Monday, May 11, 2015

Με το φακό των λέξεων

Ειρήνης Αρτεμίου-Φωτιάδου


Ήθελε μέρες τώρα να του το πει. Μα όλο και δίσταζε, όλο και κάτι του έφραζε την πρόθεση. Την ώρα που εκείνος τον κοίταζε με βλέμμα ευγνωμοσύνης, την ώρα που οι λέξεις του πέφτανε γεμάτες αγάπη και θαυμασμό μες στη συνεύρεσή τους, εκείνος ήθελε απλώς να τον πιάσει σφικτά από τους ώμους και να του πετάξει κατάμουτρα την αλήθεια: «Δεν σε πάω, ρε. Στο στομάχι μου κάθεσαι. Και μην ρωτάς γιατί. Ξέρεις. Επειδή είσαι αυτός που είσαι, επειδή είμαι αυτός που είμαι και ποτέ δεν θα είμαι αυτός που είσαι τώρα εσύ. Επειδή μόλις ήρθες στη δουλειά, εγώ πέρασα αμέσως στην αφάνεια. Επειδή δεν μέτρησε η αφοσίωσή μου, η πείρα μου, τα χρόνια που ήμουν εκεί πριν από σένα. Και δεν σε έσωσα από εκείνο το καταραμένο αυτοκίνητο επειδή το ήθελα. 

Αλλά την ώρα που ερχόμουνα κατά πάνω σου γεμάτος θυμό, να σου τα ψάλλω επειδή πάρκαρες κολλητά με το αμάξι μου, εσύ έτυχε-τ΄ακούς; -έτυχε να κοιτάξεις προς την πλευρά μου και τότε είδες και το αυτοκίνητο που ερχότανε βολίδα κατά πάνω σου και παραμέρισες. Έτσι έγιναν τα πράγματα και σταμάτα να με φορτώνεις με παράσημα από μια μάχη που δεν έδωσα.»

Τίποτα τελικά δεν έλεγε. Μέχρι που συνειδητοποίησε, ελάχιστες μέρες μετά, πως του άρεσε να βλέπει αυτό το βελούδο ευγνωμοσύνης στα μάτια του. Ήταν ένα άλλο είδος υποταγής, σχεδόν συντριβής μπροστά του . Κι εκείνος, μέγας ευεργέτης και δωρητής ζωής, ψυχικά και συναισθηματικά απών στην όλη διαδικασία, απολάμβανε τις δάφνες μιας ακούσιας πράξης σωτηρίας.

Κι ύστερα, μες στη δίνη των σκέψεων και των αλλοπρόσαλλων συναισθημάτων που του γεννούσε ο απρόσμενος ρόλος που ανέλαβε, ήρθε εκείνος ένα πρωινό με ένα κουτί στα χέρια. Το άνοιξε αιφνιδιασμένος κι είδε να τον κοιτάζουν θλιμμένα τα δυο μάτια της μητέρας του Χριστού. Ανατρίχιασε στη θέα του αναπάντεχου δώρου. Από μια τελευταία του επίσκεψη σε μοναστήρι, του είπε πιο ήρεμος από ποτέ. Πήρε μια για τον ίδιο και μια για τον σωτήρα του, να τους φυλάει και τους δυο η Παναγιά. Κι ήτανε λες κι εκείνη την ώρα η θλίψη της Μεγαλόχαρης να γκρέμισε όλα τα εμπόδια που έφραζαν την επανάσταση της εξομολόγησής του. 


Δεν άντεξε άλλο. Σηκώθηκε όρθιος, τον άρπαξε από τους ώμους, τον κοίταξε στα μάτια. « Δεν σε έσωσα, εγώ, καταλαβαίνεις;» είπε μόνο με μια ηρεμία που δεν περίμενε ποτέ να ακούσει στη φωνή του. «Ό,τι έγινε ήταν εντελώς τυχαίο. Δεν μου αξίζουν όλα αυτά… δεν τα μπορώ στην τελική… μου έχουν γίνει ένα ασήκωτο βάρος κι άντε παράτα με!» Τα΄πε και νόμισε πως θα’ νιωθε ξαλαφρωμένος, μα το βάρος το κουβαλούσε ακόμα μέσα του κι εκείνος εξακολουθούσε να είναι εκεί μπροστά του. 

Τον κοίταξε ακίνητος, ανεξιχνίαστος κι ύστερα απλώς έσκυψε μπροστά του και του ψιθύρισε μια κραυγή που δεν περίμενε ποτέ του να ακούσει. «Το ξέρω πως δεν σκόπευες να με σώσεις. Μα έγινε έτσι κι αλλιώς κι εγώ σου χρωστάω τη ζωή μου. 

Κι είτε το θέλεις είτε όχι εγώ θα σκέφτομαι πάντα κάτι καλό για σένα». Είπε και βγήκε αθόρυβα από το γραφείο αφήνοντάς τον ναυαγό σε έναν ωκεανό πρωτόγνωρων συναισθημάτων με σωσίβιο μονάχα την καρδιά του.

Ειρήνη Αρτεμίου-Φωτιάδου


No comments: