Thursday, August 15, 2013

Με το φακό των λέξεων

Γράφει η Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
Είναι που όλα έμοιαζαν σεισμόπληκτα μέσα στη ζωή του: Όνειρα, σχέδια, προοπτικές. Στη δουλειά του είχε ήδη δεχτεί δυο φορές μείωση μισθού. Για το καλό της εταιρείας, του είπαν, για να μην αναγκαστεί  να κλείσει και βρεθούν ύστερα όλοι στο δρόμο. Κι ήτανε να απορεί κανείς πώς ένας οικοδομικός κολοσσός , που είχε αναλάβει πολλά και σημαντικά έργα στον τόπο και το εξωτερικό τα τελευταία είκοσι πέντε με τριάντα χρόνια, δήλωνε τώρα αδυναμία να δώσει ένα μισθό των χιλίων πεντακοσίων  ευρώ στους υπαλλήλους του. Ήδη τρεις είχαν απολυθεί με τη δικαιολογία της οικονομικής περισυλλογής στις πρωτοφανείς συνθήκες που βίωνε ο τόπος. Και οι δύο που απέμειναν στο Τμήμα  ένιωθαν να επικρέμεται η απειλή ως δαμόκλειος σπάθη επάνω απ΄το κεφάλι τους.

Μα εκ φύσεως αισιόδοξο άτομο, δεν άφηνε να τον πλακώσει η μιζέρια και η απογοήτευση. Μέχρι  που τον κάλεσε στο γραφείο του ο Γενικός.  Καθισμένος στην πολυτελή, δερμάτινη πολυθρόνα του, ντυμένος με το πανάκριβο κοστούμι του, είχε φορέσει ήδη μία προσποιητή θλίψη στο κάτω χείλος, που όλο του ξέφευγε και γινόταν ψυχρή αδιαφορία.  Λίγα  τα λόγια του, κοφτά, του δώσανε το μήνυμα. Ως εδώ ήτανε και μη παρέκει. Οι δουλειές περιορίζονταν, βγαίνανε και δε βγαίνανε, ήτανε μάλλον ο επόμενος στη λίστα. Κι αυτό το μάλλον το κράτησε τυλιγμένο σε μια κόλλα προοπτικής μπας και τα πράγματα αλλάζανε κατά τρόπο θαυμαστό εντός του μηνός. Αλλιώς θα έπαιρνε μια στοιχειώδη αποζημίωση, βρε αδερφέ, να κοιτάξει το μέλλον του.

Το μέλλον του! Σαν χαστούκι του΄κατσε τούτη η φράση στο κουράγιο του και το λύγισε. Τι ξημέρωνε πια για εκείνον; Κόντευε τα πενήντα, χήρος με  ένα γιο φαντάρο. Τι θα μπορούσε να περιμένει σε ένα κόσμο που οι ευκαιρίες φεύγανε πια σαν πουλιά αποδημητικά, χωρίς να υπόσχονται επιστροφή τους  κάποια άνοιξη!

Περπάτησε πολύ,  μονάχος μες στο πλήθος, μικρός μες στη μεγάλη φουρτούνα που τον έδερνε. Ύστερα μπήκε στο αυτοκίνητο, έκλεισε τη σκέψη, άνοιξε την καρδιά  κι άφησε τα χέρια του στο τιμόνι να τον οδηγήσουν όπου εκείνα ήθελαν.  Ξαφνιάστηκε όταν  είδε πως μια ώρα μετά βρισκόταν έξω από το μοναστήρι της Μεγαλόχαρης. Κατέβηκε σαν υπνωτισμένος, έσυρε τα βήματά του μέχρι την αυλή με τις μεγάλες μπουκαμβίλιες, τις γλάστρες με τα γεράνια δεξιά κι αριστερά. Μια απόκοσμη θαλπωρή τον τύλιξε. Λες και όλα όσα τον κυνηγούσαν κλείστηκαν ξαφνικά απ΄έξω κι άλλο δεν έμεινε παρά μόνο η γαλήνη  που προσέδιδε τούτη  η επαφή με το Θείο.
 

Μπήκε στην εκκλησία, άναψε το κερί του κι άφησε τη φλόγα του, μικρή στην αρχή, πιο δυνατή στη συνέχεια, να πυρπολήσει ξανά το πείσμα , το θάρρος, την αγάπη του  για τη ζωή.

Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

No comments: