Saturday, August 31, 2013

ΡΙΚ 2013 - Κρουαζιέρα πολιτισμού στα Ελληνικά νησιά

 
Το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου (ΡΙΚ) διοργανώνει κάθε χρόνο κρουαζιέρα πολιτισμού και αλληλογνωριμίας με τα ελληνικά νησιά. Σ’ αυτήν παίρνουν μέρος ο γενικός διευθυντής, οι διευθυντές τηλεόρασης και ραδιοφώνου, παραγωγοί προγραμμάτων, καλλιτεχνικά και παραδοσιακά μουσικοχορευτυκά σχήματα από την Κύπρο, ενώ ακολουθούν πάντοτε τηλεθεατές και ακροατές του ΡΙΚ. Φέτος σε συνεργασία με το κρουαζιερόπλοιο ‘Salamis Foloxenia’ έγιναν πολιτιστικές εκδηλώσεις στην Πάτμο, Χίο, Ικαρία και Καστελλόριζο. 
O Γενικός Διευθυντής του ΡΙΚ Θέμης Θεμιστοκλέους προσφωνεί την εκδήλωση.
Το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου Γλαύκος Ιωννίδης, προσφέρει αναμνηστική πλακέτα στον Αναπληρωτή Δήμαρχο Καστελλορίζου, Γεώργιο Αχλαδιώτη.     
Κατάθεση στεφάνου στο Μνημείο πεσόντων εκ μέρους του ΡΙΚ από το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, Γιώργο Γεωργίου Λουκά.
Oμιλία του Φοίβου Νικολαΐδη, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΡΙΚ, που εκφώνησε στο ακριτικό Καστελλόριζο.

Είναι με ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση που για μια ακόμη φορά, βρισκόμαστε εδώ, ανάμεσα σας στο ανατολικότερο άκρο της Ελληνικής επικράτειας, στο πιο κοντινό σημείο της εσχατιάς του Ελληνισμού, την Κύπρο μας.

Ο πίνακας που συνθέτει μοναδικές εικόνες με φόντο το βαθύ γαλάζιο του Αιγαίου και τις όμορφες πινελιές των Ελληνικών νησιών, μας ακολουθεί  σ΄όλη μας τη διαδρομή. Ένα ταξίδι συμβολικό, αλλά και συνάμα κατάθεσης ψυχής, για συμπαράσταση και αναπτέρωση της ελπίδας για την αισιόδοξη πορεία στη συνέχεια.

Φέτος, ξανά, όπως το είχαμε υποσχεθεί, το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου και μαζί του όλη η Κύπρος βρίσκεται εδώ. Ύστερα από την Πάτμο, τη Χίο και την Ικαρία, τελευταίος αλλά, ιδιαίτερα σημαντικός σταθμός το ακριτικό νησί σας, το Καστελλόριζο.

Από τα βάθη των αιώνων οι κοινές ιστορικές καταβολές και η παράλληλη πορεία, μας φέρνει συμπαραστάτες σε σας. Τις δύσκολες μέρες που βιώνουμε τόσο έντονα, ο Ελληνισμός θα βρει το κουράγιο, ώστε, να συνεχίσει το ιστορικό του ταξίδι ανά τους αιώνες. Ως φορείς πολιτισμού, μεταφέρουμε μηνύματα αισιοδοξίας για καλύτερες μέρες, τόσο για την Ελλάδα, όσο και για την Κύπρο, γιατί ξέρουμε, να αγωνιζόμαστε και να βγαίνουμε κερδισμένοι.

Μήνυμα όμως αισιοδοξίας και δύναμης παίρνουμε και από εσάς, αδέλφια μας. Η Κυρά της Ελληνικής υπερηφάνειας, η θρυλική της Ρω, για τέσσερις δεκαετίες ύψωνε καθημερινά την αγαπημένη γαλανόλευκη, ως σύμβολο αντίστασης και πίστης στα ιερά νάματα της φυλής. Με την ίδια πίστη στα δίκαια μας, θα συνεχίσουμε να κρατούμε ψηλά τη δική μας σημαία αντίστασης και αγώνα.

Οι πολιτιστικές αυτές εκδηλώσεις που διοργανώνουμε στα νησιά που επισκεπτόμαστε, είναι η καλύτερη μορφή γνωριμίας και σύσφιξης των σχέσεων. Αναδεικνύουν επίσης, τη βούληση μας για ειρηνική συνεργασία στην περιοχή μας.
Φίλοι μας,
Παρά τη σύντομη παραμονή μας στο όμορφο νησί σας, χαρήκαμε ιδιαίτερα για άλλη μια φορά τη ζεστή φιλοξενία σας και την αγάπη που μας περιβάλλετε. Περιμένουμε και τη δική σας επίσκεψη στην Κύπρο, για να ανταποδώσουμε αυτή την αγάπη και εκτίμηση.

Ευχαριστούμε και πάλι για τη θερμή υποδοχή και επαναβεβαιώνουμε πως πάντα θα είμαστε δίπλα σας, συμπαραστάτες με υψηλό το φρόνημα. Ο Θεός να μας δίνει κουράγιο και δύναμη όλων μας.
Ευχαριστώ.
Μνημείο πεσόντων στο Καστελλόριζο.
Καστελλόριζο - Μερική άποψη του λιμανιού.

Η Ενόραση σε διακοπές

 Μοναδικές εκδηλώσεις της "Ενόρασης"

Ο «πρώτος γύρος» των καλοκαιρινών διακοπών της Ενόρασης  στο ξενοδοχείο Δρούσια Χάιτς, στην περιοχή του Ακάμα, από 18 ως 25 Αυγούστου, 2013.
Ενδιαφέρουσες επισκέψεις σε λαϊκά μουσεία και παραδοσιακές εκθέσεις.
 Ξενάγηση και περιήγηση σε τοπικά οινοποιεία παραγωγής εκλεκτών κρασιών.


 Ανακαλύπτοντας τους ιστορικούς θησαυρούς της Κύπρου.
 
 Περιδιαβάζοντας υπέροχα χωριά και περπατώντας στα γοητευτικά παλιά δρομάκια.
 
Μοναδικές στιγμές ξεγνιασιάς και ξεκούρασης για τα 35 μέλη και φίλους που πήραν μέρος στην επιτυχημένη εκδρομή.
Ο Γαστών Νεοκλέους και η παρέα του απολαμβάνουν τη δροσιά της πισίνας και το καταπράσινο τοπίο της γύρω περιοχής. 
 
Το ταξίδι της Ενόρασης συνεχίζεται... με το «δεύτερο γύρο» από την Κυριακή 1, έως Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου, με μια πανέμορφη κρουαζιέρα με το «Σάλαμις Φιλοξενία» στο καταγάλανο Αιγαίο.

Sunday, August 25, 2013

Παρθένος Μύθος ή Αλήθεια;

Γράφει η
Αλεξάνδρα Καρτά
Από την Αθήνα


Ένα παραμύθι με σύμβολα και έννοιες που αποκωδικοποιούν πολλά φανερά και κρυφά στοιχεία του χαρακτήρα, αλλά και του πεπρωμένου ανθρώπων που ανήκουν στον αστερισμό αυτό. Μια αλληγορική ιστορία της Περσεφόνης, κόρης της θεάς Δήμητρας που επέλεξε να ζει σε δύο διαφορετικούς κόσμους… στο φως και στο σκοτάδι…

Είναι ένα παραμύθι για τα παιδιά, ένας μύθος για τους μεγάλους… στην πραγματικότητα είναι μία αλήθεια που βρίσκεται πλεγμένη στα βάθη των αιώνων μέχρι σήμερα… Μία αλήθεια που αντιπροσωπεύει τον ψυχισμό κάποιων ανθρώπων που γεννήθηκαν κάτω από την επιρροή αυτού του αστερισμού. Αναφέρομαι στον μύθο της Δήμητρας θεά της καρποφορίας και της  ευγονίας, ιδιαιτέρως δε στην έκφραση της αγάπης της προς την κόρη της Περσεφόνη. Ενδιαφέρον έχει η ετυμολογία του ονόματος της που προέρχεται από το δα και το μήτηρ, όπου το δα σημαίνει Γη, άρα μητέρα Γη.

Από αστρολογικής πλευράς ανήκει στους αστεροειδείς που έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα σε ένα ωροσκόπιο. Η παρουσία του αστεροειδούς Δήμητρα [cares] εκφράζει την ικανότητά μας να διεκδικούμε αυτό που θέλουμε… και γι’ αυτό υπάρχει σε έξαρση στα ωροσκόπια πολιτικών και ανθρώπων που ασκούν εξουσία. Είναι ένα σημείο στο ωροσκόπιο που πάντα το προσέχω, γιατί, μου δίνει αρκετά στοιχεία για το χαρακτήρα των ανθρώπων και τη διατροφή που ακολουθούν. 

Συνήθως βρίσκεται σε δυσμενή θέση στα ωροσκόπια ατόμων που πάσχουν από διατροφικές διαταραχές. Εκφράζει επίσης την ανάγκη μας για στοργή, την ιδανική μητρική φιγούρα και την εικόνα της επιθυμητής  συντρόφου σε ωροσκόπια ανδρών. Επίσης, μπορεί να υποδηλώνει την πνευματική τροφή κάποιου μέσα από σπουδές, τέχνη και εμπειρίες ζωής. Οι διελεύσεις αυτού του αστεροειδούς από ένα ωροσκόπιο μπορεί να μαρτυρούν περιόδους μεγάλης θλίψης ή και μεγάλης εύνοιας ανάλογα του ταξιδιού που θα κάνει μέσα σε έναν  αστρολογικό χάρτη.

Ας αναφερθούμε ξανά στη μυθολογία.  Η Περσεφόνη αντιπροσωπεύει, σε ένα πιο εσωτερικό επίπεδο, την ψυχή και το ταξίδι της, από τη ζωή στο θάνατο και πάλι από την αρχή… Τα Ελευσίνια Μυστήρια έχουν άμεση σχέση με την επαναφορά της από τον κάτω κόσμο, εξ ου και η [Έλευσης] στην ομώνυμη περιοχή. Ιστορικά γνωρίζουμε ότι ετελούντο  στα μέσα Αυγούστου έως τα μέσα Σεπτεμβρίου, περίπου δηλαδή στο διάστημα που ο Ήλιος βρίσκεται στο ζώδιο της Παρθένου.

Στα Ελευσίνια Μυστήρια δεν είναι γνωστό το ακριβές τελετουργικό που ακολουθούσαν, αλλά γνωρίζουμε ότι η συγκεκριμένη μύηση, αποσκοπούσε στη συμφιλίωση με τον θάνατο και την προσδοκία της μεταθανάτιας ζωής. Η Περσεφόνη παρόλο που ωριμάζει από κορίτσι σε γυναίκα, επιλέγοντας, να ζει στον κάτω κόσμο με τον Πλούτωνα ως σύζυγο της, δείχνει παράλληλα μία παθητική στάση στις επιλογές της. Οι  ενέργειες της είναι σχεδόν παιδιάστικες και παράλληλα έχει την ικανότητα να μεταλλάσσεται σε εκείνο που επιθυμούν οι άλλοι, δηλαδή, να ταυτίζεται με τον ρόλο που είναι αρεστός στους άλλους. Είναι ένα χαρακτηριστικό που υπάρχει στον ψυχισμό πολλών ανθρώπων που ανήκουν στον αστερισμό της Παρθένου.

Πολλές φορές οι μήνες στους Παρθένους διαχωρίζονται αφενός στους παραγωγικούς και γόνιμους, αφετέρου, στους δύσκολους όπου εγκλωβίζονται σε χιλιάδες σκέψεις, αναβολές, περιορισμούς και όλα αυτά μέσα στον ίδιο χρόνο!!! Είναι σαν να δουλεύει μέσα τους ένα ρολόι χωρισμένο στα δύο, σαν να γίνεται μέσα στο DNA τους ο πόλεμος του φωτός και του απόλυτου σκότους. Και στους δύο αυτούς κόσμους υπάρχει αυτός που φωτίζει την ύπαρξη τους. Πάντα αυτοί οι δύο πόλοι στη ζωή τους έχουν την έννοια της αφοσίωσης και της απέραντης αγάπης.

Ο Ζωδιακός αστερισμός της Παρθένου είναι εξαιρετικά μεγάλος ως προς τον αριθμό των αστεριών αλλά ο σημαντικότερος είναι ο Στάχυς… Γι’αυτό η Παρθένος σαν ζώδιο συμβολίζει τη γονιμότητα και κρατά στο χέρι της το στάχυ. Πλανήτης κυρίαρχος της Παρθένου, είναι ο Ερμής… και για να το δέσουμε με την Ελληνική μυθολογία ήταν ο θεός εκείνος που πήρε την Περσεφόνη από τον κάτω κόσμο με την έγκριση του Δία, για να την παραδώσει στην μητέρα της.

Ένα μωσαϊκό όμορφων εικόνων αλλά και νοημάτων που μας βάζει να σκεφτούμε την απόλυτη εναρμόνιση που υπήρχε και υπάρχει μεταξύ του λαμπρού πολιτισμού μας με την Αστρολογία…

Ένα μονοπάτι γνώσης και αγάπης από τους προγόνους μας για το μυστήριο της ζωής και του θανάτου. Μέσα από τους αιώνες αναδύονται με γλαφυρό τρόπο οι αλήθειες της ύπαρξης μας. 
Αλεξάνδρα Καρτά



Friday, August 16, 2013

Με το φακό των λέξεων

Γράφει η Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
Όταν έπαιρνε αυτό το Πτυχίο, ποτέ δεν πίστευε πως θα το παρουσίαζε πρώτα στο Γραφείο Ανεργίας. Ονειρευότανε  πολύβουες  εταιρείες με φήμη και προοπτικές.  Κι όμως ! Είναι τώρα εδώ, μαζί με πολλούς άλλους ομοιοπαθείς και περιμένει τη σειρά του για την κατάθεση της απόγνωσής του. Τους κοιτάει ένα, ένα. Ναυαγισμένα κορμιά, τσακισμένα μυαλά σαν το δικό του.  Τον άλλο μήνα κλείνει τα είκοσι έξι. Η πόρτα που περιμένει πότε άραγε θα ανοίξει; Θέλει τόσο πολύ  να δουλέψει. Πρέπει! Δεν μπορεί άλλο να απλώνει το χέρι του στον πατέρα. Κι απ’ τη μάνα δεν μπορεί πια να παίρνει κάτι κρυφές οικονομίες.

Κοιτάει ξανά το Πτυχίο του. Κι είναι σαν  να κοιτάει χίλιες φωτογραφίες ποτισμένες με ιδρώτα και αίμα ψυχής. Κάποτε είχε ελπίδες.  Μετά αυταπάτες.  Πως θ΄άλλαζε αυτό τον άθλιο  κόσμο, που προωθεί  το άδικο και επιβραβεύει το μέτριο. Ύστερα λίγο, λίγο τα φτερά του λαβώθηκαν. Άρχισε  τις χαμηλές πτήσεις μέχρι που σύρθηκε στην πόρτα της ανάγκης.

Κοιτάζει μπρος του, πίσω του, είναι ατέλειωτη θαρρείς  τούτη η ουρά, ξεπερνά την είσοδο, φτάνει μέχρι το πεζοδρόμιο. Όλοι για μια θέση στον μακρύ κατάλογο των ανέργων. Κι ύστερα η προσμονή, η αισιοδοξία που ξυπνά κάθε μέρα σαν ρόδο ερωτευμένο με το φως. Λαχτάρα για  ένα τηλεφώνημα, μια ευκαιρία. Και το βράδυ να έρχεται με  μια ακατάπαυστη προσευχή σε μια πίστη που δεν αφήνεται να εξασθενήσει. Τα νιάτα  επίμονα  ζητούν τη δικαίωσή τους.

Ο ιδρώτας μουσκεύει το πρόσωπό του καθώς οι ώρες έχουν κολλήσει στους δείκτες του ρολογιού και αρνούνται πεισματικά να προχωρήσουν. Ξάφνου μια αναταραχή γεμίζει την αναμονή. «Η κοπέλα, δεν είναι καλά. Λίγο νερό, βρε παιδιά», ακούει κάποιον να φωνάζει. 


Πίσω του μια νεαρή, κατάχλομη, μισοκλείνει τα μάτια, ψάχνει από κάπου να πιαστεί  κι απότομα  γέρνει προς τη μεριά του. Ξαφνιάζεται στην αρχή, τινάζεται. Ύστερα, από ένστικτο πιο πολύ, κλείνει μες στα χέρια του την άγνωστη. Κάποιος έρχεται γοργά με το νερό. Της βρέχουν το πρόσωπο, τα χείλη. Αρχίζει εκείνη να συνέρχεται, ανοίγει τα μάτια. Κοιτάζει γύρω , προσηλώνεται τελικά στη δική του  έγνοια.  Τον κοιτάζει βαθιά, πονεμένα. Ψελλίζει ένα ευχαριστώ. Και μετά… μια συγγνώμη.

«Συγγνώμη, γιατί;» τολμά εκείνος να ρωτήσει. «Που λύγισα», ψιθυρίζει εκείνη. «Δεν το΄θελα. Αλλά… είναι μεγάλη η κούραση». Του σφίγγει με ευγνωμοσύνη το  χέρι. Προσέχει τότε τους ρόζους στην παλάμη της. 
 
Την κοιτάζει απορημένος.  «Πλένω αυτοκίνητα σε ένα γκαράζ», λέει η κοπέλα. Και τα βράδια δουλεύω σε μια ταβέρνα.  Και… περιμένω». Το χέρι της είναι ακόμα στο δικό του. Και το βλέμμα της γίνεται ένα με τη ματιά του.  Κι είναι γερό τούτο  το κράτημά τους. Όσο να κοπάσει η καταιγίδα.
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου


Με το φακό των λέξεων

Γράφει η Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
Τον βλέπω τέτοια ώρα συνήθως στο μικρό καφενείο. Κοιτάζει χωρίς να βλέπει, ακούει χωρίς να μιλά. Ο κύριος Πέτρος, γύρω στα εξήντα πέντε, Κύπριος που έζησε μια ζωή ολάκερη στην Παροικία του Λονδίνου  σερβίροντας «fish and chips» για τους πελάτες του και περιμένοντας τη μεγάλη ώρα. Την ώρα της επιστροφής.

Σαν κόπαζε η κίνηση στο μαγαζί,  έσκυβε κάτω από τον πάγκο, έβγαζε μια μπουκάλα κουμανταρία, γέμιζε δυο ποτηράκια,  ένα για εκείνον ένα για  τη Χρυστάλλα του, τα σήκωνε ψηλά κι έκανε πάντα την ίδια πρόποση : «Για την ώρα της πατρίδας».

Στα είκοσι πέντε του είχε φύγει από την Κύπρο, λίγους μήνες μετά την τουρκική εισβολή , σαν είδε πως ο τόπος του δεν μπορούσε πια  να θρέψει  τα νιάτα και τα όνειρά του. Στην ξενιτειά έστησε τη ζωή του, έκανε οικογένεια, περιουσία, μα ο ουρανός του Λονδίνου δεν ήτανε αρκετά πλατύς για να χωρέσει την ανάγκη του. Κάπου εκεί στην άκρη της Μεσογείου τον καλούσε επίμονα μια Ιθάκη να γυρίσει. Κι όταν πια παρέδωσε την επιχείρηση στα παιδιά του, κουρασμένος αλλά πανευτυχής, πήρε τη Χρυστάλλα και τις οικονομίες του και γύρισε στην Κύπρο.  Δε ζήταγε πια πολλά. Ένα σπίτι για τα «υστερινά» του, λίγο χώμα να φυτεύει τα λαχανικά του και μια σιγουριά στην Τράπεζα για κάθε άσχημη ώρα.

