Κάθεται αγνάντια στη θάλασσα. Και αφουγκράζεται τον ερχομό της ως τις άκρες των ποδιών του. Έτσι όπως τότε που ήτανε παιδί και βούλιαζε στο χρυσό όνειρο της Αμμοχώστου. Τότε μιλούσε με τη θάλασσα μια άλλη γλώσσα, παιδική. Της έλεγε για τα όνειρά του κι εκείνη άκουγε ήρεμη σαν λάδι τα φτερουγίσματα των λόγων του. Κάποτε απαντούσε με ένα παφλασμό μικρού κύματος, έτσι καθώς έσκαγε επάνω στην ψιλή την άμμο. Και τότε του φαινόταν πως το αποτύπωμά του έγραφε λέξεις σαν πανιά, έτοιμα να τον ταξιδέψουν σε όσα ονειρευόταν.
Μετά,
λες και γύρευε ένα βάφτισμα για κάθε
καινούρια αρχή του, ορμούσε μέσα στο νερό, φωνάζοντας με ενθουσιασμό για
όλα τα θαύματα που του έταζε χαμογελώντας το μέλλον.
Αυτά
τότε, στα δέκα του χρόνια, με δυο μάτια ήλιους, με δυο μάγουλα σαν ώριμα
κεράσια, με χέρια λευκά σαν κρίνοι που προσμένανε να ανοίξουνε στο φως. Τώρα
κάπου στα πενήντα , με τα μάτια του σβησμένοι φάροι πια , μάγουλα σκαμμένα από
το διάβα ανελέητου χρόνου, χέρια που ζυμώσανε
την έλλειψη, άλλη γλώσσα μιλά με τούτη τη θάλασσα του Νότου. Κι άμα έρχεται ο
Αύγουστος με τις μνήμες που κρατάνε πρόκες και καρφώνουν την ψυχή του ανάποδα, το κύμα της γίνεται
οργή που βράζει, ο ρυθμός της σφαγμένο παιδικό τραγούδι, το αποτύπωμά της στην
άμμο ένα παιχνίδι που δεν τέλειωσε, ένα δέντρο που δεν κάρπισε, ένας ουρανός
που δεν ξαστέρωσε.
Παίρνει
ένα βότσαλο, το κρατάει μηχανικά στο χέρι, το ζυγιάζει. Μετά κοιτάει κατά τον
ορίζοντα. Υψώνει το χέρι, σημαδεύει το Άπειρο, ίσως μέσα σ΄αυτό πετύχει και το
περιορισμένο που του επέβαλαν τα όπλα και η βία. Σημαδεύει ξανά και ξανά, ματώνει,
όμως, μονάχα τις μνήμες. Και τότε λες και βγαίνει από το βυθό μια
ξεχασμένη γοργόνα. Τον κοιτάζει χωρίς να μιλά , περιμένει το ξέσπασμά του. «Ζει
ο Βασιλιάς που κρύβω μέσα μου;» τη ρωτά. «Ζει και βασιλεύει», του απαντά
εκείνη, σείοντας τα μακριά μαλλιά της κατά το Βορρά. «Μην κοιτάς που κάποτε
κουράζεται μες στη μεγάλη πορεία. Μη λογαριάζεις πως κοιμάται κάτω από άλλο
δέντρο, πως ξεδιψά σε άλλη πηγή. Ένα ταξίδι είναι μόνο με εισιτήριο
επιστροφής. Μη χάνεσαι, μην
ξεχνιέσαι. Ζήσε και περίμενε».
Αυτά
του λέει κάθε φορά η γοργόνα και χάνεται πάλι στην άβυσσο του νου του. Κάποια
στιγμή νιώθει τον ήλιο να βάφεται με όλα τα χρώματα της αποχώρησης. Ακόμα μια
νύχτα πολιορκεί τη δική του. Λέει να μην ενδώσει.
Να κρατηθεί από μια πανσέληνο λαμπερή, καλοκαιρινή, όμοια με πορτοκάλι βαρωσιώτικου περιβολιού. Και τότε, θες από θαύμα θες από θέληση, τα ροζιασμένα χέρια του γίνονται πάλι κρίνοι λευκοί, έτοιμοι να γεννήσουν τον Σωτήρα της Γης του.
Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment