Είναι μία επιστημονική μονογραφία γραμμένη στην αγγλική γλώσσα, τιτλοφορείται «Η Κυπριακή Δημοκρατία και η Κοινοπολιτεία» και, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, είναι η πρώτη σοβαρή συγγραφική εργασία που προσεγγίζει το θέμα αναλυτικά και ολοκληρωμένα, και επομένως καθίσταται χρήσιμο και πολύτιμο εργαλείο για κάθε μελλοντικό ερευνητή, ενδιαφερόμενο επαγγελματία ή αναγνώστη. Είναι γεγονός, βέβαια, ότι η σχέση Κ.Δ.-Κοινοπολιτείας έχει σαφώς διαφοροποιηθεί και αποδυναμωθεί μετά το 2004, όταν η Κύπρος έγινε πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως πολύ διαφοροποιημένη είναι πλέον και η ίδια η πάλαι ποτέ κραταιά Βρετανική Κοινοπολιτεία, Κοινοπολιτεία των Εθνών ή σκέτο πια Κοινοπολιτεία με τα σημερινά 56 μέλη της, που αριθμούν συνολικά 2.5 δισεκατομμύρια κατοίκους, το 30% του παγκόσμιου πληθυσμού (μόνο η Ινδία έχει πληθυσμό 1.4 δισ.).
Όπως σημειώνει ο Αιμιλιανίδης, η ένταξη της Κύπρου στην Κοινοπολιτεία, στις 13 Μαρτίου 1961 ως το 12ο μέλος της, «υπήρξε ένα ορόσημο στην ιστορία του θεσμού, καθώς ήταν η πρώτη μικρή σε πληθυσμό χώρα που εντάχθηκε σ’ αυτόν». Σήμερα 33 χώρες-μέλη είναι μικρές. Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι η Κοινοπολιτεία ιδρύθηκε το 1926 (ως επίσημη ημερομηνία ίδρυσης αναφέρεται το 1931), με την ονομασία Βρετανική Κοινοπολιτεία. Την εποχή εκείνη τα μέλη της, πρώην αποικίες, είχαν ως Αρχηγό Κράτους τον εκάστοτε Βρετανό Μονάρχη, κάτι που άλλαξε το 1950, ενώ το 1949 αφαιρέθηκε από τον τίτλο και η λέξη «Βρετανική». Η σημαντικότερη εκδήλωση της Κοινοπολιτείας, εκτός από τις διασκέψεις αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων, είναι οι κοινοπολιτειακοί αθλητικοί αγώνες, η πολυπληθέστερη αθλητική σύναξη μετά τους Ολυμπιακούς, στην οποία Κύπριοι αθλητές σημείωσαν διακρίσεις. Αξιόλογες υπήρξαν οι δράσεις της Κοινοπολιτείας και στους τομείς της εκπαίδευσης και των τεχνών (φεστιβάλ κινηματογράφου).
Το 250 σελίδων βιβλίο του Αιμιλιανίδη, μέσα από έξι μεγάλα κεφάλαια, μας δίνει μια εύληπτη εικόνα της ιστορικής εξέλιξης της Κοινοπολιτείας και λεπτομερή αναφορά της σχέσης που η Κύπρος ανέπτυξε με τον θεσμό, από την ένταξη τής Κ.Δ. σ’ αυτόν επί προεδρίας Μακαρίου, μέχρι το τέλος της θητείας του τέως Προέδρου Νίκου Αναστασιάδη. Εξετάζει, επίσης, τη σημερινή του διαφοροποιημένη ταυτότητα και τη μελλοντική πορεία του σ’ ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον. Το ενδιαφέρον τού συγγραφέα για το θέμα δεν προέκυψε καθόλου τυχαία, καθώς το 2018 ιδρύθηκε ο κυπριακός κλάδος τού Royal Commonwealth Society (RCS), όταν η μεγάλη αυτή Κοινοπολιτειακή Κοινότητα γιόρταζε την 150ή επέτειο από την ίδρυσή της στο Λονδίνο και ο Αχιλλεύς Αιμιλιανίδης έγινε πρώτος του πρόεδρος. Το RCS Cyprus Branch εδρεύει στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, στο οποίο ο Αιμιλιανίδης ήταν Κοσμήτορας της Νομικής του Σχολής.
Κύπρος, το απρόθυμο μέλος
Στο εισαγωγικό πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του ο συγγραφέας παρουσιάζει μια συνοπτική εικόνα της εξελικτικής πορείας της Κοινοπολιτείας, για να σταθεί στη συνέχεια σε μια αναλυτική αναφορά με πολύ ενδιαφέροντα ιστορικά στοιχεία για την ένταξη τής Κ.Δ. σ’ αυτήν. Σημειώνει ότι «οι Βρετανοί ήταν απρόθυμοι ως προς το αν η Κύπρος θα έπρεπε να γίνει πλήρες μέλος της Κοινοπολιτείας, διότι ανησυχούσαν ότι ήταν ένα πολύ μικρό κράτος, πολύ μικρότερο από οποιοδήποτε άλλο μέλος της εκείνη την εποχή, και ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα ενθάρρυνε άλλα μικρά κράτη να υποβάλουν αίτηση για ένταξη. Επιπλέον, λόγω του Συντάγματος της Κ.Δ. θα υπήρχε σύνδεση με την Ελλάδα και την Τουρκία, χώρες εκτός Κοινοπολιτείας, οι οποίες αναγνωρίστηκαν ως εγγυήτριες δυνάμεις, περιορίζοντας έτσι την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας, κάτι που αποτελούσε προϋπόθεση για κάθε μέλος της Κοινοπολιτείας. Η Βρετανία, ως εκ τούτου, εξέταζε εναλλακτικές επιλογές όπως μία ειδική σύνδεση, η οποία δεν θα έφθανε στην κατάσταση του πλήρους μέλους». Αλλά και οι Κύπριοι, αν και έβλεπαν τα μεγάλα οικονομικά και όχι μόνο οφέλη από την ένταξή τους στην Κοινοπολιτεία, ήσαν επίσης απρόθυμοι για κάτι τέτοιο. Οι αντίθετοι πρόβαλλαν τόσο οικονομικούς όσο και πολιτικούς λόγους. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, καίτοι θετικά διακείμενος, φοβόνταν τις εσωτερικές αντιδράσεις. Ήδη παρουσιάζονταν δημοσίως επικρίσεις για την υπογραφή των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου.
Ο Γεώργιος Γρίβας ήταν ο μεγαλύτερος πολέμιος για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αφού πίστευε ότι θα επηρέαζε αρνητικά αφ’ ενός τον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ και θα καθιστούσε οικονομικά εξαρτώμενη την Κύπρο από το Ηνωμένο Βασίλειο αφ’ ετέρου. Για ιδεολογικούς λόγους αντίθετο ήταν και το ΑΚΕΛ, το μόνο τότε οργανωμένο κόμμα που αντιπροσώπευε το ένα τρίτο των Ελληνοκυπρίων, το οποίο εισηγείτο να αναπτυχθούν οικονομικές σχέσεις με τις ανατολικές χώρες, αφού η Κοινοπολιτεία αναπόφευκτα θα οδηγούσε και την Κύπρο στις αγκάλες του ΝΑΤΟ. Στα πιο πάνω προστίθεται και η δυσπιστία Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, που δεν έπαψε ποτέ να δηλητηριάζει τις σχέσεις τους και κατ’ επέκταση τη λειτουργία του νεαρού κράτους. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας «ενώ και ο αντιπρόεδρος Φαζίλ Κουτσούκ ταυτιζόταν πιο πολύ με τον Μακάριο, ο Ντενκτάς και η εξτρεμιστική ΤΜΤ ήσαν αντίθετοι». Προτρέπονται οι ενδιαφερόμενοι να διαβάσουν όσα ο Αιμιλιανίδης παραθέτει στο βιβλίο του, για να αντιληφθούν το κλίμα μέσα στο οποίο εξελίσσονταν τα πράγματα στα πρώτα βήματα της νεαρής Κ.Δ., τους χειρισμούς τού προέδρου Μακάριου, τους αναγκαίους συμβιβασμούς όλων των εμπλεκομένων και πώς η Κύπρος κατέστη αρχικά (δοκιμαστικά) προσωρινό μέλος της Κοινοπολιτείας για περίοδο πέντε ετών και στη συνέχεια μόνιμο και πολύ ενεργό μάλιστα.
Η προεδρία Μακαρίου και των διαδόχων του
Σε χωριστά κεφάλαια γίνεται από τον συγγραφέα λεπτομερής αναφορά στο πώς εξελίχθηκαν οι σχέσεις της Κύπρου με την Κοινοπολιτεία και πώς πολιτεύθηκαν οι πρόεδροί της, πριν αλλά και μετά την τουρκική εισβολή, όταν με πολλά ψηφίσματα σε συνόδους κορυφής η Κ.Δ. βρήκε στήριξη και ισχυρή αναγνώριση ως ανεξάρτητο κράτος. Χώρες της Κοινοπολιτείας με διπλωματική παρουσία στο νησί εξέφραζαν και με τον τρόπο αυτό την αναγνώριση της Κ.Δ. και την αντίθεσή τους σε κάθε αποσχιστική ενέργεια εκ μέρους των Τούρκων. Στο βιβλίο γίνεται εκτενής αναφορά στο θέμα αυτό. Έχει πολύ ενδιαφέρον, επίσης, να δούμε πώς οι σχέσεις αυτές επηρεάστηκαν αρχικά από την ένταξη της Βρετανίας στην τότε ΕΟΚ (Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα) και στη συνέχεια από την ένταξη της Κ.Δ. στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την έξοδο της Βρετανίας από αυτήν. Στη διάρκεια της προεδρίας Μακαρίου σημειώνεται και η άλλη σημαντική πολιτική επιλογή για παράλληλη σύνδεση της Κύπρου με το Κίνημα των Αδεσμεύτων χωρών, του οποίου η Κύπρος υπήρξε ιδρυτικό μέλος. Υπογραμμίζει ο Αιμιλιανίδης: «Ο Μακάριος προωθούσε αποτελεσματικά την Κυπριακή Δημοκρατία μέσω της συμμετοχής της στο Κίνημα των Αδεσμεύτων και την Κοινοπολιτεία ως ένα ουδέτερο και φιλειρηνικό κράτος, με ενδιαφέρον στις διεθνείς υποθέσεις και τη διεθνή συνεργασία. Ωστόσο, λόγω της συνεχιζόμενης διαμάχης με την Τουρκία και της ύπαρξης του κυπριακού προβλήματος, ήταν επίσης πρόθυμος να επιδιώξει το πολιτικό συμφέρον τής χώρας του μέσω ad-hoc συνεργασίας και με τους δύο κύριους συνασπισμούς του Ψυχρού Πολέμου, στον βαθμό, όμως, που αυτό δεν θα έφτανε σε καθεστώς επίσημης ένταξης σε κανέναν από αυτούς».
Τόσο κατά την προεδρία Μακαρίου όσο και σ’ αυτές που ακολούθησαν, η Κύπρος επεδίωκε και είχε αναβαθμισμένο ρόλο στους κόλπους της Κοινοπολιτείας, ενώ φιλοξένησε με επιτυχία στο νησί σημαντικές κοινοπολιτειακές συνάξεις. Η σημαντικότερη, βέβαια, ήταν η Σύνοδος Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων που έγινε στη Λεμεσό το 1993, επί προεδρίας Γλαύκου Κληρίδη, στην παρουσία της Βασίλισσας Ελισάβετ. Στο βιβλίο γίνεται ονομαστική αναφορά σε Κύπριους υπουργούς και διπλωμάτες, οι οποίοι συνέβαλαν ουσιαστικά στην εμβάθυνση των σχέσεων Κύπρου-Κοινοπολιτείας και μέσω αυτής στη συνεχή προβολή του Κυπριακού και της ανάγκης για δίκαιη και διαρκή λύση, στη βάση των αρχών των Ηνωμένων Εθνών και της ίδιας της Κοινοπολιτείας. Γενικοί Γραμματείς τής Κοινοπολιτείας με ισχυρή προσωπικότητα και δυναμισμό όπως οι Ράμφαλ και Ανιαόκου, στους οποίους ο Αιμιλιανίδης αφιερώνει το βιβλίο, έδειξαν ιδιαίτερο ζήλο και ενήργησαν με πρακτικό τρόπο για να βοηθήσουν το δοκιμαζόμενο από ξένη κατοχή μέλος τους.
Οι στενές σχέσεις και η δραστήρια συμμετοχή της Κύπρου στην κοινοπολιτειακή οικογένεια συνεχίστηκε από τον διάδοχο του Μακαρίου, Σπύρο Κυπριανού, τον Γιώργο Βασιλείου και τον Γλαύκο Κληρίδη. Ο γράφων είχε την ευκαιρία να καλύψει υπό τη δημοσιογραφική του ιδιότητα τη διάσκεψη κορυφής τής Κοινοπολιτείας στην Κουάλα Λουμπούρ της Μαλαισίας, το 1989. Μετά το 2004, οι πρόεδροι Τάσσος Παπαδόπουλος, Δημήτρης Χριστόφιας, Νίκος Αναστασιάδης, μέλη της κυβέρνησης και της βουλής συμμετείχαν σε διασκέψεις που φιλοξενήθηκαν σε διάφορες χώρες, ενώ και η Κύπρος φιλοξένησε τέτοιες. Στο βιβλίο γίνεται λεπτομερής αναφορά για όλη αυτή την περίοδο.
Κύπριος πολίτης και κοινοπολιτεία
Ενώ, λοιπόν, η σχέση της Κύπρου με την Κοινοπολιτεία κρατάει πέραν των έξι δεκαετιών, είναι ισχυρή και επωφελής, ποια αντίληψη έχει γι’ αυτήν ο Κύπριος πολίτης; Ο Αιμιλιανίδης αγγίζει και αυτήν την πτυχή, με βάση και τα ευρήματα σχετικής έρευνας που έγινε το 2020. Γράφει σχετικά: «Παρά τη σημαντική έκταση της συμμετοχής υψηλού επιπέδου στην Κοινοπολιτεία, η σημασία της στην καθημερινή ζωή των πολιτών υπολείπεται αυτής που αφορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση. […] Είναι εντυπωσιακό ότι το 37% των ερωτηθέντων δεν γνώριζαν καν τι είναι η Κοινοπολιτεία, το 60% τη θεωρεί αποικιακό θεσμό και το 72% πιστεύει ότι χειραγωγείται από το Ηνωμένο Βασίλειο». Ο συγγραφέας σχολιάζει ότι τούτο δεν αποτελεί έκπληξη, καθώς και η ίδια η Κοινοπολιτεία δεν είναι πλέον τόσο σημαντικός (ελκυστικός) διεθνής ηγετικός θεσμός, ενώ και οι σύνοδοι κορυφής έπαυσαν να έχουν την ίδια αίγλη. Ωστόσο, και μετά την ένταξή της ως πλήρες μέρος στην Ε. Ένωση, η Κ. Δ. θεωρεί ότι η ταυτόχρονη στενή σχέση της με την Κοινοπολιτεία είναι επωφελής, λειτουργεί συμπληρωματικά και πρέπει να συνεχιστεί. Ο νέος πρόεδρος Νίκος Χριστοδουλίδης έδειξε εξ αρχής πρόθεση να συνεχίσει τη στενή σχέση με την Κοινοπολιτεία, θεωρώντας ότι συμβάλλει στην ειρήνη, την ασφάλεια και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η Κύπρος, υποδεικνύει ο Αιμιλιανίδης, ως μέλος και των δύο οργανισμών μπορεί να καταστεί γέφυρα συνεργασίας και να προσφέρει πρακτικούς μηχανισμούς για τον σκοπό αυτό. Είναι φανερό, ωστόσο, καταλήγει ότι και η ίδια η Κοινοπολιτεία πρέπει να επανακαθορίσει τον ρόλο της και να βρει την ταυτότητά της στη νέα εποχή των συνεχών αλλαγών και προκλήσεων.
Το βιβλίο του Αχιλλέα Αιμιλιανίδη «Η Κυπριακή Δημοκρατία και η Κοινοπολιτεία», όπως και το προηγούμενο (έκδοση 2022) με τίτλο «Μυστικές Διαπραγματεύσεις, Η γένεση της Κυπριακής Δημοκρατίας (1959-1960)» εμπλουτίζουν την κυπριακή βιβλιογραφία και την επιστημονική έρευνα, και αξίζουν προσοχής.
Παύλος Παύλου
Δημοσιογράφος
Φιλελεύθερος 12/03/2024
No comments:
Post a Comment