Οι σκέψεις του απλές και σίγουρες. Εφτακόσιες χιλιάδες ευρώ είχε φέρει μαζί του από τα ξένα. Θα αγόραζε το σπίτι και θα κατέθετε τα υπόλοιπα. Μα πέσαν από δίπλα του οι ειδήμονες και τον συμβούλεψαν να αφήσει όλο το χρήμα στον τόκο να αυγατίζει και με ένα δάνειο να πάρει εκείνο το παραθαλάσσιο των εκατόν πενήντα τετραγωνικών.  Έτσι και τα λεφτά του θα είχε στο ακέραιο και το δάνειο θα πληρωνόταν σιγά, σιγά από τη σύνταξη.

Προβληματίστηκε πολύ μα τ΄αποφάσισε. Τρία παιδιά είχε αφήσει πίσω του στο Λονδίνο. Μπορεί να  τα΄φερνε η κακιά η ώρα και να είχανε κάποια στιγμή την ανάγκη του. Πήρε λοιπόν το δάνειο των τριακόσιων χιλιάδων, στέγασε παραθαλάσσια το γυρισμό κι έγειρε στ’ όνειρό του  να ξεκουραστεί. Μα  ήρθε  ένα πρωί το αναπάντεχο. Κι έμεινε ο κύριος  Πέτρος με το χρέος στο κεφάλι κι εκατό χιλιάδες μόνο αποκούμπι μες στην Τράπεζα. Του τα εξηγήσανε στα χαρτιά, του μιλήσανε με αριθμούς, λίγα άκουσε, περισσότερα κατάλαβε, πιο πολύ αναστέναξε.

Τον βλέπω τέτοια ώρα συνήθως  στο μικρό καφενείο. Κοιτάζει χωρίς να βλέπει, ακούει χωρίς να μιλά. Σκέφτεται μόνο και πικραίνεται. Η Ιθάκη του γέμισε πολλούς κι επίδοξους μνηστήρες  κι αυτός δίχως βέλος απ’ τη φαρέτρα του να σημαδεύει τους άρπαγες, θα ζήσει τα γηρατειά ίδια με  τη νιότη του. Με αγωνία και πόνο για κάθε  Αύριο που ξημερώνει.
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

 


Thursday, August 15, 2013

Με το φακό των λέξεων

Γράφει η Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
Βγαίνει και πάλι απ’ το σπίτι, με την παλιά εκείνη τριμμένη τσάντα σαν πετραχήλι να κρέμεται στο στήθος . Την κρατά  σφιχτά πάνω στον κόρφο της, κειμήλιο λογάριασε, μιας άλλης εποχής. Της την είχε χαρίσει  ο άντρας της σε ένα ταξίδι τους στην Αλεξάνδρεια. Από τότε αχώριστη έγινε με τον ώμο της. Και τώρα δυο φορές περισσότερο. Γιατί η τσάντα ετούτη χωράει πια όλα τα όνειρα κι όλους τους φόβους της.  Έχει στοιβάξει  εκεί μέσα  ένα χρυσό σταυρό, ένα βραχιόλι με μαργαριτάρια, δυο διαμαντένια σκουλαρίκια , το πρώτο δαχτυλίδι που της χάρισε ο συγχωρεμένος κι όλες τις οικονομίες της.  Χίλια πεντακόσια εξήντα ευρώ όλα κι όλα. Η μικρή της περιουσία.

Και με φόβο και πάθος κατηφορίζει στο πεζοδρόμιο. Δύσκολοι καιροί. Ποτέ δεν πίστευε πως θα ξαναζούσε τέτοια στέρηση.  Λιγοστά και σήμερα τα ψώνια. Ίσα να γεμίσουνε τη μοναξιά της. Ούτε άντρας ούτε παιδί  ζεσταίνουν τη σκέψη της . Μια νύχτα μόνο μέσα της για όλα όσα δε γεύτηκε. Μα είναι πια πολύ αργά για μετάνοιες. Σκύβει στα καφάσια, ψάχνει για τις πιο σφιχτές ντομάτες, τα φτηνότερα μήλα.

Πληρώνει με το τρέμουλο των εβδομήντα οχτώ της χρόνων να καταδυναστεύει τα δάχτυλά της. Κι ύστερα παίρνει το δρόμο του γυρισμού. Στρίβει στη γωνία, αφαιρείται για λίγο από το παιχνίδι του ήλιου επάνω στις πλάκες. Και  τότε νιώθει το τράνταγμα στον ώμο, το τράβηγμα του γερασμένου δέρματός της κάτω από τη βίαιη επίθεση στην τσάντα της.

«Όχι», φωνάζει και αυθόρμητα αφήνει τα καλούδια  να κατρακυλήσουν στο πεζοδρόμιο. Πασκίζει, κρατιέται γερά από τη μοναδική προίκα που της απέμεινε. Κι είναι λες και η ηλικία της ξεχάστηκε κι έμεινε εκεί, μπροστά στην άδικη επίθεση, μια κοπελούδα με πείσμα και γινάτι. Τα χάνει ο επίδοξος ληστής. Τόση δύναμη σε ένα σώμα που τ΄αρνιέται λίγο, λίγο η ζωή!

«Αν πεινάς,  πάρε τις ντομάτες και τα μήλα», ακούει έκπληκτος το θύμα του να λέει. «Όχι, όμως, τις θύμησες. Ποτέ τις αναμνήσεις». Κι ο ψίθυρος του φόβου της γίνεται απότομα κραυγή. Τα χάνει εκείνος,  νιώθει μια περίεργη ταραχή να φτερουγίζει μέσα του. Όπως  τότε που τον μάλωνε  η γιαγιά του, σαν  ρήμαζε  κρυφά το πορτοφόλι της κι έτρεχε  για παγωτό.  Κοιτάει ξανά το θύμα του. Τα μάτια της γεμάτα πίκρα.  Γύρω τους λιωμένες  ντομάτες, χυμένα μήλα, σαν τη ζωή του που χρόνια τώρα χύνεται στον υπόνομο.

Δεν αντέχει το εδώλιο της ματιάς της. Αμολιέται σε μια πάροδο.  Κάπου στη γωνία σταματά, ακουμπά την πλάτη του στον τοίχο. Ο ήλιος παίζει ακόμα με τις  πλάκες του πεζοδρομίου και χτυπά για άλλη μια φορά τις μικρές, αδιόρατες ευαισθησίες του.

Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

Με το φακό των λέξεων

Γράφει η Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
Είναι που όλα έμοιαζαν σεισμόπληκτα μέσα στη ζωή του: Όνειρα, σχέδια, προοπτικές. Στη δουλειά του είχε ήδη δεχτεί δυο φορές μείωση μισθού. Για το καλό της εταιρείας, του είπαν, για να μην αναγκαστεί  να κλείσει και βρεθούν ύστερα όλοι στο δρόμο. Κι ήτανε να απορεί κανείς πώς ένας οικοδομικός κολοσσός , που είχε αναλάβει πολλά και σημαντικά έργα στον τόπο και το εξωτερικό τα τελευταία είκοσι πέντε με τριάντα χρόνια, δήλωνε τώρα αδυναμία να δώσει ένα μισθό των χιλίων πεντακοσίων  ευρώ στους υπαλλήλους του. Ήδη τρεις είχαν απολυθεί με τη δικαιολογία της οικονομικής περισυλλογής στις πρωτοφανείς συνθήκες που βίωνε ο τόπος. Και οι δύο που απέμειναν στο Τμήμα  ένιωθαν να επικρέμεται η απειλή ως δαμόκλειος σπάθη επάνω απ΄το κεφάλι τους.

Μα εκ φύσεως αισιόδοξο άτομο, δεν άφηνε να τον πλακώσει η μιζέρια και η απογοήτευση. Μέχρι  που τον κάλεσε στο γραφείο του ο Γενικός.  Καθισμένος στην πολυτελή, δερμάτινη πολυθρόνα του, ντυμένος με το πανάκριβο κοστούμι του, είχε φορέσει ήδη μία προσποιητή θλίψη στο κάτω χείλος, που όλο του ξέφευγε και γινόταν ψυχρή αδιαφορία.  Λίγα  τα λόγια του, κοφτά, του δώσανε το μήνυμα. Ως εδώ ήτανε και μη παρέκει. Οι δουλειές περιορίζονταν, βγαίνανε και δε βγαίνανε, ήτανε μάλλον ο επόμενος στη λίστα. Κι αυτό το μάλλον το κράτησε τυλιγμένο σε μια κόλλα προοπτικής μπας και τα πράγματα αλλάζανε κατά τρόπο θαυμαστό εντός του μηνός. Αλλιώς θα έπαιρνε μια στοιχειώδη αποζημίωση, βρε αδερφέ, να κοιτάξει το μέλλον του.

Το μέλλον του! Σαν χαστούκι του΄κατσε τούτη η φράση στο κουράγιο του και το λύγισε. Τι ξημέρωνε πια για εκείνον; Κόντευε τα πενήντα, χήρος με  ένα γιο φαντάρο. Τι θα μπορούσε να περιμένει σε ένα κόσμο που οι ευκαιρίες φεύγανε πια σαν πουλιά αποδημητικά, χωρίς να υπόσχονται επιστροφή τους  κάποια άνοιξη!

Περπάτησε πολύ,  μονάχος μες στο πλήθος, μικρός μες στη μεγάλη φουρτούνα που τον έδερνε. Ύστερα μπήκε στο αυτοκίνητο, έκλεισε τη σκέψη, άνοιξε την καρδιά  κι άφησε τα χέρια του στο τιμόνι να τον οδηγήσουν όπου εκείνα ήθελαν.  Ξαφνιάστηκε όταν  είδε πως μια ώρα μετά βρισκόταν έξω από το μοναστήρι της Μεγαλόχαρης. Κατέβηκε σαν υπνωτισμένος, έσυρε τα βήματά του μέχρι την αυλή με τις μεγάλες μπουκαμβίλιες, τις γλάστρες με τα γεράνια δεξιά κι αριστερά. Μια απόκοσμη θαλπωρή τον τύλιξε. Λες και όλα όσα τον κυνηγούσαν κλείστηκαν ξαφνικά απ΄έξω κι άλλο δεν έμεινε παρά μόνο η γαλήνη  που προσέδιδε τούτη  η επαφή με το Θείο.
 

Μπήκε στην εκκλησία, άναψε το κερί του κι άφησε τη φλόγα του, μικρή στην αρχή, πιο δυνατή στη συνέχεια, να πυρπολήσει ξανά το πείσμα , το θάρρος, την αγάπη του  για τη ζωή.

Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

Με το φακό των λέξεων

Γράφει η Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
Πέντε παιδιά. Το ένα μετά το άλλο. Λες και μοίραζε κάθε χρόνο ευλογία ο Θεός. Στα δεκαπέντε ο μεγάλος, κλείνει τον άλλο μήνα τα δέκα η μικρή.  Το σπίτι τους μικρό, τρία υπνοδωμάτια όλα κι όλα , μεγάλωσε με μάστορα κι αρχιτέκτονα την αγάπη για να χωρέσει την ανάγκη τους. Ξυπνούσε κάθε πρωί με ένα « Δόξα Σοι ο Θεός”, έπινε τον πρώτο καφέ της μέρας με τη γυναίκα του, καλημέριζε ένα, ένα τα παιδιά του κι ύστερα έτρεχε για το μεροκάματο.

Καλός μάστορας  στα υδραυλικά, δούλευε με συνέταιρο, από Πάφο μέχρι Δερύνεια, έτρεχε όπου κι αν τον φωνάζανε. Πέντε παιδιά ήταν αυτά, πέντε ελπίδες. Ήδη ο μεγάλος τέλειωνε το Γυμνάσιο, θα΄μπαινε του χρόνου στο Λύκειο. Άριστος μαθητής, ονειρευότανε σπουδές στην Ιατρική.   Ποιος ήταν αυτός που θα του στερούσε το όνειρο;  Στο κατόπιν η κόρη του με την αγάπη της για το βιολί. Μεγάλο ταλέντο, του’ παν στα ωδεία. Κρίμα να μη συνέχιζε στο εξωτερικό.  Και δούλευε ασταμάτητα, αγόγγυστα, να περνά η οικογένεια, να βάζει και κάτι τις στην άκρη για τη συνέχεια.

Μα κάποια μέρα αρχίσανε οι δουλειές να λιγοστεύουν.  Στην αρχή ανεπαίσθητα, στη συνέχεια ήρθε και φούντωσε η έλλειψη.  Και μαζί φούντωσε κι η ανησυχία του.  Είπε να αποκρύψει από όλους το γεγονός μπας και τα πράγματα γινόντουσαν καλύτερα, μα το κατήφορο δε σταμάταγε κι η σκέψη του δεν ηρεμούσε. Πήρε κάποια βραδιά  παράμερα τη γυναίκα του. Λίγα λόγια της είπε, πολλά κατάλαβε εκείνη.  Κι απόμεινε  να τον κοιτάζει πρώτα με έκπληξη, μετά με απορία, θυμό που καταλάγιαζε σιγά, σιγά σε πίκρα. Και τώρα τι;

Αρχίσανε λίγο, λίγο οι περικοπές. Μα εφτά στόματα είναι αυτά. Δε γεμίζει εύκολα το τραπέζι. Κάτι ψυλλιαστήκανε τα τρία μεγαλύτερα παιδιά, αρχίσανε τις ερωτήσεις, ψάξανε με αγωνία οι  γονείς για τις απαντήσεις μα δύσκολα τους βγήκανε. Κανένα επιτήδειο ψέμα δεν μπορεί να κρύψει μια τρομακτική αλήθεια.  Η ανέχεια τους χτυπούσε δυνατά  την πόρτα.  

Λέξη δεν είπαν τα παιδιά, μα ήτανε η σιωπή τους πιο εκκωφαντική  από όλες τις κραυγές  του κόσμου. Ο μεγάλος πήγε και βρήκε τη μάνα του το βράδυ, κάθισε δίπλα της, την αγκάλιασε σφιχτά κι απόμειναν οι δυο τους  να κοιτάνε ένα χλωμό, λειψό φεγγάρι, που έβγαινε στον ουρανό σαν μοίρα από άδικο.  Τους είδε ο κύρης, συγκράτησε ένα δάκρυ επίμονο στην άκρη των ματιών, σκούπισε όσο μπορούσε πιο θαρρετά την απελπισία, έβαλε την ντροπή στην άκρη και τ’ αποφάσισε.

