Η πολιτική που κατ’ εξοχήν υποστηρίχθηκε έναντι των Τουρκοκυπρίων και της Τουρκίας στο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα των πενηντατεσσάρων χρόνων της ζωής της Κυπριακής Δημοκρατίας βασιζόταν στη θέση ότι με τους Τούρκους δεν ενδείκνυται άλλη πολιτική εκτός από εκείνη της ανυποχώρητης διεκδίκησης των δικαιωμάτων μας.
Σύμφωνα μ’ αυτή την πολιτική, οποιαδήποτε άλλη στάση θα οδηγούσε σε τακτική ανάλογη με εκείνη που ακολουθήθηκε επί τουρκοκρατίας «σφάξε με, αγά μου, να αγιάσω». Οι Τούρκοι, υποστηρίζει αυτή η θέση, είναι θρασύδειλοι, μόνο μπροστά στη δύναμη λογικεύονται. Όσο υποχωρείς, τόσο περισσότερο θρασείς και απαιτητικοί γίνονται. Γι’ αυτό όσο λιγότερες παραχωρήσεις κάνει η πλευρά μας, τόσο πιο σωτήριο για αυτή θα είναι το έργο της.
Η βεβαιότητα για την ορθότητα αυτής της πολιτικής πρέπει να αντλούνταν από γνωστά ιστορικά γεγονότα που αποκάλυψαν την αγριότητα και τη λυσσαλέα επιμονή των Τούρκων να επιτύχουν με κάθε τρόπο τον στόχο τους. Κορυφαία τέτοια γεγονότα είναι η κατάληψη του Σουλίου ύστερα από πέντε επιθέσεις και πολιορκίες (το 1732, το 1754, το 1792, το 1800 και το 1802-3), η κατάληψη του Μεσολογγίου ύστερα από δυο σκληρές πολιορκίες το 1822 και το 1825-6, και η εισβολή στην Κύπρο, εμποδίστηκαν το 1964 από τον Αμερικανό Πρόεδρο Τζόνσον να εισβάλουν, αλλά επανήλθαν το 1974, αφού ετοίμασαν στο μεταξύ τον αναγκαίο αποβατικό στόλο. Αυτό το τελευταίο πρέπει, νομίζω, να λάβουν σοβαρά υπόψη τους όσοι γέλασαν με τη δήλωση του Ερτογάν (11 Δεκεμβρίου 2014) για την πρόθεση της Τουρκίας να κατασκευάσει πλατφόρμα για την εξαγωγή φυσικού αερίου από την ΑΟΖ της Κύπρου.
Υπήρχε όμως πάντοτε, έστω και αν μειοψηφούσε, και η άλλη πλευρά, εκείνη που υποστήριζε ότι οι σημερινοί Τούρκοι δεν είναι η παλιά βάρβαρη και αιμοχαρής φυλή, έχει εκπολιτιστεί, τηρεί τις συμμαχικές της δεσμεύσεις, προσπαθεί να ενταχθεί στην ΕΕ και ακολουθεί τους διεθνείς κανόνες. Επομένως, υπάρχει περιθώριο συμβιβασμού, μπορούν οι δυο λαοί να τα βρουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις.
Στην προσπάθειά μου να εμβαθύνω στο θέμα αυτό, σκέφτηκα να διαβάσω την ιστορία των τελευταίων δυο αιώνων της ζωής του Βυζαντίου, όταν άρχισαν οι σχέσεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με τους Τούρκους. Η ιστορία αυτή είναι πολύ διαφωτιστική, γιατί, αντίθετα προς εμάς τους Ελληνοκύπριους, οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες είχαν τη δυνατότητα να εφαρμόσουν αποτελεσματικά και τις δυο πολιτικές, τόσο εκείνη του πολέμου όσο και εκείνη του κατευνασμού.
Είχαν, πρώτον, τη στρατιωτική δύναμη να τους χτυπήσουν στρατιωτικά, ιδιαίτερα μέχρι το 1405 και, δεύτερον, είχαν τις ευκαιρίες, αφού οι Τούρκοι Σουλτάνοι βρέθηκαν πολλές φορές σε πολύ δύσκολη θέση, για παράδειγμα, όταν υπέστησαν συντριπτική ήττα από τους Μογγόλους στην Άγκυρα το 1402 με αρχηγό τον Ταμερλάνο. Πολλές φορές επίσης βρέθηκαν να πολεμούν ο ένας τον άλλο σε μια σκληρή διεκδίκηση του θρόνου, και ζήτησαν τη βοήθεια του Βυζαντίου. Είναι ενδιαφέρον, επομένως, να βρούμε ποια από τις δυο στρατηγικές ακολούθησαν ως επί το πλείστον οι βυζαντινοί αυτοκράτορες και ποια από τις δυο αποδείχτηκε η πιο επωφελής για τον Ελληνισμό του Βυζαντίου.
Η ιστορία που μελέτησα ήταν ο τρίτος τόμος του βιβλίου του διάσημου άγγλου ιστορικού John Julius Norwich Byzantium. Ο τρίτος τόμος έχει τίτλο «The Decline and Fall» (Η παρακμή και η πτώση). Από το βιβλίο αυτό φαίνεται καθαρά πως οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες ακολούθησαν και τις δυο πολιτικές, και τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, τόσο εναντίον του στρατού των Σουλτάνων όσο και την υποστήριξη του ενός διεκδικητή του θρόνου εναντίον των άλλων (αυτό έγινε κυρίως όταν οι γιοι του Σουλτάνου Βαγιαζήτ πολεμούσαν μεταξύ τους μετά τον θάνατο του πατέρα τους), και την πολιτική του κατευνασμού με σύναψη συμφωνιών, δώρα και εξυπηρετήσεις. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγου, από τον οποίο το 1421 ο Σουλτάνος Μωάμεθ ο Α’ ζήτησε την άδεια να περάσει από την Ευρώπη στην Ασία μέσω Κωνσταντινούπολης. Οι σύμβουλοι του αυτοκράτορα τον συμβούλευσαν να τον συλλάβει αμέσως και να τον δολοφονήσει, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Όχι μόνο του επέτρεψε να περάσει αλλά τον συνόδευσε προσωπικά στο διάπλου των στενών και του παρέθεσε δείπνο στη Χρυσόπολη. (σ. 382-3).
Η διαπίστωσή μου από τη μελέτη των κεφαλαίων αυτής της ιστορίας είναι ότι καμιά πολιτική από τις δυο δεν βοήθησε στη διασφάλιση της επιβίωσης του Βυζαντίου. Η μεγάλη φιλοδοξία των Τούρκων σουλτάνων, από τη μια, και το μέγεθος του επάθλου που απλωνόταν ανυπεράσπιστο μπροστά τους, έτοιμο να πέσει σαν ώριμο φρούτο στα χέρια τους, από την άλλη, ήταν τόσο μεγάλο, ώστε δεν μπορούσαν να αντιταχθούν σ’ αυτόν τον πειρασμό. Η αδυναμία αντίστασης του αντιπάλου είναι πάντοτε μεγάλο δέλεαρ για υπόταξή του, ιδιαίτερα για ένα κράτος σαν το τουρκικό που γεννήθηκε, μεγάλωσε και έγινε μεγάλη αυτοκρατορία με την κατάληψη λαών, την πειρατεία και τη λεηλασία. Αυτό το δέλεαρ του αφύλακτου θησαυρού το νιώθει καθαρά η Τουρκία και στη δική μας περίπτωση, γι’ αυτό και συμπεριφέρεται όπως συμπεριφέρεται στην ΑΟΖ της Κύπρου.
Παναγιώτης Κ. Περσιάνης
*Πρώην αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Κύπρου
Εφημερίδα "Ο Φιλελεύθερος" 27/2/2018
No comments:
Post a Comment