Της Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου
Τον λέγανε Θωμά. Μα άπιστος δεν ήταν. Αντίθετα πίστευε ακόμα στην αλήθεια και στην ειλικρίνεια των ανθρώπων. Ποιητής εκ φύσεως, ρομαντικός εκ γενετής. Στα σαράντα τόσα χρόνια του κρατούσε ακόμα κάτω από τα μυωπικά γυαλιά του ένα βλέμμα καθάριο, λες και το έπλενε κάθε πρωί στις πιο κρυσταλλένιες σκέψεις και μετά το έβγαζε αθώο και ανέφελο να σεργιανίσει στις γειτονιές και τις κουβέντες του κόσμου. Κι εκεί που στίλβωσε για τα καλά την ταυτότητα του εργένη, μπήκε στη ζωή του η Ράνια με τους ρυθμούς του βιολοντσέλου της και τη δροσιά των είκοσι πέντε χρόνων της.
Γνωρίστηκαν ένα βράδυ, καθώς φεύγανε κι οι δυο από μια συναυλία. Εκείνη με το βιολοντσέλο της στην πλάτη εκείνος με τις σκέψεις του χυμένες άτακτα στο μυαλό , τα πόδια του ακυβέρνητα να τσαλαπατάνε τη βιασύνη της στο μισοσκόταδο. Με μια συγγνώμη έγραψε το πρώτο κεφάλαιο της ιστορίας τους, ένα love story που έφτασε περίεργα στα μάτια και τ΄αυτιά συγγενών και φίλων .Από τη μια η μεγάλη διαφορά ηλικίας –λίγο ακόμα και θα΄ταν κόρη σου βρε αδερφέ- από την άλλη η λεγόμενη ασυμφωνία χαρακτήρων την οποία ως ειδήμονες διέβλεψαν όλοι από το «χαίρω πολύ».
Ο αδερφός του, στα πενήντα πια, τον έβαλε μια μέρα στη γωνιά και του τα΄πε κοφτά και τσεκουράτα. Ρεζίλι τους έκανε με τα καμώματά του. Τι γύρευε τώρα στα γεράματα με μια που είχε την ηλικία της ανιψιάς του; Δεν έβλεπε αλήθεια πως ήτανε μαζί του για τα λεφτά του; Δεν πήγαινε ούτε ένας μήνας, που τα είχε χαλάσει με τον ποδοσφαιριστή. Ναι, σαν αδερφός που τον νοιαζότανε είχε πάρει τις πληροφορίες του, από ένα τεράστιο λάθος πήγαινε να τον σώσει . Να ήτανε κάποια ώριμη κυρία, με το έχει της , να μπει στην οικογένεια με δόξα και τιμή. Αλλά… η πιτσιρίκα με το βιολοντσέλο;
Το ίδιο βράδυ βρήκε τη Ράνια να κάνει πρόβα τα κομμάτια της. Κάθισε για ώρα και την κοίταζε να χαϊδεύει αρμονικά τις χορδές καθώς τα μαλλιά της έπεφταν μπροστά στα μάτια του, τα αυτιά του και τίποτα από τα λόγια των καλοθελητών δεν άκουγε, μονάχα τον έρωτα της μουσικής της. Και σαν τέλειωσε την άρπαξε και την έλιωσε μέσα στα χέρια του κι έκανε την πρώτη αυθόρμητη κίνηση των σαράντα τόσων χρόνων του. Γονάτισε και τη ζήτησε σε γάμο σαν ερωτοχτυπημένος έφηβος κι ύστερα άφησε την καρδιά της σε ανοικτή ακρόαση και πρόσμενε με όλες τις αισθήσεις του να ακούσει την απάντησή της.
Δεν ήταν Ναι εκείνο που ξεστόμισε, ήτανε άλλη μια χορδή καλοκουρδισμένη από το βιολοντσέλο της. Κι έτρεξε με ταχύτητα αστραπής για τις άδειες του γάμου και παντρεύτηκε την πιτσιρίκα χωρίς ένα δικό του δίπλα του. Μονάχα με ένα φτερωτό θεό που πηγαινοερχότανε θριαμβευτής και του τρυπούσε κάθε τόσο τη σκέψη με μικρές και μεγάλες αμφιβολίες.
Ο ίδιος άπιστος δεν ήτανε μα μέρα τη μέρα εκείνη η μελωδία στο βιολοντσέλο φάλτσαρε πού και πού σε νότες που δεν μπορούσε να εξηγήσει. Κι όσο κι αν έβαζε τα δάχτυλά του επάνω στις χορδές, η πίστη του δεν έφερνε ξανά μπροστά αναστημένο τον έρωτά του.
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment