Βγαίνει και πάλι απ’ το σπίτι, με την παλιά εκείνη τριμμένη τσάντα σαν πετραχήλι να κρέμεται στο στήθος . Την κρατά σφιχτά πάνω στον κόρφο της, κειμήλιο λογάριασε, μιας άλλης εποχής. Της την είχε χαρίσει ο άντρας της σε ένα ταξίδι τους στην Αλεξάνδρεια. Από τότε αχώριστη έγινε με τον ώμο της. Και τώρα δυο φορές περισσότερο. Γιατί η τσάντα ετούτη χωράει πια όλα τα όνειρα κι όλους τους φόβους της. Έχει στοιβάξει εκεί μέσα ένα χρυσό σταυρό, ένα βραχιόλι με μαργαριτάρια, δυο διαμαντένια σκουλαρίκια , το πρώτο δαχτυλίδι που της χάρισε ο συγχωρεμένος κι όλες τις οικονομίες της. Χίλια πεντακόσια εξήντα ευρώ όλα κι όλα. Η μικρή της περιουσία.
Και με φόβο και πάθος κατηφορίζει στο πεζοδρόμιο. Δύσκολοι καιροί. Ποτέ
δεν πίστευε πως θα ξαναζούσε τέτοια στέρηση. Λιγοστά και σήμερα τα ψώνια. Ίσα να γεμίσουνε
τη μοναξιά της. Ούτε άντρας ούτε παιδί ζεσταίνουν τη σκέψη της . Μια νύχτα μόνο μέσα
της για όλα όσα δε γεύτηκε. Μα είναι πια πολύ αργά για μετάνοιες. Σκύβει στα
καφάσια, ψάχνει για τις πιο σφιχτές ντομάτες, τα φτηνότερα μήλα.
Πληρώνει με το τρέμουλο των εβδομήντα οχτώ της χρόνων να καταδυναστεύει
τα δάχτυλά της. Κι ύστερα παίρνει το δρόμο του γυρισμού. Στρίβει στη γωνία,
αφαιρείται για λίγο από το παιχνίδι του ήλιου επάνω στις πλάκες. Και τότε νιώθει το τράνταγμα στον ώμο, το τράβηγμα
του γερασμένου δέρματός της κάτω από τη βίαιη επίθεση στην τσάντα της.
«Όχι», φωνάζει και αυθόρμητα αφήνει τα καλούδια να κατρακυλήσουν στο πεζοδρόμιο. Πασκίζει, κρατιέται
γερά από τη μοναδική προίκα που της απέμεινε. Κι είναι λες και η ηλικία της
ξεχάστηκε κι έμεινε εκεί, μπροστά στην άδικη επίθεση, μια κοπελούδα με πείσμα
και γινάτι. Τα χάνει ο επίδοξος ληστής. Τόση δύναμη σε ένα σώμα που τ΄αρνιέται
λίγο, λίγο η ζωή!
«Αν πεινάς, πάρε τις ντομάτες και τα μήλα», ακούει έκπληκτος το θύμα του να λέει. «Όχι, όμως, τις θύμησες. Ποτέ τις αναμνήσεις». Κι ο ψίθυρος του φόβου της γίνεται απότομα κραυγή. Τα χάνει εκείνος, νιώθει μια περίεργη ταραχή να φτερουγίζει μέσα του. Όπως τότε που τον μάλωνε η γιαγιά του, σαν ρήμαζε κρυφά το πορτοφόλι της κι έτρεχε για παγωτό. Κοιτάει ξανά το θύμα του. Τα μάτια της γεμάτα πίκρα. Γύρω τους λιωμένες ντομάτες, χυμένα μήλα, σαν τη ζωή του που χρόνια τώρα χύνεται στον υπόνομο.
Δεν αντέχει το εδώλιο της ματιάς της. Αμολιέται σε μια πάροδο. Κάπου στη γωνία σταματά, ακουμπά την πλάτη του
στον τοίχο. Ο ήλιος παίζει ακόμα με τις πλάκες του πεζοδρομίου και χτυπά για άλλη μια
φορά τις μικρές, αδιόρατες ευαισθησίες του.
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment