Το γυρίζει ο καιρός σε ψιχάλα. Κάποτε και σε δάκρυ ενός ουρανού που θλίβεται για τα αειθαλή, κίτρινα βλέμματα των ανθρώπων. Και η ζωή προχωρά ανηφορίζοντας μα κυρίως κατηφορίζοντας σε ψευδαισθήσεις, ανεκπλήρωτες αφίξεις, ενδιαμέσους σταθμούς χωρίς τελικό προορισμό.
Στάθηκε πλάι στο παράθυρο, παρακολουθώντας σιωπηλός την παρέλαση μιας μουντής, απογευματινής μελαγχολίας. Το φθινόπωρο έσφυζε από μοναξιά και η ψυχή του από απουσία. Μύριζε η ατμόσφαιρα βρεγμένο χώμα κι η ζωή του ξηρή θλίψη, αφυδατωμένη νοσταλγία. Στο μπαλκόνι απέναντι μια λευκή μπουγάδα αφηνότανε στα καλέσματα του καιρού και ανέμιζε σαν σημαία που παραδίνεται τελικά στο γκρίζο του κόσμου.
Κοίταξε για πολλοστή φορά το κινητό του. Όχι! Κανένα μήνυμα. Καμία κλήση. Η σιωπή ταξίδευε ήδη σαν επιδέξια σαύρα στα τοιχώματα της πλάνης του και έτρωγε λίγο λίγο την αντοχή και ανοχή του. Mια κουβέντα που δεν την άντεξε η στιγμή, ένας εκνευρισμός που ξέφυγε σαν παραζάλη και όλη η σχέση που έχτισε ένας απρόσμενος έρωτας, έμοιαζε τώρα με πύργο από τραπουλόχαρτα, που σωριάζεται αδύναμος μπροστά σε μια χαμένη παρτίδα στο αιώνιο παιχνίδι ανάμεσα σε θηλυκό και αρσενικό εγωισμό.
Την έφερε ξανά εμπρός του . Βλέμμα γεμάτο αυτοπεποίθηση, βάδισμα περήφανης αντιλόπης στο δάσος με σωρό τα πρέπει να τρίζουν σαν φυλλοβόλα σημάδια του καιρού κάτω από τις πατούσες του. Όλα τα μάζευε δικά της μέσα σε κείνα τα αδηφάγα μάτια. Τα θέλω, τα πιστεύω του, τα κύτταρα της ύπαρξής του σε μια αλυσίδα που την πέρναγε βραχιόλι στο χέρι και κατεύθυνε μετά την παθιασμένη φύση του σαν τροχονόμος μιας αγάπης που ρυθμίζει την ένταση και την κυκλοφορία των στιγμών. Εκείνος, πάντα πειθήνιο όχημα ενός πόθου εξουσιαστή, δίχως φρένα, δίχως χάρτη. Με το σώμα της μόνο να γράφει διαδρομές πάνω στον πόθο και να υποδουλώνει κάθε ικμάδα της αυτοεκτίμησης και του αυτοσεβασμού του.
Κι ύστερα ήρθε εκείνη η απρόσμενη έκρηξη του ηφαιστείου μέσα του. Ακριβώς εκεί στη στερνή της λέξη μαστίγιο, στην πρώτη μικρή ρωγμή του αγάλματος που της είχε στήσει μέσα του. Ένα μικρό κραχ με αλυσιδωτές ρήξεις, αισθήματα γυαλιά που γίνονταν κομμάτια, πέφτανε ίσια επάνω στην ψυχή του και την μάτωναν. Κι όταν μάζεψε όλο το αίμα του σε μια χούφτα γροθιά, σήκωσε μπροστά της το ανάστημά του και διεκδίκησε τη δική του θέση με μια λάβα από αξιοπρέπεια, που ξυπνούσε μέσα του μετά από ερωτική χειμερία νάρκη.
Πρόλαβε να δει το αιχμηρό της ξάφνιασμα λίγο πριν το ντύσει με αδιαφορία και το καρφώσει επάνω του, ίδιο με δόρυ που εξαπολύει έκπληξη και οργή. Ύστερα άκουσε μια πόρτα να κλείνει με κρότο πίσω από τη μικρή επανάστασή του. Και τότε ένας παράξενος αγέρας τρύπωσε από το μισάνοικτο παράθυρο, αγέρας καλοκαιρινός μες στο φθινόπωρο, πήρε την καρδιά του, τη σήκωσε ψηλά, τη σεργιάνισε μέχρι την πλατεία με τα περήφανα δέντρα που έσταζαν ακόμα καθάρια βροχή. Κι έπεσαν οι σταγόνες από ένα ξάστερο μέλλον και την ξέπλυναν με δροσιά και συνέχεια.
Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment