Wednesday, June 21, 2023

Ο υπόκοσμος της Κυπριακής Λογοτεχνίας

Του Άντη Ροδίτη

Διάβασα στον τύπο στις 4/11/2017 τις απόψεις τεσσάρων λογοτεχνών για τη σαθρότητα του θεσμού των κρατικών λογοτεχνικών βραβείων.

Ο θεσμός αυτός δεν μπορούσε να εξαιρεθεί από τις νοοτροπίες που λειτούργησαν αμέσως μετά τη δημιουργία της εκτρωματικής Κυπριακής Δημοκρατίας. Ήταν ένα κράτος που επιβλήθηκε ενάντια στη θέληση της πλειονότητας των πολιτών του κι επέφερε αμέσως τον διχασμό: Εκείνων που συμφωνούσαν ή αποδέχονταν το κράτος κι εκείνων που διαφωνούσαν. Δημιουργήθηκε αμέσως μια πρώτη νοοτροπία των «δικών μας» και των «άλλων». Η εύνοια και η δυσμένεια υπέρ και εναντίον πολιτών μπήκε στην ημερησία διάταξη. Πώς δεν θα επηρέαζε και τον θεσμό των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας; Λίγα άξια έργα βραβεύτηκαν επάξια και περισσότερα αδικήθηκαν, καταδικάστηκαν, αφανίστηκαν.

Έτσι κι αλλιώς η καλή λογοτεχνία δεν μπορεί να μην είναι επαναστατική, αντικαθεστωτική. Ήταν επόμενο ότι θα έμενε στο περιθώριο, ότι δεν επρόκειτο να δικαιωθεί από ένα καθεστώς που ήταν αναγκασμένο να λειτουργεί ενάντια στη μνήμη. Η μνήμη αναζητούσε τη δικαίωση των αληθινών στόχων, η Εξουσία που απέτυχε στην πραγμάτωσή τους έδινε αγώνα εναντίον της μνήμης, που ήταν και προσωπικός αγώνας «δικαίωσης» των επιλογών της. Κάποιοι λογοτέχνες (που έπαιξαν και τον ρόλο των κριτών συναδέλφων τους) συνεργάστηκαν με το Καθεστώς και άλλοι αρνήθηκαν. Έγιναν απίστευτες αδικίες και λήφθηκαν και χαριστικές, καταδικαστέες αποφάσεις. Οι λογοτέχνες έχουν ο καθένας τις δικές του προσωπικές εμπειρίες. Δεν ξέρω πολλούς να τις έχουν καταθέσει. Οι πλείστοι σιωπούν.

Αρχές της δεκαετίας του 80 υπήρχε και το βραβείο «έπαινος». Όταν έδωσαν και σ’ εμένα έπαινο τον πήραν αμέσως πίσω επειδή κάποιος είπε στον Υπουργό ότι η λογοτεχνία πρέπει να επαινεί, όχι ν’ ασκεί κριτική στην Κυβέρνηση. Ακολούθησε σάλος. Αντιδρώντας στην επέμβαση του Υπουργού, δυο λογοτέχνες που βραβεύτηκαν, η Πίτσα Γαλάζη κι ο Κώστας Μακρίδης αρνήθηκαν να παραλάβουν τα βραβεία τους. Μέλη της κριτικής επιτροπής, ο Νάσος Βαγενάς και ο Νίκος Ορφανίδης, παραιτήθηκαν. Σήμερα ο Ορφανίδης είναι ξανά στις Επιτροπές και συμπράττει στις αλαλούμ αποφάσεις της. Ο Βαγενάς σιωπά.

Προηγουμένως, το 1976, είχε προηγηθεί η ακύρωση του βραβείου του Παντελή Μηχανικού, για πολιτικούς λόγους, και το χειρότερο ήταν που βρέθηκε άνθρωπος (ένας φιλόλογος που παρεμπιπτόντως έγραφε και «ποιήματα») να δεχτεί να πάρει εκείνος το βραβείο του Μηχανικού!!

Η απογοήτευση για μένα του 1983 ήταν τέτοια, που παράτησα τη λογοτεχνία. Ο θεσμός επιβράβευσης της λογοτεχνίας με έδιωξε από τη λογοτεχνία. Έμεινα μακριά για μια επταετία περίπου, αλλά επειδή η παραίτηση από τη λογοτεχνία δεν είναι όπως την αλλαγή φύλου, επανήλθα. Αν ο θεσμός συνεχίσει να είναι αυτός που είναι, όπως τον περιγράφουν κι άλλοι (μια κόζα νόστρα της λογοτεχνίας με την ομερτά της) πιστεύω ότι σύντομα θα γραφτεί και κανένα έργο όπου οι λογοτέχνες θα καταφεύγουν και στο νυστέρι, για λοβοτομή: «Γιατρέ, βγάλε μου αυτό το κομματάκι από τον εγκέφαλο που με κάνει λογοτέχνη».

Κάθομαι, λοιπόν, κάποια στιγμή, δυο χρόνια και γράφω ένα χρονικό με τίτλο Την Ελλάδα θέλομεν κι ας τρώγωμεν πέτρες, που κάλυπτε την περίοδο από το 1950 έως το 2000, όπως την έζησα κι όπως την κατάλαβα, και το στέλνω το 2006 στο Υπουργείο, με πολλές ελπίδες επιβράβευσης. Στο μεταξύ υψηλά ονόματα αθηναίικα της τέχνης και της φιλοσοφίας έγραψαν μέχρι και πρωτοφανείς επαίνους στον τύπο (επιφυλλίδα στην «Καθημερινή» Αθηνών), αλλά μου έγραψαν και ιδιωτικά. Αυτά θα δουν το φως το φως μετά που θα φύγω. Επί τη ευκαιρία (είμαι σήμερα 71 ετών) ειδοποιώ το Υπουργείο της Παιδείας μην τολμήσει και στείλει κανένα στεφάνι στην κηδεία μου.

Όταν βγήκαν οι βραβεύσεις του 2006 είδα ότι ούτε καν στον κατάλογο υποψηφίων έργων δεν είχαν βάλει το βιβλίο μου. Τότε έκοβαν κι έραβαν εν πλήρη κρυπτώ και παραβύστω. Δεν ανακοίνωναν τα υποψήφια βιβλία κατά κατηγορία. Το χειρότερο τότε ήταν που δεν υπήρχαν κι άλλα υποψήφια βιβλία στην κατηγορία «χρονικό/μαρτυρία», κι έτσι το βραβείο... δεν δόθηκε σε κανέναν! Πήγε πίσω στα ταμεία της Κυβέρνησης Τάσσου Παπαδόπουλου, που άφησε πίσω της μια «ανθηρά οικονομία»! Επειδή είμαι χριστιανός ορθόδοξος προσπαθώ να αποφεύγω τις απόπειρες φόνου. Αποτάθηκα, όμως, στο Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως. Βάσει όλων των σοβαρών ελληνικών λεξικών -αυτή ήταν η απόφαση του Γραφείου- το βιβλίο Την Ελλάδα θέλομεν κι ας τρώγωμεν πέτρες ήταν ένα πρώτης τάξεως «χρονικό» και κακώς δεν κρίθηκε υποψήφιο. 

«Εισηγούμαστε», έγραφε το Γραφείο, «οι Πολιτιστικές Υπηρεσίες να στείλουν ένα γράμμα στον συγγραφέα και να του λεν ό,τι νομίζουν σωστό». Αν είδατε εσείς γράμμα είδα κι εγώ. Δεν έκοψε τότε το μυαλό μου να πάω και στα δικαστήρια. Πάντως, η τότε Διευθύντρια των Πολιτιστικών Υπηρεσιών, ακολουθώντας μια ήδη υπάρχουσα παράδοση, βραβεύτηκε τον επόμενο χρόνο η ίδια από τη δική της Επιτροπή.

Στα 2016 απορρίφθηκε το βιβλίο που έγραψα για τον Μόντη. Το βιβλίο αποκαλύπτει τι ακριβώς ήθελε να πει ο Μόντης με τα τρία Γράμματα στη Μητέρα, πράγμα που δεν μπόρεσε να πει κανείς μέχρι τότε από τους φιλολόγους-αναλυτές του και επίσης δεν βραβεύθηκε επειδή έπρεπε να διατηρηθεί μια άλλη παράδοση, που λέει ότι μόνο φιλόλογοι δικαιούνται να γράφουν για τη λογοτεχνία. Υπήρχαν, επίσης, κι άλλοι λόγοι, προσωπικού φθόνου και κομματικής προκατάληψης. 

Όλοι, βέβαια, γελοίοι λόγοι, λόγοι για γέλια. Υπήρχε, όμως, κι ένας λόγος που ήταν και για κλάματα. Η Πρόεδρος της Επιτροπής, που δεν μπορούσε ευθέως να ευχαριστήσει τον Διευθυντή των Πολιτιστικών Υπηρεσιών, που τη διόρισε για δεύτερη τριετία (σύνολο 6 χρόνια), ήθελε να τον ευχαριστήσει εμμέσως (αφού δεν είχε δικό του βιβλίο υποψήφιο) βραβεύοντας ένα βιβλίο που τον ανέφερε πάρα πολλές φορές ως «πηγή» και «έμπνευση». Αυτό ήταν μια ανθολογία, κι επειδή δεν υπήρχε κατηγορία «ανθολογίες» στα βραβεία, βάφτισαν την ανθολογία «μελέτη» και της έδωσαν το βραβείο μελέτης στη θέση της Μελέτης για τον Μόντη.

Τα μέλη της Επιτροπής ήταν η εξ Ελλάδος Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου (φιλόλογος), ο Νίκος Ορφανίδης (φιλόλογος), ο Λεωνίδας Γαλάζης (φιλόλογος), ο Στέφανος Ευθυμιάδης (φιλόλογος) και η Κίκα Ολυμπίου (φιλόλογος)! Η τελευταία διαφώνησε με την απόφαση αλλά δεν μίλησε. Αυτή τη φορά, που το σκέφτηκα να πάω στα δικαστήρια, δεν μπορούσα επειδή μεσολάβησε η διακυβέρνηση Χριστόφια: Όλες μου οι οικονομίες (60.000 ευρώ) χάθηκαν ως μετοχές Τραπέζης Κύπρου. Πούλησα έναν μικρό πίνακα του Διαμαντή που αγόρασα την εποχή των παχιών αγελάδων, ένα χαρακτικό της Βάσως Κατράκη κι έναν Στας, συν κάτι ασημικά για να βγάλω την πενταετία. Τον πίνακα του Διαμαντή τον πρόσφερα και στο Υπουργείο Παιδείας αλλά δεν μου απάντησαν.

Πιστεύω ότι η χρόνια σαθρότητα του θεσμού, για την οποία κάνουν λόγο οι τέσσερις λογοτέχνες που διαμαρτυρήθηκαν φέτος, κορυφώθηκε με την εισαγωγή στην Επιτροπή επιπρόσθετης ελλαδικής παρακμής τα τελευταία χρόνια.

Προ πενταετίας, όταν δεν ήξερα καν το όνομα της κυρίας Αμπατζοπούλου, φρόντισε να με γνωρίσει η ίδια και να με πληροφορήσει ότι θεωρούσε το βιβλίο μου Νουβορδία (1975) σημαντικό έργο και ότι το παρουσίαζε στους φοιτητές της στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Στη συνέχεια, όμως, αντελήφθη ότι τόσο η Νουβορδία όσο και τα άλλα βιβλία μου δεν ήσαν άλλο από φορείς πνεύματος αυτογνωσίας των Κυπρίων (του ιδίου που και ο Μόντης εισήγαγε, ιδιαίτερα με το Δεύτερο Γράμμα στη Μητέρα), πνεύματος ακριβώς αντίθετου με το κυρίαρχο μέσα στην κυπριακή κοινωνία, που ήταν η επίρριψη της ευθύνης για την καταστροφή της Κύπρου στους ξένους. Αυτό είναι το πνεύμα και στις «λογοτεχνικές συντροφιές» με τις οποίες επιδίωξε σχέσεις η κα Αμπατζοπούλου. Ως εκ τούτου θεώρησε συμφέρον της να δηλώσει πίστη στο κυρίαρχο πνεύμα! 

Τότε ήταν (24.2.2016), που της είπα ευθέως ότι η θέση της ήταν «στις λέμβους με τα γυναικόπαιδα» κι όχι στο κατάστρωμα του δικού μας Τιτανικού ως το τέλος. Και τότε ήταν επίσης που, συνεπής με τις επιλογές της, συμφώνησε και με το Υπουργείο στην κατάργηση της κατηγορίας «χρονικά/μαρτυρίες» (που στην Ελλάδα ισχύει μέχρι σήμερα) και πρωτοστάτησε στον παραμερισμό του βιβλίου τα Γράμματα στη Μητέρα του Κώστα Μόντη, με τη σύμπραξη των υπολοίπων, που είχαν ο καθένας τον προσωπικό του ή κομματικό λόγο να συμπράξουν κάνοντας έτσι πολύ πιο εύκολο το εκδικητικό της έργο. Αλλά, όπως το έγραψα και σε ειδική έκδοση για το θέμα, με τίτλο Εγκώμιο στην παρακμή των Ελλήνων του πνεύματος, «ίσως ήρθε η ώρα να το μάθουν και οι Κύπριοι λογοτέχνες, ότι η λογοτεχνία έχει υψηλή αποστολή και δεν μπορεί να μην είναι αμείλικτη».
Άντης Ροδίτης
Εφημερίδα "Ο Φιλελεύθερος
7 Νοεμβρίου 2017
  

No comments: