Γύρισε κατάκοπη από την εκκλησία. Των Βαίων σήμερα και με τίποτα δεν ήθελε να χάσει την απαρχή των Παθών του Ιησού. Μάζεψε λοιπόν τις τελευταίες δυνάμεις του κορμιού της και πήγε να λειτουργηθεί. Άμα αρχίσει να βαρυγκομά το σώμα, είναι λες και μια μυστική φωνή καλεί σε αλλαγή πλεύσης. Κι ανάβει σαν μικρό κερί ο Θεός μέσα στον άνθρωπο ή καλύτερα πες ο φόβος Του. Το άγνωστο, το μυστήριο του αναπότρεπτου τέλους, επιστρέφει σιγά σιγά όλες τις άσωτες σκέψεις στην πατρώα αγκάλη της σύνεσης, όλες τις επιπόλαιες επαναστάσεις στην ασφάλεια του συμβιβασμού κι όλες τις Ελένες στην κλίνη πλέον της ευπρέπειας και τη πικρής λογικής.
Μαρία τη λέγανε, μα είχε κάποτε ξελογιαστεί με ένα Πάρη. Ήπιε στάλα στάλα τα ερωτευμένα λόγια του και μέθυσε τόσο που ξέχασε σπίτι, άντρα και παιδιά. Παραδόθηκε στο καινούριο, στο αναπάντεχο και διάβηκε χωρίς δεύτερη σκέψη αυτή την πόρτα που της άνοιγε δρόμους ανάλαφρους. Χόρεψε λοιπόν στις μύτες του έρωτα, γλέντησε πολύ, πόνεσε περισσότερο άμα τέλειωσε ο πόθος κι απέμεινε η συντριβή. Ύστερα κάθισε σαν λαβωμένο ζώο σε μια γωνιά της ζωής και βάλθηκε να γλείφει τις πληγές της.
Ο άντρας και οι τρεις γιοι της ρούφηξαν βαθιά στα πνευμόνια τους την κατάκριση του κοινωνικού περίγυρου κι είπαν να περισώσουν ό,τι προλάβαιναν, κλείνοντάς της οριστικά με περιφρόνηση την πόρτα. Σύρθηκε ένα βράδυ ως εκεί, τρελή από απόγνωση και μοναξιά, έβαλε μπρος τα τελευταία ίχνη ενός παράλογου θράσους που το βάφτιζε θάρρος και μεταμέλεια. Μα ο άντρας που πρόδωσε της ανταπέδωσε στα ίσα τη μαχαιριά, της πέταξε κατάμουτρα τη λάσπη που τους υποχρέωσε να ζήσουν και έκοψε μια για πάντα τις παρτίδες μαζί της. Και τα παλικάρια της δεν δίστασαν να τη στήσουν στον τοίχο και να την πετροβολήσουν με λέξεις γεμάτες πίκρα και οργή.
Κάπου εκεί θα ήθελε να είχε τελειώσει η ζωή της, το σκέφτηκε κιόλας ένα βράδυ που της έγινε κακός σύμβουλος το πιοτό, μα λες και ένα χέρι τής άρπαζε την παράνοια από τη σκέψη την τελευταία στιγμή, την τραβούσε από την άκρη του θανάτου και την πετούσε θέλοντας και μη στον ανήφορο της ζωής, που πρόβαλλε πια σαν αμείλικτος Γολγοθάς εμπρός της.
Νύχτωνε αργά, βασανιστικά. Η Μεγάλη Δευτέρα, ποδοπατώντας τα βάγια και τα Ωσαννά, έμπαινε σκοτεινή από το παράθυρο χωρίς δόξες, χωρίς πανηγυρισμούς, με μια θλίψη μονάχα για όσα της έγνεφε πια το μέλλον. Ο Μεσσίας της δικής της σωτηρίας ήτανε ήδη στον σταυρό και την κοίταζε πότε οργισμένα για τις επιλογές της πότε με πίκρα και παράπονο για το μη αναστρέψιμο της καταδίκης του. Η Λύτρωση άραγε θα ερχότανε ποτέ; Και με ποιο τρόπο; Ποιος άγγελος θα άνοιγε καινούριες, λευκοντυμένες τις μέρες της;
Νύχτωνε αργά, βασανιστικά. Η Μεγάλη Δευτέρα, ποδοπατώντας τα βάγια και τα Ωσαννά, έμπαινε σκοτεινή από το παράθυρο χωρίς δόξες, χωρίς πανηγυρισμούς, με μια θλίψη μονάχα για όσα της έγνεφε πια το μέλλον. Ο Μεσσίας της δικής της σωτηρίας ήτανε ήδη στον σταυρό και την κοίταζε πότε οργισμένα για τις επιλογές της πότε με πίκρα και παράπονο για το μη αναστρέψιμο της καταδίκης του. Η Λύτρωση άραγε θα ερχότανε ποτέ; Και με ποιο τρόπο; Ποιος άγγελος θα άνοιγε καινούριες, λευκοντυμένες τις μέρες της;
No comments:
Post a Comment