Friday, August 16, 2013

Με το φακό των λέξεων

Γράφει η Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
Τον βλέπω τέτοια ώρα συνήθως στο μικρό καφενείο. Κοιτάζει χωρίς να βλέπει, ακούει χωρίς να μιλά. Ο κύριος Πέτρος, γύρω στα εξήντα πέντε, Κύπριος που έζησε μια ζωή ολάκερη στην Παροικία του Λονδίνου  σερβίροντας «fish and chips» για τους πελάτες του και περιμένοντας τη μεγάλη ώρα. Την ώρα της επιστροφής.

Σαν κόπαζε η κίνηση στο μαγαζί,  έσκυβε κάτω από τον πάγκο, έβγαζε μια μπουκάλα κουμανταρία, γέμιζε δυο ποτηράκια,  ένα για εκείνον ένα για  τη Χρυστάλλα του, τα σήκωνε ψηλά κι έκανε πάντα την ίδια πρόποση : «Για την ώρα της πατρίδας».

Στα είκοσι πέντε του είχε φύγει από την Κύπρο, λίγους μήνες μετά την τουρκική εισβολή , σαν είδε πως ο τόπος του δεν μπορούσε πια  να θρέψει  τα νιάτα και τα όνειρά του. Στην ξενιτειά έστησε τη ζωή του, έκανε οικογένεια, περιουσία, μα ο ουρανός του Λονδίνου δεν ήτανε αρκετά πλατύς για να χωρέσει την ανάγκη του. Κάπου εκεί στην άκρη της Μεσογείου τον καλούσε επίμονα μια Ιθάκη να γυρίσει. Κι όταν πια παρέδωσε την επιχείρηση στα παιδιά του, κουρασμένος αλλά πανευτυχής, πήρε τη Χρυστάλλα και τις οικονομίες του και γύρισε στην Κύπρο.  Δε ζήταγε πια πολλά. Ένα σπίτι για τα «υστερινά» του, λίγο χώμα να φυτεύει τα λαχανικά του και μια σιγουριά στην Τράπεζα για κάθε άσχημη ώρα.

Οι σκέψεις του απλές και σίγουρες. Εφτακόσιες χιλιάδες ευρώ είχε φέρει μαζί του από τα ξένα. Θα αγόραζε το σπίτι και θα κατέθετε τα υπόλοιπα. Μα πέσαν από δίπλα του οι ειδήμονες και τον συμβούλεψαν να αφήσει όλο το χρήμα στον τόκο να αυγατίζει και με ένα δάνειο να πάρει εκείνο το παραθαλάσσιο των εκατόν πενήντα τετραγωνικών.  Έτσι και τα λεφτά του θα είχε στο ακέραιο και το δάνειο θα πληρωνόταν σιγά, σιγά από τη σύνταξη.

Προβληματίστηκε πολύ μα τ΄αποφάσισε. Τρία παιδιά είχε αφήσει πίσω του στο Λονδίνο. Μπορεί να  τα΄φερνε η κακιά η ώρα και να είχανε κάποια στιγμή την ανάγκη του. Πήρε λοιπόν το δάνειο των τριακόσιων χιλιάδων, στέγασε παραθαλάσσια το γυρισμό κι έγειρε στ’ όνειρό του  να ξεκουραστεί. Μα  ήρθε  ένα πρωί το αναπάντεχο. Κι έμεινε ο κύριος  Πέτρος με το χρέος στο κεφάλι κι εκατό χιλιάδες μόνο αποκούμπι μες στην Τράπεζα. Του τα εξηγήσανε στα χαρτιά, του μιλήσανε με αριθμούς, λίγα άκουσε, περισσότερα κατάλαβε, πιο πολύ αναστέναξε.

Τον βλέπω τέτοια ώρα συνήθως  στο μικρό καφενείο. Κοιτάζει χωρίς να βλέπει, ακούει χωρίς να μιλά. Σκέφτεται μόνο και πικραίνεται. Η Ιθάκη του γέμισε πολλούς κι επίδοξους μνηστήρες  κι αυτός δίχως βέλος απ’ τη φαρέτρα του να σημαδεύει τους άρπαγες, θα ζήσει τα γηρατειά ίδια με  τη νιότη του. Με αγωνία και πόνο για κάθε  Αύριο που ξημερώνει.
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

 


No comments: