Αφιερωμένη
ετούτη η ερωτική σύναξη των λέξεων σ’ όλους τους έρωτες που ντύσανε τη γύμνια
των ανθρώπων.
Η Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου γεννήθηκε στην Αμμόχωστο. Είναι εκπαιδευτικός με μεταπτυχιακές σπουδές στην Εκπαιδευτική Διοίκηση. Σήμερα κατοικεί στη Λάρνακα και εργάζεται ως Διευθύντρια σε σχολεία Δημοτικής Εκπαίδευσης. Είναι παντρεμένη και έχει δυο παιδιά.
Ασχολείται με τη λογοτεχνία, τη συγγραφή παιδικών βιβλίων, καθώς και με το ραδιοφωνικό και τηλεοπτικό σενάριο. Το λογοτεχνικό της έργο έχει τύχει διαφόρων διακρίσεων στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Πολλά έργα της έχουν προβληθεί από τηλεοπτικούς σταθμούς της Κύπρου, ενώ άλλα, ραδιοφωνικά, μεταδόθηκαν από τη δημόσια ραδιοτηλεόραση ΡΙΚ.
Δείτε εδώ:
Έργα
της ιδίας
Ποίηση
Το
ταξίδι του Ήλιου στο Φεγγάρι, 2007
Αλεξ-ήνεμος,
Εκδ. Πήλιο, 2010, Βραβείο Κώστα Μόντη
Οι
διαδρομές του Αδάμ, Εκδ. Πήλιο, 2010
Κατεπείγον
– Χαϊκού, Εκδ. Μανδραγόρας 2011
Παιδική
Λογοτεχνία
Χρόνος
είναι και γυρίζει, 2000
Ο
Μπαμπακένιος, 2009
Άρης
ο Φεγγάρης, 2010
Ο
κήπος με τις τριανταφυλλιές, 2011
Ο
βασιλιάς Ξεκούτης, 2011, Παιδικό θέατρο, Βραβείο Θ.Ο.Κ.
Στη
Λιακαδοχώρα, 2005, Κρατικό βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας Κύπρου
Ο
Πρωταθλητής, 2009, Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας Κύπρου
Ο
μικρός κύριος Ου!, 2011
Η
τριλογία του φεγγαριού
Τρεις λόγοι για να ξαγρυπνήσει
κανείς με μια πανσέληνο στο βλέμμα
ΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
: Αναμένοντας το θείο βέλος
To φεγγάρι ολόγιομο
Ψιθυρίζει
τους πόθους των θνητών
Μες
στις σκιές των αθανάτων όψεων
Μιλώντας
γλώσσες απ’όλους τους έρωτες
Που
ασήμωσαν τους δρόμους ανυπεράσπιστης καρδιάς
Στη
στρογγυλάδα μέσα απαλύνει
Τις
αιχμές από τα βέλη διαψεύσεων
Ίσως
κι αρχίσει πάλι τ΄άλικο τριαντάφυλλο
Ν΄ανθίζει
μες στη σκέψη
Πάνω
από κορυφογραμμές ανήσυχων ρυθμών
Διαγράφει το ταξίδι του
Πλοίο
που δε σαλπάρει χωρίς το πρόσταγμα του πόθου
Μονάχα
ρότα ακουμπά σε λογισμούς της νύχτας
΄Ενα
καράβι ταξιδεύει μες στο χάδι του
Με
φώτα που ανεβαίνουνε τη λάμψη του να φτάσουν
Με
μουσικές που προσαρμόζουνε τις νότες τους στο φέγγισμά του
Σ’
ερημική ακρογιαλιά τα βότσαλα προσμένουνε τη λάμψη του
Μήπως
και γίνουν άστρα μες στο όνειρο
Και
η αγάπη ασπροντυμένη, με τα λυτά της τα
μαλλιά
Τις
ασημένιες του κλωστές μαζεύει στο σεργιάνι της
Για
να υφάνει Ανέμου ‘Ερωτα το στίχο
ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ Αλλάζοντας τη ροή του πόνου
Σε
μια πανσέληνο πληγώθηκε η αγάπη
Tα δάκρυά της θρέψανε τις
ασημένιες φεγγαριού πνοές
Kι αυτές, ευαίσθητες χορδές
Στο
πέλαγο της λύπης πέσανε
Τα φουρτουνιασμένα λόγια ψιθυρίζοντας μ΄έναν
υγρό καημό
Σε
μια πανσέληνο γυμνώθηκε η ζωή
Απ΄τα
στολίδια ενός πλανόδιου έρωτα
Που
τον προσμένανε στις γειτονιές
Οι
κοριτσίστικες πλεξούδες του ονείρου
Μ΄αυτός
με τις πραμάτειες του όλες λοξοδρόμησε
Αφήνοντας
τα χέρια αδειανά απ΄της Θεάς την προσφορά
Κάθε
που το φεγγάρι ταξιδεύει στην πληρότητά
του
Μια
θλίψη λύνει τη σιωπή της
Με
κρουσταλλένια δίφθογγα μικρής εξομολόγησης
Στην
αύρα μέσα μιας θαλάσσιας συγχορδίας
Με
μουσικές σε ύφεση καρδιάς
ΛΟΓΟΣ ΤΡΙΤΟΣ Ανακαλύπτοντας την αλήθεια του εαυτού
Στη
σιωπή σου ακούμπησα τις νύχτες μου
Εσύ
μια σφαίρα γεμάτη απ΄των ταξιδιών σου θησαυρούς
Εγώ
ό,τι απέμεινε από΄να κόσμο που΄χτισα στο
μέλλον μου
Κάθε
που με τυλίγει η παρουσία σου αδειάζω
Γυμνή
φωνή απομένω
Δίχως
σκέψεις, δίχως όνειρα
Έτσι
το θέλω
Κουράστηκα
να πλάθω το νερό
Ν
΄αποχρωματίζω το αίμα μου
Είναι
πολύς καιρός για να τ΄αντέξει μια ευχή
Που
έρχεται μονάχα για το αύριο
Και
σήμερα τι;
Σήμερα
ποιος ουρανός θα μου ανοίξει τη γαλάζια ψαλμωδία του;
Ποια
νύχτα θα φανεί γενναιόδωρη
Να
μου χαρίσει ολάκερη την παρουσία σου;
Χωρίς
τα μη , τα όχι και τα πρέπει των πολλών
Χωρίς
τον βυθισμένο καημό του ενός αηδονιού
Που άλαλο
κρύφτηκε στο δάσος
Κυνηγημένο
από φθόνο μετριότητας
Πολλή
κι απόψε η μοναξιά
Μονάχα
το φως σου φλυαρεί
Και μεγαλώνει τόσο τις σκιές
Που
φοβάμαι πως εγώ ακόμα πιο μικρή θα γίνω
Χαμήλωσε
λίγο ακόμα επάνω απ΄την απραξία μου
Ακίνητη
μένω σαν πόθος που χειροτονείται
Ανοίγω
τις αισθήσεις μου όλες στα μυστήριά σου
Στην
αθέατη μορφή που κρύβει η μεγαλοπρέπειά σου
Αθέατη
μήπως γίνω κι εγώ απ΄τον εαυτό μου
Πολύ
με τυράννησε με την άλλη του εποχή
Καιρός
θαρρώ να γεννηθεί στα συνήθη μαιευτήρια
Όπου
τα χρώματα σκουριάζουν χωρίς αποχρώσεις
Οι
λέξεις εννοούν αυτό που δε λένε
Οι
νότες τραγουδούν το στίχο που δε μελοποιείται
Κύλησε
τόπι λειψό στη μοναξιά μου
στα
χέρια κράτησα για λίγο τ΄ασήμωμά του
έμοιαζε
με πέρασμα αστεριού
από
σήραγγα βαθιά του πεπρωμένου
Μπορούσα
τις ευχές μου επάνω ν΄αποθέσω
μα
φοβήθηκα μήπως κι αυτές λειψές γεννιόντουσαν
με
τις κενές διαδρομές ενός διάττοντα καημού
Είπα
πως θα προσμένω τη φωτεινή πληρότητά του
τον
άλλο μήνα
στον
άλλο μου καιρό...
Δεν
ήρθε
ΛΥΓΜΟΣ ΑΓΑΠΗΣ
Γερνά ο χρόνος μου
Κρατώντας μία
νιότη στην ανάμνησή σου
Κι όταν φυσάει απ΄τις πλαγιές της θύμησής σου
Πικρός καιρός σηκώνεται
Πέφτει βροχή σε έρωτα ελάσσονα
Αγέρας πηγαινοφέρνει τα σπασμένα φύλλα της καρδιάς μου
Μέχρι που νικημένα αποσύρονται
Σ΄ένα λυγμό αγάπης
ΕΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙ ΕΡΩΤΑ
΄Ενα κομμάτι έρωτα
Αφημένο στο τραπέζι με το σπασμένο πόδι
Με μισές δαγκωματιές
κάτω απ΄την κρούστα
Ψίχουλα λόγια
Απομεινάρια από χέρια παρήγορα
Γλώσσες φτωχές από αίμα και στάχυ καρπού γινωμένου
Kαι σαν τρίζει το πόδι το ανάπηρο
Ίδια με πόρτα που΄χει ξεχάσει
Ο καιρός το σκουριασμένο χάδι του
Γέρνει ετούτο το μερίδιο
Προς τη μεριά με την πιο κόκκινη καρδιά
Με την πιο κόκκινη επίστρωση
Ενός φθαρμένου, ξύλινου υποστρώματος
Από΄να ενδεχόμενο κρατιέται
Από’ να του καιρού μαϊστράλι
Η αναπλήρωση
ΠΗΝΕΛΟΠΗ
Και
τώρα... πώς;
Πώς
αγοράζει κανείς το Θείο ΄Ανεμο
Που
πέρασε και δε μας χτύπησε την πόρτα;
Πώς
αρχίζει η Zωή απ’ το Τέλος
Εκεί
που πάει να χαθεί στο λιόγερμα το σχήμα του κόσμου;
Ο
αργαλειός μου στέρεψε από χρώματα της Νιότης
Καιρό
τώρα βάφω με τεχνητές μεθόδους
Κόκκινες
όλες τις κλωστές μου
Μα
γρήγορα που ξεβάφει η αναπλήρωση!
