Monday, April 20, 2015

Με το φακό των λέξεων

Ελένης Αρτεμίου-Φωτιάδου
Κοίταζε τη μικρή να παίζει πότε με τις κούκλες πότε με τα λούτρινα και δεν πίστευε ακόμα στα μάτια της. Ποτέ δεν τόλμησε να ονειρευτεί τέτοιες εικόνες στη ζωή της . Ένα παιδί να κελαηδά σαν χελιδόνι μιας πρωτόγνωρης άνοιξης μέσα στο σαλόνι της. Κι ίσως, αν δεν είχε ζήσει για χρόνια στο εξωτερικό, αυτές οι εικόνες να έμεναν ευσεβείς πόθοι και άπιαστα πουλιά. 

Κάπου εκεί στη μακρινή Νέα Υόρκη, όμως, η κοινωνία είχε προχωρήσει αρκετά βήματα αφήνοντας πίσω της συντηρητικές εμμονές. Γι΄αυτό και ένα πρωί τόλμησε να πάρει τη μεγάλη απόφαση και να καταφύγει σε μια Τράπεζα Σπέρματος προκειμένου να αποκτήσει το δικό της παιδί. Είχε πια κλείσει τα τριάντα οχτώ, ένιωθε τα περιθώρια να στενεύουν και να της σφίγγουν την επόμενη ανάσα της. ΄Αντρας δεν στέριωσε μες στη ζωή της, όλοι περνάγανε σαν επισκέπτες και χάνονταν στα δύσκολα λες κι ήταν καταραμένη από Μοίρες στριφνές να μην ανοίξει ποτέ το δικό της σπιτικό. 

Το παιδί, όμως, όσο περνούσανε τα χρόνια, το αποζητούσε ολάκερο το είναι της , το καλούσε το γυναικείο αίμα που παλλότανε γεμάτο αγάπη και προσμονή στις φλέβες της. Η μητέρα της είχε αντιρρήσεις. Με ένα παιδί πιο δύσκολα ένας άντρας θα γύριζε να την κοιτάξει. ΄Οσο να πεις είναι μια δέσμευση. Λες και δεσμεύτηκε ποτέ κανείς τους μαζί της περισσότερο από μερικές τετριμμένες λέξεις ρουτινιάρικης αγάπης, που από την αρχή έβγαιναν χλομές και φιλάσθενες, έτοιμες για το μοιραίο τέλος. Αψήφησε έτσι τους ενδοιασμούς της, κίνησε όλες τις διαδικασίες και γεύτηκε με πρωτόγνωρα αισθήματα τη μητρότητα. 

Μα ήταν φορές, όταν αγκάλιαζε τη μικρή, όταν γευόταν τα παιχνιδίσματα των χεριών και των λόγων της , που ερχόταν μια σκέψη σαν ψίθυρος αγέρα να καθίσει ανήσυχη πάνω στην ψυχή της. Αυτό το παιδί θα μεγάλωνε, θα αποζητούσε κάποτε ένα πατέρα. ΄Ενα πατέρα…που θα της έμοιαζε. Γιατί τίποτα δεν είχε πάρει από τη δική της όψη. Της βγήκε ξανθή και πρασινομάτα η κόρη της, ενώ εκείνη κουβαλούσε τα σκούρα μεσογειακά χρώματα της πατρίδας της. 

Κι εκεί που τούτη η σκέψη ήταν στην αρχή ανάλαφρη και περαστική, σιγά σιγά την ένιωθε να γίνεται βαριά σαν μολύβι, να καταδυναστεύει το είναι της, να απομυζά το τελευταίο ίχνος της ανέμελης διάθεσής της. Για εκείνην ο δότης πατέρας ήταν ένας αριθμός στην Τράπεζα Σπέρματος. Τον είχε διαλέξει ανάμεσα σε δύο άλλους, επηρεασμένη από το πλούσιο βιογραφικό του στον αθλητισμό αλλά και στις ακαδημαϊκές επιδόσεις. 




Η κόρη της θα έψαχνε κάποια στιγμή για ένα πατέρα κι εκείνη θα είχε να της μιλήσει μονάχα για ένα δότη, για ετεροθαλή ίσως αδέρφια σε διάφορα μέρη των Ηνωμένων Πολιτειών , ίσως κι αλλού, που είχαν γεννηθεί όπως εκείνη, με πολλή πολλή μονάχα μητρική αγάπη και στοργή.

Ο άγγελός της ήρθε κοντά της μπουσουλώντας. ΄Εκανε προσπάθεια να σταθεί όρθια, χαμογέλασε όταν το πέτυχε, αρπάχτηκε από το χερούλι της πολυθρόνας. Η μικρή την κοίταξε με τα πρασινωπά μάτια του άγνωστου πατέρα της επίμονα , διεισδυτικά. Τότε κατάλαβε. Κάποια μέρα, που δεν ήταν πολύ μακριά, θα της έλεγε την αλήθεια. Και τότε θα΄βρισκε τη γαλήνη που ζητούσε για να χαρεί απόλυτα το θείο δώρο των σπλάχνων της. 
Ελένη Αρτεμίου-Φωτιάδου

No comments: