Κοίταζε από το ανοικτό παράθυρο τον κήπο της, άνοιγε ταυτόχρονα διάπλατα τους πνεύμονές της και ρούφαγε λαίμαργα την άνοιξη. Ο υπολογιστής της σαν φλύαρη εκκρεμότητα την καλούσε να αφήσει τη ρομαντική περιπλάνηση και να αφοσιωθεί στον ορθολογισμό της μέρας. Στένευε πολύ ο κόσμος γύρω της. Αφόρητη πίεση από παντού για το περισσότερο, το καλύτερο, το ασύγκριτο. Ένας ανελέητος ανταγωνισμός για την προσέλκυση του χρήματος, την ανέλιξη, την υπεροχή.
Είναι η κάθε μέρα μια συνεχής στρατολόγηση θάρρους, θράσους, αντοχής και ανοχής, μια διαρκής πάλη με τα κύματα ενός πελάγου που όλο γυρεύει να σε καταπιεί κι όλο σου πετάει, έστω και τη στερνή στιγμή, μια μικρή σανίδα σωτηρίας. Επιβιώνεις τελικά , κρεμάμενος επί ξύλου , με όλες τις πληγές σου ανοικτές και τις μέρες σου επιμελείς τραυματιοφορείς.
Αυτό τον κήπο που της έγνεφε τώρα τόσο μεθυστικά, τον πόθησε από τα παιδικά της χρόνια, από τις μέρες της πολυκατοικίας και του διαμερίσματος των εκατό τετραγωνικών, όταν τα παιχνίδια της στοιβάζονταν σε πλαστικά καλάθια, τα βιβλία της σε χάρτινες κούτες, η ζωή της σε κάθετες μόνο επιμηκύνσεις, ενώ εκείνη επιθυμούσε έναν απέραντο ορίζοντα , ένα άπλετο καλωσόρισμα της αταξίας που θα σήμαινε παράλληλα και ελευθερία των κινήσεων, απελευθέρωση των αισθήσεων.
Κι επειδή κάποτε στις προσευχές των ονείρων τα επουράνια ανοίγουν σαν Θεοφάνια θνητών, ήρθε ένας κήπος και την αγκάλιασε εκεί , στο απόγειο της καριέρας της ως διευθυντικό στέλεχος της Πολυεθνικής. Ένας κήπος που έζωνε πολιορκητικά τη μεζονέτα στα προάστια, με όλα τα παράθυρα να ανοίγουν επιτέλους προς το φως και στους δρόμους που θα ήθελε να ανοιχτούν για το πείσμα της. «Να έχει κήπο μπροστά και πίσω το σπίτι», είπε στον κτηματομεσίτη, πριν ακόμα συζητήσει για τιμή και τετραγωνικά. Κι εκείνος ικανοποίησε το αίτημά της προτείνοντας τη μεζονέτα με τις απεριόριστες δυνατότητες για δημιουργία ανθόκηπου σε όλο το μήκος και το πλάτος της αυλής.
Και τώρα μπορούσε να στέκεται στο παράθυρό της και να καμαρώνει την πανδαισία των ανθέων και των χρωμάτων. Είχε κάνει πολύ καλή δουλειά ο κηπουρός της . Η άνοιξη της έγνεφε μεθυστικά και θα ήθελε τόσο να της υψώσει λευκή την ψυχή της σαν σημαία παράδοσης, μα ο φόρτος εργασίας στον υπολογιστή έκλεινε απ΄έξω τα ρόδα και τα γιασεμιά και την ανάγκαζε να σφαλίζει ερμητικά τις επιθυμίες της μέχρι την επόμενη ευκαιρία.
Και τότε είδε εκείνο το λιγνό, ξανθόμαλλο κορίτσι να στέκεται έξω από την καγκελόπορτα της αυλής. Θα ήτανε γύρω στα οκτώ, κρατούσε μια κούκλα αγκαλιά κι έμοιαζε ακίνητη καθώς κοιτούσε το κατακόκκινο μπουμπούκι της τριανταφυλλιάς της στην είσοδο, ίδια με μπουμπούκι κι εκείνη , έτοιμο να ανοίξει στον ήλιο της ζωής. Πίσω της εμφανίστηκε μια μεσόκοπη κυρία, η γιαγιά της προφανώς, που έσπευσε να την πάρει από το χέρι και να την απομακρύνει τρυφερά.
Και τότε ποιος ξέρει ποια πεθυμιά θέριεψε μέσα της, άνοιξε γοργά την πόρτα της, περπάτησε , σχεδόν έτρεξε προς το κορίτσι. «Αφήστε την», είπε. «Αφήστε την να ζήσει αυτή την άνοιξη». Κι ήταν λες κι η φωνή της έβγαινε από ένα χαμένο παρελθόν της.
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου
No comments:
Post a Comment