Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου
Ανάμεσα σε δύο εθνικές επετείους, μεταξύ αγώνων και θυσιών, ένας Μάρτης στην εκπνοή του και ένας Απρίλης που κρυφοκοιτάζει πίσω απ΄την κουρτίνα, προβάρει συνεχώς τα λόγια του και είναι έτοιμος να μπει στη σκηνή και να μας καθηλώσει με τον ρόλο του. Η άνοιξη συνυφασμένη με το ξύπνημα της φύσης αλλά και την αφύπνιση των συνειδήσεων. Σκλάβα δεν μένει η φύση στου χειμώνα τα δεσμά, τα σπάει και απελευθερώνεται με πολύχρωμες εκρήξεις ζωής. Και η ψυχή, σε αυτό το παραλήρημα της λευτεριάς, αποζητά το μερτικό της, ορθώνεται πάνω από την υποδούλωση, κραυγάζει για τα αυτονόητα που δικαιώνουν την ύπαρξη του ανθρώπου: Λευτεριά και αξιοπρέπεια.
Mέσα σε ένα τέτοιο σκηνικό εξέγερσης μυαλού και καρδιάς συνάντησα τους εκπαιδευτικούς και τα παιδιά από το κατεχόμενο Ριζοκάρπασο. Έφτασαν στο χωριό Ερήμη, φιλοξενούμενοι της κοινότητας και του σχολείου. Άνθρωποι εκεί, που αγαπούν και νοιάζονται, έδωσαν τα χέρια και δημιούργησαν ένα ευχάριστο διήμερο για τα παιδιά και τους παιδαγωγούς, που επιμένουν να κρατιούνται στη γη τους και να αντιστέκονται σθεναρά στα όποια τετελεσμένα θέλουν να επιβάλουν η εισβολή και η κατοχή.
Στα σκαλιά του σχολείου τα περίμεναν παιδιά από το Δημοτικό Ερήμης, για να τα πάρουν από το χέρι, να ενώσουν μαζί τους την ανάγκη για αγάπη, φιλία, συνεργασία, όπως ήταν και το όμορφο σύνθημα της όλης προσπάθειας, και να τα οδηγήσουν στον χώρο όπου και επίσημα πια θα τα υποδεχόταν το σχολείο. Μαζί με τα παιδιά οι δασκάλες τους, η Γεωργία, η Κατερίνα, η Ελένη, τρεις νέες κοπέλες που μεγάλωσαν μέσα στον εγκλωβισμό της Καρπασίας, έφυγαν για λίγο για να σπουδάσουν και επέστρεψαν για να δώσουν ψυχή και καρδιά στο σκλαβωμένο χωριό τους, πνοή στο μικρό σε μέγεθος, μεγάλο σε έργο σχολείο τους.
Τρία νέα κορίτσια που παίρνουν κάθε μέρα αυτά τα παιδιά και τα οδηγούν μέσα από τα δύσκολα μονοπάτια της κατοχής. Σε ένα σχολείο που μόνο απέμεινε στον Βορρά, επίμονο, σταθερά προσηλωμένο στην Ιστορία, να μιλάει τη γλώσσα και τη θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμα των προγόνων. Για σαράντα δύο τώρα χρόνια μένει χωρίς σημαία ο ιστός του σχολείου, μα η σημαία του αγώνα δεν υποστέλλεται μέσα στη σκέψη, μέσα στη θέληση. Εκεί μέσα κυματίζει και αφήνει το ανέμισμά της να αντανακλάται στα μάτια αυτών των νεαρών δασκάλων, που στη ζωή τους όρισαν να φυλάγουν το μέλλον μέσα σε ένα δύσκολο παρόν, κρατώντας γερά την παράδοση του παρελθόντος.
Και τα παιδιά, μια μικρή ομάδα, μια μεγάλη περηφάνια. Σε κοιτάζουν και νιώθεις ένα κύμα συγκίνησης να σε αρπάζει, να σε ταξιδεύει μέχρι τις ακτές της Καρπασίας και να σε ρίχνει μετά δυνατό, αποφασισμένο στον βράχο μιας απόφασης για αγώνα μέχρι την τελική δικαίωση. Γιατί είναι τα παιδιά. Και τα παιδιά μένουν εκεί, ανάμεσα στα ανθισμένα κυκλάμινα, που μας προσφέρουν φυτεμένα μέσα στο άγιο χώμα της χερσονήσου του Αποστόλου Αντρέα. Και τα παιδιά επιμένουν να μιλούν, να γράφουν και να διαβάζουν ελληνικά, όταν γύρω τους παρελαύνουν τα μισοφέγγαρα του κατακτητή. Και πώς μπορείς μετά εσύ να σωπαίνεις; Πώς νομιμοποιείσαι να αδρανείς;
Κι είναι και η Γεωργία, η Κατερίνα, η Ελένη. Νιάτα σε μια ηλικιωμένη ελπίδα. Μας περιμένουν να ανταμώσουμε, καθώς εμείς θα επιστρέφουμε σε μια μεγάλη αγάπη που χρόνια τώρα την ποτίζουν να μην μαραθεί.
No comments:
Post a Comment