Την άλλη μέρα θα έκανε την ανάγκη κουράγιο και θα έστεκε κι αυτός στις ουρές των Κοινωνικών  Παντοπωλείων. Κι αν κουραζόταν, αν απογοητευόταν, θα τον στήριζαν οι έξι καρδιές που χτυπούσανε επίμονα  για χάρη του.

Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

Wednesday, August 14, 2013

Με το φακό των λέξεων

Γράφει η Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου
Κάθεται αγνάντια στη θάλασσα.  Και αφουγκράζεται τον ερχομό της ως τις άκρες των ποδιών του. Έτσι όπως τότε που ήτανε παιδί και βούλιαζε στο χρυσό όνειρο της Αμμοχώστου. Τότε μιλούσε με τη θάλασσα μια άλλη γλώσσα, παιδική. Της έλεγε για τα όνειρά του κι εκείνη άκουγε ήρεμη σαν λάδι τα φτερουγίσματα των λόγων του. Κάποτε απαντούσε με ένα παφλασμό μικρού κύματος, έτσι καθώς έσκαγε επάνω στην ψιλή την άμμο. Και τότε του φαινόταν πως το αποτύπωμά του έγραφε  λέξεις σαν πανιά, έτοιμα να τον ταξιδέψουν σε όσα ονειρευόταν.

Μετά, λες και γύρευε ένα βάφτισμα για κάθε  καινούρια αρχή του, ορμούσε μέσα στο νερό, φωνάζοντας με ενθουσιασμό για όλα τα θαύματα που του έταζε χαμογελώντας το μέλλον.

Αυτά τότε, στα δέκα του χρόνια, με δυο μάτια ήλιους, με δυο μάγουλα σαν ώριμα κεράσια, με χέρια λευκά σαν κρίνοι που προσμένανε να ανοίξουνε στο φως. Τώρα κάπου στα πενήντα , με τα μάτια του σβησμένοι φάροι πια , μάγουλα σκαμμένα από το διάβα ανελέητου χρόνου,  χέρια που ζυμώσανε την έλλειψη, άλλη γλώσσα μιλά με τούτη τη θάλασσα του Νότου. Κι άμα έρχεται ο Αύγουστος με τις μνήμες που κρατάνε πρόκες και καρφώνουν  την ψυχή του ανάποδα, το κύμα της γίνεται οργή που βράζει, ο ρυθμός της σφαγμένο παιδικό τραγούδι, το αποτύπωμά της στην άμμο ένα παιχνίδι που δεν τέλειωσε, ένα δέντρο που δεν κάρπισε, ένας ουρανός που δεν ξαστέρωσε.

Παίρνει ένα βότσαλο, το κρατάει μηχανικά στο χέρι, το ζυγιάζει. Μετά κοιτάει κατά τον ορίζοντα. Υψώνει το χέρι, σημαδεύει το Άπειρο, ίσως μέσα σ΄αυτό πετύχει και το περιορισμένο που του επέβαλαν τα όπλα και η βία. Σημαδεύει ξανά και ξανά, ματώνει,  όμως, μονάχα  τις μνήμες.  Και τότε λες και βγαίνει από το βυθό μια ξεχασμένη γοργόνα. Τον κοιτάζει χωρίς να μιλά , περιμένει το ξέσπασμά του. «Ζει ο Βασιλιάς που κρύβω μέσα μου;» τη ρωτά. «Ζει και βασιλεύει», του απαντά εκείνη, σείοντας τα μακριά μαλλιά της κατά το Βορρά. «Μην κοιτάς που κάποτε κουράζεται μες στη μεγάλη πορεία. Μη λογαριάζεις πως κοιμάται κάτω από άλλο δέντρο, πως ξεδιψά σε άλλη πηγή. Ένα ταξίδι είναι μόνο με εισιτήριο επιστροφής.  Μη χάνεσαι, μην ξεχνιέσαι.  Ζήσε  και περίμενε».

Αυτά του λέει κάθε φορά η γοργόνα και χάνεται πάλι στην άβυσσο του νου του. Κάποια στιγμή νιώθει τον ήλιο να βάφεται με όλα τα χρώματα της αποχώρησης. Ακόμα μια νύχτα πολιορκεί τη δική του. Λέει να μην ενδώσει.

Να κρατηθεί από μια πανσέληνο λαμπερή, καλοκαιρινή, όμοια με πορτοκάλι βαρωσιώτικου περιβολιού. Και τότε, θες από θαύμα θες από θέληση, τα ροζιασμένα χέρια του γίνονται πάλι κρίνοι λευκοί, έτοιμοι να γεννήσουν τον Σωτήρα της Γης του.

Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου