Άνοιξε ένα πρωινό του Οκτώβρη την πόρτα της ζωής και κίνησε για το δικό του ταξίδι. Στην αρχή με μικρά, αβέβαια βήματα και δεκανίκια. Αργότερα με πετάγματα, απογειώσεις και προσγειώσεις ανάλογα με τον δίαυλο που του παραχωρούσαν οι ευκαιρίες. Και τώρα, στα εβδομήντα του, αρνιότανε πεισματικά να υπακούσει στα κελεύσματα των φυσικών νόμων , να γράψει με μεγάλα κόκκινα γράμματα τη λέξη «Ηλικιωμένος», σαν προσθήκη δίπλα στο επώνυμό του και να αράξει με ψυχή ετοιμοθάνατη στην όχθη της λίμνης Αχερουσίας, προσμένοντας τον βαρκάρη του σκότους.
Η ψυχή του σαν πεταλούδα παιχνιδιάρα γύρευε ακόμα το φως της ηδονής σε σκοτεινά καταγώγια του λιμανιού , σε μεταμεσονύχτιους ρυθμούς, την ώρα που αδειάζανε οι δρόμοι από την έγνοια της βιοπάλης και γέμιζαν αναστεναγμούς και βόγγους αμαρτωλού παράδεισου.
Ήταν εκείνο το βράδυ αιχμηρό σαν την ανάγκη του. Έστρωσε το φρεσκοβαμμένο του μαλλί και μόλις το ρολόι χτύπησε μεσάνυχτα, σαν Σταχτοπούτα που επιστρέφει στη μιζέρια της, βγήκε με λόγια απόχη να ψαρέψει το καταλάγιασμα του πόθου του. Περπάτησε αργά κατά μήκος της παραλίας.
Ήταν εκείνο το βράδυ αιχμηρό σαν την ανάγκη του. Έστρωσε το φρεσκοβαμμένο του μαλλί και μόλις το ρολόι χτύπησε μεσάνυχτα, σαν Σταχτοπούτα που επιστρέφει στη μιζέρια της, βγήκε με λόγια απόχη να ψαρέψει το καταλάγιασμα του πόθου του. Περπάτησε αργά κατά μήκος της παραλίας.
Ένα χλομό φεγγάρι, κρεμασμένο στον ουρανό, πάσκισε για ώρα να θρέψει με φως τη μοναξιά του. ΄Υστερα, νικημένο, αποσύρθηκε πίσω από ένα σύννεφο, γεμίζοντας σκιές τα βήματά του. Μπήκε στο γνωστό του στέκι, έτρεξε αμέσως ο μπάρμαν να του γεμίσει το ποτήρι. Κάθισε στη γωνιά του και ρούφηξε για ώρα, γουλιά γουλιά, τον συλλογισμό του. Παράξενη νύχτα, ήρθε με θύμησες μέσα στο κρύσταλλο του ποτηριού. Μια ζωή γεμάτη με πάθη και γυναίκες μα ποτέ δίπλα του η μία, η μοναδική , που θα συντρόφευε τις χαρές και τις έγνοιες του. ΄Οσες του γνώριζαν οι άλλοι φρόντιζε να τις απομακρύνει με την αδιαφορία του κι όσες γνώριζε ο ίδιος, τις έδιωχνε τελικά η αναποφασιστικότητά του.
Κάπου εκεί στα σαράντα έκανε μια στάση, κοίταξε λίγο προς τα πίσω, καλά πέρασε σκέφτηκε, χορτασμένος έμπαινε στο μέλλον κι ύστερα, πιο συνειδητοποιημένος, έριξε στους ώμους το σακάκι του εργένη και δεν το έβγαλε ούτε σαν έπεσε στις μέρες του ζεστή η λάβα από το ηφαίστειο κάποιου έρωτα. Κι έτσι βάδισε σε όλα του τα χρόνια, κρατώντας ψηλά το τρόπαιο της ανεξαρτησίας.
Κάπου εκεί στα σαράντα έκανε μια στάση, κοίταξε λίγο προς τα πίσω, καλά πέρασε σκέφτηκε, χορτασμένος έμπαινε στο μέλλον κι ύστερα, πιο συνειδητοποιημένος, έριξε στους ώμους το σακάκι του εργένη και δεν το έβγαλε ούτε σαν έπεσε στις μέρες του ζεστή η λάβα από το ηφαίστειο κάποιου έρωτα. Κι έτσι βάδισε σε όλα του τα χρόνια, κρατώντας ψηλά το τρόπαιο της ανεξαρτησίας.
Μονάχα που ένιωθε τώρα τελευταία τα βράδια του πιο σκούρα, τα θέλω του μουντά… Μια αμφιβολία έμπαινε αντάμα με την τρίτη ηλικία μέσα στη σκέψη του και γύρευε ξεδιάντροπα να ζυγίσει τις επιλογές του βίου του. Της έκλεινε ερμητικά την πόρτα, γλιστρούσε τότε εκείνη από τη χαραμάδα κάποιου σφαγιασμένου πάθους, πιο καυτή από αίμα που δεν αφέθηκε στου πόνου το ποτάμι.
Μια πίκρα από έλλειψη οξυγόνου έγινε γεύση ξαφνικά μες στο ποτήρι του. Απότομα το άφησε κάτω, τρεμούλιασε εκείνο πάνω στο ξύλινο τραπέζι κι ύστερα έγειρε στο πάτωμα, μέσα σε κομμάτια από θραύσματα μιας γυάλινης ζωής και παγωμένο ουίσκυ. Κι ένας Οκτώβρης , πιο κρύος από χειμωνιάτικο βοριαδάκι, εισέβαλε ξεδιάντροπα μέσα του την ώρα που το ρολόι στον μεγάλο τοίχο απέναντι, του θύμιζε πως έκλεινε με μαθηματική ακρίβεια λεπτού τα εβδομήντα ένα του χρόνια.
Ήδη ένιωθε τον πρώτο ίλιγγο από την απότομη στροφή που είχε πάρει, χωρίς το προστατευτικό κιγκλίδωμα μιας δυνατής καρδιάς. Κοίταξε επίμονα το ρολόι . Εκείνο του ανταπέδωσε τη ματιά με στυγνή αδιαφορία. Πόσο ψυχρά κι αμείλικτα μπορούν να γίνουν τα αντικείμενα, σκέφτηκε και βγήκε με τρεμάμενη σκέψη στον σκοτεινό του δρόμο. Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου
Μια πίκρα από έλλειψη οξυγόνου έγινε γεύση ξαφνικά μες στο ποτήρι του. Απότομα το άφησε κάτω, τρεμούλιασε εκείνο πάνω στο ξύλινο τραπέζι κι ύστερα έγειρε στο πάτωμα, μέσα σε κομμάτια από θραύσματα μιας γυάλινης ζωής και παγωμένο ουίσκυ. Κι ένας Οκτώβρης , πιο κρύος από χειμωνιάτικο βοριαδάκι, εισέβαλε ξεδιάντροπα μέσα του την ώρα που το ρολόι στον μεγάλο τοίχο απέναντι, του θύμιζε πως έκλεινε με μαθηματική ακρίβεια λεπτού τα εβδομήντα ένα του χρόνια.
Ήδη ένιωθε τον πρώτο ίλιγγο από την απότομη στροφή που είχε πάρει, χωρίς το προστατευτικό κιγκλίδωμα μιας δυνατής καρδιάς. Κοίταξε επίμονα το ρολόι . Εκείνο του ανταπέδωσε τη ματιά με στυγνή αδιαφορία. Πόσο ψυχρά κι αμείλικτα μπορούν να γίνουν τα αντικείμενα, σκέφτηκε και βγήκε με τρεμάμενη σκέψη στον σκοτεινό του δρόμο. Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment