Γράφει η
Eλένη Αρτεμίου Φωτιάδου
Από καιρό τη μελέταγε αυτή την ανακαίνιση.
Είκοσι χρονών το σπίτι , χρειαζόταν πια ένα φρεσκάρισμα. Είχε και τη γκρίνια
του μοναχογιού της, που έφηβος πια, όρθωνε λόγο κι είχε απαιτήσεις. «Πάρε κάτι
πιο μοντέρνο, ρε μάνα. Σε λίγο θα ζητάνε τα έπιπλά μας απ΄το Τμήμα Αρχαιολογίας
για επιστημονική μελέτη»!
Όπως πάντα υπερβολικός ο Βασίλης της. Μα ένα
δίκιο το είχε. ΄Ηταν καιρός να βάλει έναν αέρα ανανέωσης στη ζωή τους. Το χρειαζότανε
και το παιδί, που μετά το χωρισμό της με
τον πατέρα του, είχε κλειστεί στον εαυτό
του και στη μουσική του. Ώρες μέσα στην
κάμαρή του ταξίδευε με την κιθάρα του σε κόσμους κατάδικούς του, που ποτέ δε
θέλησε να της αποκαλύψει. Τ’ αποφάσισε. Θα του΄φτιαχνε
πρώτα το δωμάτιό του, όμορφο, νεανικό, μ’ όλα τα χρώματα π΄αγαπούσε. Και
για τ΄άλλα είχε ο Θεός.
Ρίχτηκε με τα μούτρα στο Διαδίκτυο,
σερφάροντας σε ποικίλες σελίδες με οικιακά είδη , έπιπλα και εξοπλισμό σπιτιού.
Και πάντα με έγνοια για το οικονομικό κόστος της υπόθεσης. Δεν ήτανε καιρός για μεγάλα ανοίγματα. Κάτι οικονομίες
που΄χε βάλει στην άκρη τα τελευταία χρόνια δεν τόλμαγε να τις
πειράξει. Ήθελε να νιώθει μια ασφάλεια. Απρόβλεπτη βλέπεις η ζωή, φέρνει τα
πάνω κάτω κι άντε μετά να συμμαζέψεις τ΄ασυμμάζευτα. ΄Οσο για τον πρώην, είχε
προλάβει κιόλας, δυο χρόνια μετά το διαζύγιο, να παντρευτεί το νέο του αμόρε
και να γίνει για δεύτερη φορά πατέρας. Τη διατροφή που της χρωστούσε πότε την
έστελνε, πότε την καθυστερούσε και πότε καμωνόταν πως την ξεχνούσε. Μα η
αξιοπρέπειά της δεν την άφηνε να
παρακαλέσει.
Έσφιγγε τα δόντια, σήκωνε μανίκια ,
ανασκουμπωνότανε και προχωρούσε. ‘Ένα μικρό δάνειο θα ήταν η καλύτερη λύση για
την περίπτωσή της, μα τα δάνεια θέλουν υποθήκες κι εγγυητές. Όσο για τα επιτόκια, διογκώνουν το
χρέος και γίνονται θηλιά στο λαιμό που σε πνίγει.
Παίδεψε πολύ την ανάγκη της, μα λύση δεν
έβρισκε, απόφαση δεν έπαιρνε.
Εκείνο
το απόγευμα, σταμάτησε όπως πάντα στο φούρνο για το καθιερωμένο γάλα και ψωμί. Μπροστά στο ταμείο έπεσε το μάτι της σε μια
στοίβα από διαφημιστικά φυλλάδια. Τα ψαχούλεψε αφηρημένα καθώς περίμενε να
πληρώσει. Και τότε πρόσεξε την αγγελία με τα μεγάλα μαύρα γράμματα. «Αγοράζονται χρυσαφικά». Κι από κάτω
τηλέφωνα και διαβεβαιώσεις για αξιοπιστία και εχεμύθεια.
Πήρε ένα διαφημιστικό, το΄χωσε στην τσάντα της, πλήρωσε και βγήκε
βιαστικά. Σαν έφτασε στο σπίτι,
διαπίστωσε μ΄ανακούφιση την απουσία του Βασίλη. Τακτοποίησε στα γρήγορα τα
ψώνια κι ύστερα έψαξε για το ξύλινο κουτί με τα λιγοστά χρυσαφικά της. Κάθισε
στο μεγάλο διπλό κρεβάτι, απομεινάρι ενός παλιού ευτυχισμένου βίου, άνοιξε το κουτί,
άρχισε να μετράει ένα, ένα τα περιεχόμενά του. ΄Ενα ζευγάρι σκουλαρίκια, δώρο της συγχωρεμένης της μάνας
της τη μέρα που παντρεύτηκε. Πώς να το δώσει;
Και μια χρυσή καρφίτσα, ενθύμιο απ΄τη γιαγιά της, το μόνο πράγμα που
περιέσωσε μες στη λαίλαπα του πολέμου, μια και έτυχε να βρίσκεται στην τσάντα
που άρπαξε την ώρα της φυγής. Κειμήλιο μιας άλλης εποχής, δίπλα στη θάλασσα της
κουρσεμένης πόλης. ΄Οχι, δεν πωλείται το
χρυσάφι μιας γαλάζιας ανάμνησης.
