Πέντε παιδιά. Το ένα μετά το άλλο. Λες και μοίραζε κάθε χρόνο ευλογία ο Θεός. Στα δεκαπέντε ο μεγάλος, κλείνει τον άλλο μήνα τα δέκα η μικρή. Το σπίτι τους μικρό, τρία υπνοδωμάτια όλα κι όλα , μεγάλωσε με μάστορα κι αρχιτέκτονα την αγάπη για να χωρέσει την ανάγκη τους. Ξυπνούσε κάθε πρωί με ένα « Δόξα Σοι ο Θεός”, έπινε τον πρώτο καφέ της μέρας με τη γυναίκα του, καλημέριζε ένα, ένα τα παιδιά του κι ύστερα έτρεχε για το μεροκάματο.
Καλός μάστορας στα υδραυλικά, δούλευε με συνέταιρο, από Πάφο
μέχρι Δερύνεια, έτρεχε όπου κι αν τον φωνάζανε. Πέντε παιδιά ήταν αυτά, πέντε
ελπίδες. Ήδη ο μεγάλος τέλειωνε το Γυμνάσιο, θα΄μπαινε του χρόνου στο Λύκειο. Άριστος
μαθητής, ονειρευότανε σπουδές στην Ιατρική. Ποιος
ήταν αυτός που θα του στερούσε το όνειρο; Στο κατόπιν η κόρη του με την αγάπη της για το
βιολί. Μεγάλο ταλέντο, του’ παν στα ωδεία. Κρίμα να μη συνέχιζε στο εξωτερικό. Και δούλευε ασταμάτητα, αγόγγυστα, να περνά η
οικογένεια, να βάζει και κάτι τις στην άκρη για τη συνέχεια.
Μα κάποια μέρα αρχίσανε οι δουλειές να
λιγοστεύουν. Στην αρχή ανεπαίσθητα, στη
συνέχεια ήρθε και φούντωσε η έλλειψη. Και μαζί φούντωσε κι η ανησυχία του. Είπε να αποκρύψει από όλους το γεγονός μπας
και τα πράγματα γινόντουσαν καλύτερα, μα το κατήφορο δε σταμάταγε κι η σκέψη
του δεν ηρεμούσε. Πήρε κάποια βραδιά παράμερα τη γυναίκα του. Λίγα λόγια της είπε,
πολλά κατάλαβε εκείνη. Κι απόμεινε να τον κοιτάζει πρώτα με έκπληξη, μετά με
απορία, θυμό που καταλάγιαζε σιγά, σιγά σε πίκρα. Και τώρα τι;
Αρχίσανε λίγο, λίγο οι περικοπές. Μα εφτά
στόματα είναι αυτά. Δε γεμίζει εύκολα το τραπέζι. Κάτι ψυλλιαστήκανε τα τρία
μεγαλύτερα παιδιά, αρχίσανε τις ερωτήσεις, ψάξανε με αγωνία οι γονείς για τις απαντήσεις μα δύσκολα τους
βγήκανε. Κανένα επιτήδειο ψέμα δεν μπορεί να κρύψει μια τρομακτική
αλήθεια. Η ανέχεια τους χτυπούσε δυνατά την πόρτα.
Λέξη δεν είπαν τα παιδιά, μα ήτανε η σιωπή
τους πιο εκκωφαντική από όλες τις
κραυγές του κόσμου. Ο μεγάλος πήγε και
βρήκε τη μάνα του το βράδυ, κάθισε δίπλα της, την αγκάλιασε σφιχτά κι απόμειναν
οι δυο τους να κοιτάνε ένα χλωμό, λειψό
φεγγάρι, που έβγαινε στον ουρανό σαν μοίρα από άδικο. Τους είδε ο κύρης, συγκράτησε ένα δάκρυ
επίμονο στην άκρη των ματιών, σκούπισε όσο μπορούσε πιο θαρρετά την απελπισία,
έβαλε την ντροπή στην άκρη και τ’ αποφάσισε.
Την άλλη μέρα θα έκανε την ανάγκη κουράγιο και
θα έστεκε κι αυτός στις ουρές των Κοινωνικών
Παντοπωλείων. Κι αν κουραζόταν, αν απογοητευόταν, θα τον στήριζαν οι έξι
καρδιές που χτυπούσανε επίμονα για χάρη
του.
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment