Saturday, November 17, 2012

Ψιλόβροχο

Eλένης Αρτεμίου Φωτιάδου


Ψιλόβροχο. Έξω η θολούρα της μέρας και μέσα ο μουντός καιρός του Λίγου.  Σηκώθηκε από το κρεβάτι, έκανε να ζεστάνει νερό για τσάι. Γύρω της σκόνη κι εγκατάλειψη από το διάβα κιτρινισμένων χρόνων, που δε σπλαχνίστηκαν  την ομορφιά της νιότης.  Έσιαξε μηχανικά την τριμμένη ρόμπα, σύρθηκε με τις μισοφαγωμένες παντούφλες μέσα στο κενό της. Απέναντι ένας θολός καθρέφτης της πέταξε στα μούτρα την κατάντια της.

Κάποτε ήταν η γυναίκα –πρόκληση. Εύα ενός επίγειου παράδεισου, που μπαινοβγαίνανε ελεύθεροι οι δαίμονες του κόσμου τούτου  να χορτάσουνε το πάθος τους. Εκείνη χαμογελούσε σαγηνευτικά κι έχωνε στον κόρφο της τον πληρωμένο έρωτα.   Στην αρχή από ανάγκη. Ύστερα από συνήθεια και ανασφάλεια. Χίλιες φορές τα βράδια, σαν έδιωχνε και τον στερνό  πελάτη, έδινε όρκους στο τελευταίο ψίχουλο της αθωότητά της, πως δε θα έμπαζε άλλη πείνα αρσενικού στη λεηλατημένη φύση της. Μα το επόμενο πρωί αρχίζανε και πάλι το παράφωνο τραγούδι τους όλες της σάρκας οι σειρήνες. Κι εκείνη, με  μάτια σφαλιστά , τραβούσε ολοένα για το πικρό ταξίδι της στις θάλασσες μιας προδομένης ηθικής.

Το μισοσκόταδο δεν τη βοήθησε, άφησε στην άκρη την ανάγκη της για τσάι, έψαξε  για μπρίκι και καφέ. Το σκεβρωμένο χέρι της  σκόνταψε  στα άπλυτα πιατικά που κιτρινίζανε πια από εγκατάλειψη  στο νεροχύτη. Αναστέναξε όπως στενάζει ένα πέλαγο, όταν χτυπά στα βράχια τους καημούς του.  Άλλο δεν της έμενε από τη ζητιανιά στα σκαλιά της εκκλησίας,  εκεί που περνοδιάβαιναν καθημερινά  η ενοχή και η μετάνοια.

Θα άπλωνε ξανά το χέρι στις καλοβαλμένες κυράδες, που βγάζανε και της δίνανε μιαν εξιλέωση για παλιές, κρυφές τους αμαρτίες. Το τηλέφωνο κτύπησε παράφωνα μες στη συνήχηση της βροχής και της πίκρας.   Παράξενος της φάνηκε ο χτύπος  του, μέρες πολλές είχε να τον ακούσει. Μια πλήρωνε το λογαριασμό, μια τον ξεχνούσε κι άλλοτε ξεχρέωναν για εκείνην οι υπάλληλοι του Κράτους Προνοίας, για να μπορούν να επικοινωνούν κάποτε μαζί της και να διαπιστώνουν αν ήταν ακόμα ζωντανή. Μα τώρα δεν ήταν το στεγνό ενδιαφέρον τους. 

Άκουσε στην άλλη γραμμή  την κουρασμένη φωνή της Μιράντας.  Φίλη, συνοδοιπόρος , από την εποχή του κάλλους και της πληρωμένης ηδονής.  Οι δυο τους  συμμάζευαν  κοντά στο ξημέρωμα τα σημάδια επάνω στο κορμί τους, τα πλένανε μέσα στα δάκρυα μιας ανήμπορης φύσης και τα αφήνανε να στεγνώσουν απλωμένα στη μοίρα τους. Πού και πού ο άνεμος της ελευθερίας, τους ψιθύριζε πως εκεί έξω υπήρχε μια ζωή που κρατιότανε από την ομορφιά και το γαλάζιο της μέρας, μα εκείνες, βαθιά χωμένες  στη σκοτεινιά της νύχτας, δεν άφηναν τον ψίθυρό του να γίνει κραυγή μες στην καρδιά τους.
Ένας  φευγαλέος δισταγμός και μετά αφέθηκε στο κάλεσμα.
 
Καλοπληρωμένη δουλειά της διαφήμιζε η Μιράντα. Βρήκε, λέει, μια εταιρία που γύριζε αστεία φιλμάκια με κρυμμένη κάμερα και δεν ήτανε να πεις κι ό,τι καλύτερο αλλά είναι να μη σε πιάσει η ανάγκη μες στο δίχτυ της και να σε βλέπει να σπαρταράς σαν νύχτα που δεν ξημερώνει. Βιάστηκε να της κλείσει το τηλέφωνο, βέβαιη για την ανταπόκρισή της και την άφησε να παλέψει με τις ώρες που μαστίγωναν την ερημιά της.

Έξω το ψιλόβροχο ξεψυχούσε με μικρές, κουρασμένες σταγόνες.  Έκανε ένα γύρο με το βλέμμα στο δωμάτιο. Μύρισε τη μιζέρια  στα ξεχαρβαλωμένα έπιπλα,  στο φθαρμένο καναπέ, στις κουρτίνες που κρέμονταν σαν ικέτιδες  στα τζάμια. Πήρε βαθιά αναπνοή και το  αποφάσισε. Έψαξε βιαστικά στο σωρό με τα κουρέλια.   Φόρεσε το μοναδικό φουστάνι που στεκότανε ακόμα λιγάκι αξιοπρεπώς στο κορμί που δάμασε ο χρόνος. Έσιαξε όπως, όπως τα μαλλιά της, ξεθωριασμένα σαν την κρύα μέρα στο κατώφλι της και κίνησε με τα πόδια να βρει  τη χαμένη ελπίδα.
 
Από μακριά το συνεργείο φάνταζε  πολύχρωμο τσίρκο. Κοντοστάθηκε, γύρεψε με τη ματιά της τη Μιράντα. Καθότανε σε ένα κασόνι  σαν ντίβα παλιού σινεμά, αφήνοντας το γέλιο της ηχηρό, σχεδόν ενοχλητικό, να φτάνει μέχρι το απέναντι πεζοδρόμιο. Αυτό το γέλιο , που ποτέ δεν την είχε εγκαταλείψει και γέμιζε ακόμα και τους διαδρόμους, την έξοδο,  εκεί στο κακόφημο μπαρ που άπλωναν επιδεικτικά τη σάρκα τους στα φιλήδονα μάτια  των περαστικών.

Έσυρε το βήμα της μέχρι τη μάζωξη. Αν ήταν τυχερή, σήμερα, μετά από μέρες στέρησης, θα έβαζε ένα πιάτο ζεστό φαί στο τραπέζι της. Και τότε τον είδε. Ψηλός, ξανθός, κορμί στιβαρό, ίδιος ο πατέρας του, εκείνος ο  Νορβηγός ναυτικός, που της χάρισε μια νύχτα ανάσταση σ’ ένα καταγώγιο του λιμανιού, χαϊδεύοντας γλυκά τα όνειρά της για γάμο και οικογένεια.  Ο ναυτικός έφυγε το πρωί και δεν ξαναγύρισε, αφήνοντας την με ένα καρπό αμφίβολου έρωτα στα σπλάχνα.

Γύρεψε να σβήσει την ανάμνηση. Τριάντα  τόσα  χρόνια, από τότε που τον ακούμπησε στα σκαλιά της εκκλησίας  του Αϊ-Γιώργη, από μακριά, πολύ μακριά, παρακολούθησε το μεγάλωμά του, αθέατος θεατής μες στη ζωή του.  Και κάθε νύχτα, προτού ακουμπήσει τη γερασμένη μέρα της στο μαξιλάρι, ήταν η τελευταία σκέψη της ετούτο το παιδί , που μεγάλωνε χωρίς τις αμαρτωλές ανάσες μιας ανάξιας μάνας στο προσκέφαλό του.

Ο γιος της εκεί, σκηνοθέτης  στα πρώτα του βήματα. Να καθοδηγεί το πολύχρωμο συνεργείο , την ασύντακτη μάζα των κομπάρσων. Στην Αγγλία είχε σπουδάσει ο λεβέντης της. Να ΄ναι καλά οι άνθρωποι που ανέλαβαν να αναπληρώσουν τη δική της απουσία.

Τον κοίταξε για άλλη μια φορά με καρδιά θολή από  συγκίνηση. Ύστερα σκούπισε άτσαλα  την ταραχή της και βιάστηκε να απομακρυνθεί με βήμα γοργό,  από μια συνάντηση που δεν μπορούσε να σηκώσει η αδύναμη καρδιά της. Το ψιλόβροχο συνόδευσε  ξανά τα βήματά της σαν αργή, πένθιμη κατάβαση ενοχών.
Eλένη Αρτεμίου Φωτιάδου

No comments: