Ο όρος αυτός αναφέρεται στους ανθρώπους που υποχρεώνονται διά της βίας, που αναγκάζονται, διά βιαιοπραγιών, να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους ή την περιοχή της μόνιμης κατοικίας τους ή/και των προγόνων τους.
Οι άνθρωποι αυτοί, ως εκ της βίας που ασκείται σε αυτούς και ως εκ του άμεσου κινδύνου που διατρέχουν υποχρεώνονται να καταφεύγουν σε μια άλλη, ξένη, γι` αυτούς χώρα είτε υποχρεώνονται να εγκαθίστανται σε άλλες περιοχές της δικής τους χώρας, οι οποίες θεωρούνται ασφαλείς.
Η εγκατάλειψη της πατρίδας ή της περιοχής της μόνιμης διαμονής συνδέεται άμεσα με πολεμική, με στρατιωτική βία, με όλες τις συνεπακόλουθες συνέπειες.
Υπάρχει ειδοποιός διαφορά μεταξύ των θυμάτων των στρατιωτικών βιαιοπραγιών που υποχρεώνονται να εγκαταλείψουν τα δικά τους μέρη, από όποιους άλλους λόγους, όπως οικονομικούς, όπου αποχωρούν από τις πατρίδες, από τις περιοχές τους, για εγκατάσταση κάπου αλλού, συνήθως προγραμματισμένα και οργανωμένα, με στόχο το καλύτερο οικονομικό ή και όποιο άλλο όφελος.
Οι οικονομικοί μετανάστες, φεύγουν αλλά γνωρίζουν πως οι ίδιοι το επέλεξαν, για τους δικούς τους λόγους. Γνωρίζουν, επίσης, πως όποια στιγμή επιθυμούν απρόσκοπτα δύνανται να επιστρέψουν.
Οι πρόσφυγες, ως θύματα στρατιωτικών βιαιοπραγιών, ποτέ δεν επιστρέφουν πίσω. Ας μου επιτραπεί να χαρακτηρίσω αυτή τη φράση ως: Δόγμα.
Δεν κάνουν (αυτοί που σχεδιάζουν τις στρατιωτικές επιθέσεις, αυτοί που ευθύνονται γι` αυτές, αυτοί που τις πραγματοποιούν), τους πρόσφυγες για να τους επιστρέψουν πίσω στις πατρίδες τους, στη γη των προγόνων τους.
Πρόσφυγες υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν, χιλιάδες. Είναι, θα λέγαμε, επιβεβλημένη ανάγκη. Είναι τα πειραματόζωα.
Οι πρόσφυγες είναι αυτοί που συμπληρώνουν τους κενούς χώρους, όταν δεν υφίστανται οι ανάλογες γεννήσεις, όταν περιοχές εγκαταλείπονται από τους ντόπιους και πρέπει να ξαναγεμίσουν από πληθυσμούς, με ικανότητες διαχείρισης επαγγελμάτων, ως φθηνά εργατικά χέρια αλλά με δυνατή νόηση.
Πρόσφυγες είναι οι εργαζόμενοι, ως φθηνοί αλλά πολύ δημιουργικοί, με γνώσεις, ικανότητες, δεξιότητες, εμπειρίες που δε διαθέτουν οι αυτόχθονες κάτοικοι.
Για σκοπούς επιβίωσης, ασκούν τα πιο σκληρά εργασιακά επαγγέλματα, τα πιο απάνθρωπα οι γυναίκες, θύματα πειραμάτων μικρά παιδιά, στα σύγχρονα σκλαβοπάζαρα, γνωρίζοντας ότι εξευτελίζονται, ότι φθείρουν την υγεία τους αλλά τα πράττουν αλλά εργάζονται σε αυτές τις τραγικές έως δύσκολες συνθήκες, διότι πρέπει να επιβιώσουν αυτοί, οι οικογένειες, τα παιδιά τους.
Στην πορεία του χρόνου, χιλιάδες πρόσφυγες διακρίνονται ως επιτυχημένοι, στους διάφορους τομείς της οικονομίας, των επιστημών, στην κοινωνία. Αυτοί συμβάλλουν ουσιαστικά στη θεμελίωση, στην οικοδόμηση των νέων, των σύγχρονων εποχών.
Αυτοί, οι πρόσφυγες αυξάνουν ποσοτικά και αναπτύσσουν ποιοτικώς τη μόρφωση, την οικονομία, τις κλειστές συντηρητικές κοινωνίες των ντόπιων πληθυσμών, των συνήθως κλειστών στον δικό τους μικρόκοσμο.
Οι πρόσφυγες είναι τα προερχόμενα θύματα από αναπτυγμένες γνωσιολογικώς, κοινωνικώς, πνευματικώς περιοχές. Ας δούμε ενδεικτικώς περιοχές. Πρόσφυγες στην Κύπρο: Αμμόχωστος, Κερύνεια, Καρπασία, Μόρφου. Ελλάδα, με ορόσημο το 1922, Μικρασιατική Καταστροφή αλλά και χρονικώς πιο πριν και πιο μετά: Εύξεινος Πόντος: Μπάφρα, Σαμψούντα, Κερασούντα, Τραπεζούντα. Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, ευρύτερα Μικρά Ασία, Ιωνία, Αιολίδα, Καππαδοκία, Αϊβαλί, Αϊδίνιο. Επίσης Συρία, Λίβανος, Ουκρανία, Ρωσία.
Εύκολα δύναται ο μελετητής αυτής της σκληρής έως τραγικής ανθρώπινης πτώσεως, δηλαδή των προσφύγων, να διαπιστώσει τα ευεργετικά αποτελέσματα που αποκτούν οι κοινωνίες των νέων αυτών κατοίκων.
Οι πρόσφυγες μεταφέρουν, όσο μπορούν, χρήματα, τιμαλφή, τα οποία ξοδεύουν για την ασφαλή τους διαδρομή αυτών και μελών των οικογενειών τους μέχρι την εγκατάστασή τους, εάν το επιτύχουν, σε ασφαλείς περιοχές. Οι κερδίζοντες είναι πολλοί, συγκεκριμένων δράσεων και επαγγελμάτων, «καθώς πρέπει κύριοι», εκπρόσωποι οργανισμών.
Τα «μαύρα» ανενόχλητα και ταυτοχρόνως μετατρέπονται σε «λευκά».
Στην πορεία του χρόνου η πληθυσμιακή ανάμειξη αποτελεί γεγονός και μέσα από τα επαγγέλματα και μέσα από τους γάμους.
Στις ανοικτές κοινωνίες των κοσμοπολίτικων πόλεων, το στίγμα του πρόσφυγα δεν ισχύει τόσο, θα έλεγα μάλιστα πως γρήγορα εκμηδενίζεται. Στις κλειστές, όμως, μικρές κοινωνίες μικρών πόλεων και κοινοτήτων, οι ντόπιοι είναι οι ντόπιοι, είναι οι κυρίαρχοι. Αντιθέτως οι πρόσφυγες παραμένουν πρόσφυγες, ανεξαρτήτως από την εργασιακή, από την οικονομική τους προσφορά. Αυτό είναι προφανές και σε ότι αφορά την κοινωνία και σε ότι αφορά την Πολιτεία.
Πόσοι, για παράδειγμα, έγιναν υπουργοί, Πρωθυπουργοί, Προέδροι, από τους διωγμένους πληθυσμούς των Ελλήνων, από τους απογόνους τους, στην Ελληνική Δημοκρατία; Ποια η αναλογία;
Πόσοι έγιναν υπουργοί από το 1974 μέχρι σήμερα πρόσφυγες, παιδιά, εγγόνια προσφύγων, από τις κατεχόμενές μας περιοχές; Ποια η αναλογία;
Πόσοι έλαβαν αξιώματα σε ανώτερες θέσεις της Πολιτείας, με καταγωγή από τις κατεχόμενες περιοχές; Ποια η αναλογία;
Τα πάρα πάνω σε αντίθεση με τις διακρίσεις στον επαγγελματικό, στον επιστημονικό τομέα.
Αφού οι πάντες μιλούν και στηρίζουν τις αναλογίες, τι γίνεται με αυτής της ποιότητας της αναλογίες; Μήπως δεν υπάρχουν ικανοί και γνώστες, ενώ για όλους τους άλλους τομείς των φορολογιών, της ανάπτυξης υπάρχουν;
Μήπως ισχύουν και υποκειμενικού τύπου φοβίες πίσω από αυτές τις ισχνές έως μηδενικές αναλογίες;
Αυτά είναι σημαντικά θέματα που πρέπει να τίθενται, όχι γιατί εμείς οι πρόσφυγες κλαιγόμαστε. Αντιθέτως, σε ένα ανταγωνιστικότατο επαγγελματικό περιβάλλον, σε όλους τους τομείς, στο οποίο φυσιολογικώς, το τοπικιστικό στοιχείο υπερισχύει, αφού οι ντόπιοι γνωρίζουν ο ένας τον άλλο, ο γείτονας τον γείτονα, ο χωριανός τον χωριανό, με τις μεταξύ τους στηρίξεις, καλύψεις, συνεργασίες. Οι πρόσφυγες, αρχίζοντας από το υπό το μηδέν, σε ηλικίες που στις περιοχές τους δε θα χρειάζονταν να ιδρώσουν ούτε μία φανέλα, όπως λέγεται για τους επιτυχημένους ανθρώπους, μόνοι τους αγωνιζόμενοι, κυρίως με τη δύναμη της νόησης, διότι ανεξαρτήτως επαγγέλματος η νόηση κάνει τη διαφορά, επιτυγχάνουν ασύγκριτα αποτελέσματα. Ξεπερνούν κάθε λογικό προσδοκώμενο, στην οικονομία, στην επαγγελματική επιτυχία. Επανέρχονται, με κόπους, με μόχθους αλλά σε σύντομο χρονικό διάστημα στα δικά τους επίπεδα, με τα πατροπαράδοτα κριτήρια.
Οι πρόσφυγες θεμελιώνουν και οικοδομούν, στις νέες περιοχές εγκατάστασής τους, με τις δικές τους Πατρίδες κλεισμένες μέσα στο ροδοπρόσωπο αίμα της καρδιάς τους, ελπίζοντας για την ημέρα της επιστροφής και ζώντας γι` αυτή την ημέρα. Αυτή η ημέρα, όμως, δεν είναι, δυστυχώς, γραμμένη στη λογική αυτών που κάνουν τους πρόσφυγες και αυτών που έχουν ανάγκη την παντοιοτρόπως εκμετάλλευση των προσφύγων.
Για να γράφουμε πλέον, όχι μόνο να λέμε, κατά τη σοφή λαϊκή ρήση: Τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη!
Δρ. Ανδρέας Σοφόκλης
Ερευνητής, Μελετητής
No comments:
Post a Comment