Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου
Η νύχτα προχωρούσε με αργά , κουρασμένα βήματα. Το φεγγάρι είχε αποσύρει από νωρίς την ισχνή του παρουσία κι ένα αφιλόξενο ημίφως σεργιάνιζε με μυρωδιά θανάτου στον θάλαμο του νοσοκομείου. Ο ηλικιωμένος άντρας στο κρεβάτι, με τα μάτια κλειστά, έμοιαζε από ώρα αφημένος στο μακρύ, αιώνιο ταξίδι. Πού και πού μια αδύναμη αναπνοή, θύμιζε την αγωνία του να παραμείνει λίγο ακόμα στη γήινη πραγματικότητα. Μόνο το χέρι του έσφιγγε με σθένος παράξενο, δυσανάλογο της κατάστασής του, τα δάχτυλα του νέου άντρα, που καθόταν εδώ και ώρα στο πλάι του σιωπηλός, με ένα ταξίδι σκέψης να σεργιανάει στο μέτωπό του.
Η νοσοκόμα μπήκε αλαφροπατώντας, έριξε μια επαγγελματική ματιά στον ασθενή που έφευγε σιγά σιγά για τον άλλο κόσμο και μετά το βλέμμα της καρφώθηκε περίεργα στον άντρα με τη στρατιωτική στολή. Δεν τον είχε ξαναδεί, μια βδομάδα τώρα που μπαινόβγαινε στον θάλαμο εντατικής παρακολούθησης. Κι όμως ο άντρας αυτός καθόταν σχεδόν με ευλάβεια δίπλα στον ετοιμοθάνατο, κρατώντας του το χέρι σφικτά, με μια κίνηση σώματος παρηγορητική, προστατευτική, λες και γνωρίζονταν για χρόνια τόσα όσα να συμπορεύονται σαν ένα σώμα σε αυτή τη μοναδική στιγμή της αναχώρησης.
Το δωμάτιο γινόταν ολοένα και πιο μικρό , ο ασθενής όλο και πιο άυλος και ο επισκέπτης μια γκρίζα φιγούρα μέσα στην τελευταία επέλαση του δειλινού στον λευκό, απρόσωπο χώρο του νοσοκομείου. Οι ώρες κυλούσαν ακάθεκτες μέσα στη σιωπή της αναμονής και ο άντρας , με ένα σύννεφο λύπης αλλά και αποφασιστικότητας στα μάτια, εξακολουθούσε να κρατάει σθεναρά το ρυτιδωμένο, αποστεωμένο χέρι, που έδειχνε να παλεύει ακόμα να κρατηθεί στη ζωή.
Κάποια στιγμή ένιωσε την αγωνία να κάνει ένα τελευταίο πέρασμα από τα βλέφαρά του. Εκείνα πετάρισαν αδύναμα , το χέρι κινήθηκε σε μια τελευταία πράξη αντίστασης στην παράδοση, μα ο βαρκάρης του Αχέροντα είχε ήδη προλάβει να ναυλώσει το ταξίδι και να πάρει μαζί του τον νέο ταξιδιώτη του.
Ο άντρας με τη στρατιωτική στολή έμεινε ακίνητος όση ώρα περιμάζευαν τον νεκρό δίπλα του. Είχε στυλώσει το βλέμμα έξω από το παράθυρο και κοίταζε θαρρείς τη σιωπή της νύχτας, μα στην ουσία ήταν χαμένος σε δικά του θολά μονοπάτια που τον έπαιρναν σε παρελθόν οδυνηρό, με ένα πατέρα να ξεψυχάει, χωρίς ο ίδιος να προφτάσει να φύγει από μια στρατιωτική άσκηση και να τρέξει κοντά του την ιερή εκείνη ώρα που βαριά άρρωστος εγκατέλειπε τα εγκόσμια.
Και σήμερα, εκτελώντας στρατιωτικό καθήκον, είχε έλθει στο νοσοκομείο , να αναγγείλει στον άντρα που απεβίωσε μόλις λίγο πριν, τον τραυματισμό του γιου του σε ένα απρόβλεπτο ατύχημα εν ώρα υπηρεσίας, ευτυχώς όχι τραγικό αλλά αρκετό για να κρατήσει πατέρα και γιο χωριστά τη μυστηριώδη στιγμή του θανάτου. Κι όταν μπήκε στον θάλαμο και κάθισε δίπλα στον άντρα που βαριανάσαινε, εισέβαλε απρόσκλητο το παρελθόν στο παρόν και τον ξεσήκωσε. Ασυναίσθητα άπλωσε το χέρι, άγγιξε τον άγνωστο πατέρα δίπλα του, έκλεισε τα μάτια κι αφέθηκε στην αίσθηση μιας έλλειψης που κουβαλούσε μέσα του σαν ενοχή.
Κάποια στιγμή η νοσοκόμα μπήκε ξανά στον θάλαμο, έδειξε να ξαφνιάζεται που τον έβρισκε ακόμα εκεί. «Τον αγαπούσατε, φαίνεται, πολύ τον πατέρα σας», είπε. «Σας ζήτησε λίγο πριν πέσει σε κώμα. Ευτυχώς που κατάφεραν τελικά να σας βρουν και να σας ειδοποιήσουν».
«Ναι, ευτυχώς!», είπε μόνο και έκρυψε ένα δάκρυ που κύλησε κατακόκκινο από την καρδιά του.
Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment