Friday, August 16, 2013

Με το φακό των λέξεων

Γράφει η Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
Όταν έπαιρνε αυτό το Πτυχίο, ποτέ δεν πίστευε πως θα το παρουσίαζε πρώτα στο Γραφείο Ανεργίας. Ονειρευότανε  πολύβουες  εταιρείες με φήμη και προοπτικές.  Κι όμως ! Είναι τώρα εδώ, μαζί με πολλούς άλλους ομοιοπαθείς και περιμένει τη σειρά του για την κατάθεση της απόγνωσής του. Τους κοιτάει ένα, ένα. Ναυαγισμένα κορμιά, τσακισμένα μυαλά σαν το δικό του.  Τον άλλο μήνα κλείνει τα είκοσι έξι. Η πόρτα που περιμένει πότε άραγε θα ανοίξει; Θέλει τόσο πολύ  να δουλέψει. Πρέπει! Δεν μπορεί άλλο να απλώνει το χέρι του στον πατέρα. Κι απ’ τη μάνα δεν μπορεί πια να παίρνει κάτι κρυφές οικονομίες.

Κοιτάει ξανά το Πτυχίο του. Κι είναι σαν  να κοιτάει χίλιες φωτογραφίες ποτισμένες με ιδρώτα και αίμα ψυχής. Κάποτε είχε ελπίδες.  Μετά αυταπάτες.  Πως θ΄άλλαζε αυτό τον άθλιο  κόσμο, που προωθεί  το άδικο και επιβραβεύει το μέτριο. Ύστερα λίγο, λίγο τα φτερά του λαβώθηκαν. Άρχισε  τις χαμηλές πτήσεις μέχρι που σύρθηκε στην πόρτα της ανάγκης.

Κοιτάζει μπρος του, πίσω του, είναι ατέλειωτη θαρρείς  τούτη η ουρά, ξεπερνά την είσοδο, φτάνει μέχρι το πεζοδρόμιο. Όλοι για μια θέση στον μακρύ κατάλογο των ανέργων. Κι ύστερα η προσμονή, η αισιοδοξία που ξυπνά κάθε μέρα σαν ρόδο ερωτευμένο με το φως. Λαχτάρα για  ένα τηλεφώνημα, μια ευκαιρία. Και το βράδυ να έρχεται με  μια ακατάπαυστη προσευχή σε μια πίστη που δεν αφήνεται να εξασθενήσει. Τα νιάτα  επίμονα  ζητούν τη δικαίωσή τους.

Ο ιδρώτας μουσκεύει το πρόσωπό του καθώς οι ώρες έχουν κολλήσει στους δείκτες του ρολογιού και αρνούνται πεισματικά να προχωρήσουν. Ξάφνου μια αναταραχή γεμίζει την αναμονή. «Η κοπέλα, δεν είναι καλά. Λίγο νερό, βρε παιδιά», ακούει κάποιον να φωνάζει. 


Πίσω του μια νεαρή, κατάχλομη, μισοκλείνει τα μάτια, ψάχνει από κάπου να πιαστεί  κι απότομα  γέρνει προς τη μεριά του. Ξαφνιάζεται στην αρχή, τινάζεται. Ύστερα, από ένστικτο πιο πολύ, κλείνει μες στα χέρια του την άγνωστη. Κάποιος έρχεται γοργά με το νερό. Της βρέχουν το πρόσωπο, τα χείλη. Αρχίζει εκείνη να συνέρχεται, ανοίγει τα μάτια. Κοιτάζει γύρω , προσηλώνεται τελικά στη δική του  έγνοια.  Τον κοιτάζει βαθιά, πονεμένα. Ψελλίζει ένα ευχαριστώ. Και μετά… μια συγγνώμη.

«Συγγνώμη, γιατί;» τολμά εκείνος να ρωτήσει. «Που λύγισα», ψιθυρίζει εκείνη. «Δεν το΄θελα. Αλλά… είναι μεγάλη η κούραση». Του σφίγγει με ευγνωμοσύνη το  χέρι. Προσέχει τότε τους ρόζους στην παλάμη της. 
 
Την κοιτάζει απορημένος.  «Πλένω αυτοκίνητα σε ένα γκαράζ», λέει η κοπέλα. Και τα βράδια δουλεύω σε μια ταβέρνα.  Και… περιμένω». Το χέρι της είναι ακόμα στο δικό του. Και το βλέμμα της γίνεται ένα με τη ματιά του.  Κι είναι γερό τούτο  το κράτημά τους. Όσο να κοπάσει η καταιγίδα.
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου


No comments: