Sunday, April 6, 2014

Με το φακό των λέξεων

Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου

«Είναι καλύτερο να αδικείται κανείς παρά να διαπράττει αδικία», ισχυρίστηκε ο σοφός Σωκράτης. Και οδηγήθηκε στο τραγικό του τέλος. Και αυτός που διάβασε πολύ την αρχαία φιλοσοφία, που είχε φροντίσει όλη του η ζωή να ενδυθεί τις αρετές που διακήρυξαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, δεν θα μπορούσε να συμφωνήσει περισσότερο με αυτή τη ρήση. Και δέχτηκε και ανέχτηκε. Και υπέμενε και δεν επέμενε. 

Όταν οι άλλοι τον καταπατούσαν και αναρριχώνταν σαν κισσοί σε προστατευτικές πλάτες, όταν η επιμέλεια, η ευσυνειδησία και η εργατικότητά του θάβονταν κάτω από τις προσβάσεις των άλλων, όταν οι προσπάθειές του προσέκρουαν στις γρήγορες και ανώδυνες αναβάσεις των εκλεκτών και προνομιούχων , εκείνος έσκυβε την καρδιά του και υποτασσόταν στο θέλημα μιας αιμοβόρας μειοψηφίας που πατούσε επί πτωμάτων και ψυχών προκειμένου να καρπωθεί δίκαια και άδικα, κεκτημένα και σφετερισθέντα. Περνούσαν τα χρόνια με την τυφλή υποταγή του στην καθεστηκυία παράνοια της δύναμης του ισχυρού.

Κι ήτανε εκείνη, τη μοναδική φορά, που ένιωσε την καρδιά του να πεθαίνει από ακατάσχετη λύπη, που θέριεψε η θέλησή του και αποφάσισε να προσφύγει στη δικαιοσύνη. Για άλλη μια φορά η μετριότητα τον είχε προσπεράσει με αλαλαγμούς ισχύος και τον είχε περιθωριοποιήσει σε μια γωνιά που σιγόκαιαν ακόμα οι στάχτες των ονείρων του. Στην οπισθοφυλακή και πάλι εκείνος που μάζευε χρόνια ένα ένα τα προσόντα του και πάσκιζε να κόψει δρόμο με ένα μικρό σπαθί αξιοσύνης, όταν οι άλλοι επιχειρούσαν τα άλματα με ούριο άνεμο τις συστάσεις του σημαίνοντος κύκλου γνωριμιών τους. Η αλήθεια είναι πως πάλεψε πολύ με τις ευαισθησίες του μέχρι να το αποφασίσει. 


Έμεινε νύκτες άγρυπνος να σιγοκουβεντιάζει σαν σύγχρονος Ηρακλής πότε με την Αρετή της συνείδησής του και πότε με την εκκολαπτόμενη Κακία που τρεφόταν από μια ακμάζουσα οργή. Και σ΄ αυτή την αναμέτρηση τα ισοζύγια δυνάμεων ανατράπηκαν πολλές φορές μέχρι να κτυπήσει την πόρτα του καταξιωμένου στον τομέα των προσφυγών δικηγόρου, ο οποίος ξεδίπλωσε εμπρός του όλες τις πτυχές της υπόθεσής του και κατέθεσε την πεποίθησή του για επιτυχή έκβαση της όλης διαδικασίας.΄Ηταν εμφανής, υποστήριξε, η υπεροχή του έναντι των όσων είχαν καταλάβει τις θέσεις προαγωγής και η δικαιοσύνη θα έλαμπε θριαμβευτικά υπέρ του.

Εκείνο το απόγευμα γύρισε στο σπίτι με ένα περίεργο κόμπο στο στομάχι, λες και κάποιος τον είχε σημαδέψει εκεί με τη γροθιά του. Πρώτη φορά έβγαινε έξω απ΄το καβούκι του, πρώτη φορά δίψαγε τόσο πολύ για λίγο οξυγόνο μα σαν δραπέτης που φοβάται τη σύλληψη, κάθισε στο ημίφως του δειλινού και βάλθηκε να μετράει ξανά και ξανά τις στιγμές της πρώτης επανάστασής του. Και πρώτη φορά άφησε την ελπίδα του σαν μικρό πλεούμενο να ταξιδέψει στα πέλαγα μιας αναμενόμενης ευτυχίας που θα΄φτανε με τον υπέρλαμπρο μανδύα της δικαίωσης. 


Πάνε δυόμισι χρόνια από τότε. Η Δικαιοσύνη δεν έχει ακόμα λάμψει, παραμένει πεισματικά στο σκοτάδι. Οι δίκες πηγαίνουν από αναβολή σε αναβολή. Οι μέρες στενεύουν ασφυκτικά στο γραφείο, οι νύκτες μεγαλώνουν και γίνονται τεράστιες σκιές που καταπίνουν τις αντοχές του. Πού και πού μια αχτίδα φεγγαριού τρυπά την απομόνωσή του, μπαίνει απρόσκλητη στο υπνοδωμάτιο, κάθεται επάνω στην εικόνα του Εσταυρωμένου, ακριβώς εκεί στα μισάνοικτα χείλη Του. «Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες τη δικαιοσύνη…».
Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου

No comments: