Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου
Και γέμισε η Ευρώπη πρόσφυγες. Και άδειασε το μέλλον από βεβαιότητα. Όλα ρευστά. Στην Ανατολή μαίνεται η παράνοια. Στη Δύση η ανασφάλεια. Στρατιές ανθρώπων, ορδές ειρηνικές που θέλουν να καταλύσουν σύνορα για να 'βρουν μια πατρίδα. Κάπου που να μην απειλείται η στερνή ελπίδα τους, οπουδήποτε θα συναντήσει τα παιδιά τους μια συνέχεια.
Γέμισαν και οι δέκτες της τηλεόρασης με αγωνία. Με μάτια που έμαθαν να κοιτάζουν το κενό και να μην σβήνουν. Τόσα ανήσυχα βλέμματα, λες και ακόμα τρέχουν να γλιτώσουν από τυφλές βόμβες παραλογισμού. Και είναι να αναρωτιέται κανείς γιατί ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ παίρνει ένα ματωμένο δρόμο και γίνεται άνθρωπος κι ύστερα θηρίο που μονίμως αρνείται τον παράδεισό του. Σαν σύγχρονος Αδάμ ξεγελιέται από την Εύα της δύναμης, μπλέκεται σε διαβολικά παιχνίδια συμφερόντων και έκπτωτος άγγελος, ανάξιος της θείας προσφοράς, εκδιώχνεται από τα μικρά και ουσιώδη που θα του χάριζαν το μεγάλο δώρο της ζωής.
Κι ύστερα θρήνοι επί ερειπίων. Και απόγνωση επί αδιεξόδων. Και φαντάσματα που κάποτε είχαν και σάρκα που αγαπούσε τη ζωή. Αυτοκαταστροφικό Ον ο άνθρωπος, που πλάστηκε για να είναι ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Και τελικά βρυχάται σαν θεριό ανήμερο, συνθλίβοντας βίαια τις προοπτικές του επίγειου παραδείσου. Γιατί η μη-βία, κατά τον Μαχάτμα Γκάντι, προϋποθέτει διπλή πίστη. Πίστη στον Θεό και πίστη στον ΑΝΘΡΩΠΟ. Mα η έλλειψη πίστης είναι η συγκλονιστική βεβαιότητα των ημερών μας. Κι όπου κανείς φωνάζει πως πιστεύει στον Θεό του, είναι για να σκοτώσει τη δική μας τελευταία πεποίθηση για ένα ειρηνικό, ασφαλές μέλλον.
Κάποιοι, λοιπόν, καίγονται στην κόλασή τους. Ξεριζωμένα δέντρα, πεταμένα σε ξένο χώμα. Γλίτωσαν από τη μάνητα της θάλασσας και παλεύουν τώρα με τη σκληράδα της στεριάς. Θέλουν να πορευτούν προς το μέλλον, αλλά τους δένει τα πόδια το παρόν. Μπροστά τους συρματοπλέγματα και απαγορεύσεις. Η νέα πατρίδα που γυρεύουν γίνεται ατέρμονος δρόμος και καημός. Και περνάνε οι μέρες ντυμένες εξαθλίωση και σπαραγμό. Και οι δέκτες της τηλεόρασης ασφυκτιούν. Δεν χωράνε πλέον τόσο δράμα και τόση ένταση.
΄Ενας πατέρας περνάει άξαφνα στο σαλόνι μου, αγκαλιά με τους τρεις γιους του. Η γυναίκα του, λέει σε μια γλώσσα τραχιά, συνοδευόμενη από κινήσεις του σώματος, σκοτώθηκε. Μπουμ! Και σηκώνει τα χέρια. Μέσα στο αυτοκίνητο. Μπουμ! Και ξανασηκώνει τα χέρια. Όλη του η ζωή ένα Μπουμ! Μια ανατίναξη εκ θεμελίων. Τρία παιδιά μπροστά του σχηματίζουν ένα τεράστιο ερωτηματικό. Μετά την έκρηξη του κόσμου τους, μετά την περισυλλογή των θραυσμάτων, αλήθεια… τι; Ρωτάνε αμείλικτα εμένα, εσάς, τον καθένα μας. Τι κάνουμε; Τι μπορούμε να κάνουμε; Σιωπούμε όπως οι ένοχοι, όταν θέλουν να κρύψουν την αδυναμία της στιγμής που τους οδήγησε κατευθείαν στο εδώλιο.
Μια νεαρή γιατρός, εκεί στην Ειδομένη με τα μπουλούκια των προσφύγων, παίρνει στη συνέχεια τον λόγο. Μιλάει αργά, μιλάει σταθερά. Είναι κι άλλοι μαζί της. Μια ομάδα σαν γροθιά , πέρα από δυσκολίες, γραφειοκρατία, χρονοβόρες διαδικασίες. Στην αρχή ήτανε λίγοι, λέει. Μετά ήρθαν κι άλλοι και μεγάλωσε η ομάδα της υποστήριξης. Είναι και ψυχολόγοι, είναι και νοσηλευτές. Πιο πολύ με τη δική τους θέληση και πρωτοβουλία. Και νιώθεις ξάφνου, να ανασταίνεται πάλι ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, να ξεκολλάει από τη λάσπη και να γίνεται σώμα κατ΄εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού. Και η τηλεόραση μεγαλώνει πιο πολύ, όχι για να αφήσει την πλημμυρίδα του πόνου στο σαλόνι σου, αλλά για να χωρέσει το πλεόνασμα της προσφοράς, το περίσσιο της ψυχής.
No comments:
Post a Comment