Κι ύστερα έπεσε το μάτι της στο βελουδένιο, κόκκινο,
μικρό κουτί. Θυμήθηκε. Πόσος καιρός από
τότε! Τρία χρόνια πριν το γάμο της. Τότε, που
χαιρότανε το φλερτ του Γρηγόρη. Γείτονάς της, μηχανικός, με μουντζουρωμένα χέρια,
καθαρή καρδιά, λόγια σταράτα. Σαν ήρθε και της έδωσε εκείνο το χρυσό σταυρουδάκι, τρέμανε λιγάκι τα χέρια
του, γελούσανε τα μάτια του. «Πάρτο», της είπε. «Απ΄τα πρώτα χρήματα που΄βγαλα
στη δουλειά. Να σε φυλάει, ώσπου να κάμω το κουμάντο μου και να ΄ρθω να σε
ζητήσω». ΄Υστερα καβάλησε τη μηχανή του και χάθηκε μια για πάντα απ΄τη ζωή της.
Τον βρήκανε δυο ώρες αργότερα, ανάσκελα στη μεγάλη λεωφόρο, μ’ ένα παράξενο
χαμόγελο στο πρόσωπο. Ζύγιασε το σταυρουδάκι στα χέρια της. ΄Οχι, δεν πωλείται
το χρυσάφι μιας αγάπης.
Κράτησε ξανά το ξύλινο κουτί , έψαξε με τις
άκρες των δαχτύλων της το περιεχόμενό του. Απέμενε ένα μόνο ενθύμιο απ΄την περασμένη
ζήση της. Το πήρε, το κοίταξε, με μια καταιγίδα
αναμνήσεων να της θολώνει τη ματιά. Η βέρα της έλαμπε ακόμα μες στα συντρίμμια
ενός αποτυχημένου γάμου. Στο εσωτερικό διάβασε ξανά τα αρχικά τους. Μι για Μιχάλης,΄Εψιλον για Ειρήνη.
Και δίπλα η ημερομηνία που ένωσε τις ζωές τους, τότε που η νιότη και τ’ όνειρο
την έκαναν να πιστεύει πως θα ‘μεναν για πάντα μαζί.
Από τότε άλλαξαν πολλά. Ξεθώριασαν τα όνειρα
μέσα στην πλύση της καθημερινότητας κι έσβησε λίγο, λίγο το πάθος, όπως σβήνει
μια φωτιά που την περιβρέχει η συνήθεια.
Ξανακοίταξε τη χρυσή της βέρα. Είκοσι
τεσσάρων καρατίων. Δυο μισθούς είχαν δώσει τότε με το Μιχάλη για τα δαχτυλίδια του γάμου.
΄Ενα αεράκι φύσηξε απ΄τ΄ανοικτό παράθυρο κι
έφερε μες στην κάμαρή της όλες τις ευτυχίες που της χάρισε το δαχτυλίδι εκείνο.
΄Ηταν πολλές οι χαρούμενες στιγμές τους. Βόλτες χέρι χέρι με τον έρωτα, όνειρα
που καβαλάγανε τα κεραμίδια και σμίγαν με τ΄αστέρια της αγάπης, μικρές βαρκούλες
από λόγια αέρινα, πανιά, να ταξιδεύουν
δυο ψυχές στο μεγαλείο της συνεύρεσης. ΄Οχι, δεν πωλείται το χρυσάφι μιας
ευτυχίας, έστω και εφήμερης.
Αναστέναξε, σηκώθηκε, περπάτησε για λίγο μες
στην κάμαρη, νευρικά στην αρχή, κουρασμένα θαρρείς στη συνέχεια. Βαρύ το κόστος
για μια ανακαίνιση ζωής. ΄Εψαξε, βρήκε το βιβλιάριο καταθέσεων. Η ασφάλειά της
την κοίταξε κατάματα.
Της ανταπέδωσε θαρρετά το βλέμμα. Μετά κάρφωσε τα μάτια
στη φωτογραφία του Βασίλη της, βύθισε την απόφασή της μες στα δυο γελαστά του
μάτια, πήρε βαθιά, δυνατή εισπνοή με τ’ οξυγόνο που της χάρισε η αγάπη του κι
απομακρύνθηκε με βήμα ζωηρό απ΄ όλους τους
δισταγμούς και τους φόβους της.
Eλένη Αρτεμίου Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment