και η θύμηση, σαν πέρασε από το χλωμό πρόσωπο
της Αμαλίας, την ώρα που έσβηνε στα μάτια της ο ήλιος. «Και το δικό σου νεφρό
να δώσεις, μολυσμένο, ακάθαρτο θα μείνει το αίμα του», υποστήριξε η λογική του.
Δε
μίλησε, δεν τον ξανακοίταξε. ΄Εκανε
στροφή, βγήκε έξω, κατέβηκε γοργά με
τον ανελκυστήρα, χύθηκε στο δρόμο… Ο
Δημήτρης του θα καταλάβαινε. Θα περίμενε. Κι η ψυχή του, πιο θεριεμένη από
τούτη την κραυγή καρδιάς , βγήκε
σεργιάνι στη ζωή, έτοιμη για καινούργιους αγώνες.
Eλένη Αρτεμίου Φωτιάδου
1 comment:
πολύ όμορφο και δυνατό κείμενο... συγχαρητήρια!!
Post a Comment