Και
μένει πάλι σαν ξεθωριασμένη άνοιξη το
πράσινο
Σαν
ξεβαμμένος ουρανός το μπλε
Που
δεν ελκύει το φτερούγισμα του ΄Ερωτα
Και
τώρα... τι;
Ζητάς
να γείρω
την ανάγκη μου
Το πρώτο ετούτο βράδυ του αιφνιδιασμού σου
Δίπλα
στις Αφροδίτες όλες που σαγήνεψαν τα
κύματά σου
Με
ποια λαχτάρα να αγγίξω τη ζωή και πάλι
Όταν σπαράζουνε
εντός μου ψυχές παραπλανημένων ονείρων;
Φίλησέ
με! ΄Ισως έτσι μου θυμίσεις
Πώς
τραγουδούν τα σύννεφα στις μικρές χαραμάδες του ΄Ηλιου
Κράτησέ
με! ΄Ισως έτσι σκεπάσει η αντρική σου μυρωδιά
Την
ανικανοποίητη σάρκα ενός πρόωρα γερασμένου Πόθου
Ζητώ
πολλά απ’ το περίσσευμα της Μοίρας;
Ξημερώνει!
Πάλι κοιμήθηκα με την απουσία σου...
Κριτική από τον Ζήνωνα
Ζαννέτο
Εκφάνσεις
και εκφορές του Έρωτα, που γρηγορεί παννύχιος στις παρειές της ψυχής, στα
δώματα της σκέψης και στους σκολιούς δρόμους της συνείδησης.
Στη
συλλογή υπάρχουν αρκετά ποιήματα «ποιητικής», ποιήματα που η αποκρυπτογράφησή
τους μας φέρνει ενώπιων των τρόπων και των διαθέσεων της γραφής της ποιήτριας,
της ικανότητάς της να προσλαμβάνει τους ερεθισμούς του κόσμου και των
δυνατοτήτων της να μεταπλάθει σε ποίηση τις εσωτερικές της φωνές και των
πραγμάτων τα σύμβολα και τα σχήματα. Τέτοια ποιήματα «ποιητικής» είναι τα:
Τώρα που έχεις φύγει, το σαλιγκάρι,
Οι έρωτες των άλλων,
ΛΟΓΟΣ ΤΡΙΤΟΣ: Ανακαλύπτοντας την
αλήθεια του εαυτού και άλλα.
Τα
ποιήματα αυτά και τα συγγενή τους, ως προς το περιεχόμενο, ευκολύνουν την
ανάγνωση να ιχνεύσει τον προβληματισμό της ποιήτριας γύρω από την ασύλληπτη,
σχεδόν θεματική του Έρωτα στη Ζωή του ανθρώπου, των μαγικών κωδίκων επαφής και
ομιλίας (συνεύρεσης) μαζί του, αλλά και τη συναισθηματική κλίμακα της
χαρμολύπης που αφήνει στην ψυχή η επίσκεψη ή η απουσία του.
Ο
τίτλος της συλλογής είναι, επίσης σημειολογικός, παραδίδοντας την τόλμη της
ποιήτριας να δοκιμαστεί στη γοητεία της προσέγγισης του διαχρονικού μαθηματικού
αδύνατου (άλυτου), του τετραγωνισμού του κύκλου. Του τετραγωνισμού όχι
μόνον του σχήματος του κύκλου του Έρωτα,
της περιφερειακής του περιστροφής, αλλά και του αδαπάνητου και της αγνότητας
του περιεχομένου του.
Το
έλλογο διδάσκει τον άνθρωπο πως είναι αδύνατο να συνθέσεις σε αρμονία τα
αντιφάσκοντα και αυτή η αδυναμία φαίνεται και στα ποιήματα της υπό συζήτηση
συλλογής, παρ’ όλον ότι η γλωσσική και μετρική μορφή τους είναι αξιέπαινη. Η
ποιήτρια πειράται να εγκιβωτίσει τον Έρωτα την αχώρητη δηλαδή έννοια, την
ασύλληπτη σχηματικά και απερινόητη λογικά και συναισθηματικά έννοια σε
γεωμετρικά σχήματα –κύκλος, τετράγωνο- τα οποία καμιά εξίσωση ή άλλο δόγμα δεν
είναι σε θέση να διαρρήξει και να ανασυνθέσει. Ο τίτλος μας εισάγει στον
μετεωρισμό του εγχειρήματος της ποιήτριας, στις αναμενόμενες αδυναμίες της
απόδοσης του εσωτερικού προβληματισμού, με την ακρίβεια και στερεότητα της
ποιητικής γεωμετρίας.
Θα
μπορούσε, βέβαια, να αντείπει κάποιος πως η ποίηση ως Τέχνη, μπορεί να υπερβεί
το αδύνατο του λογικού με το έκχυμα του συναισθηματικού και την απλοχωρία του
ονείρου. Στην κριτική αποτίμηση των ποιημάτων συντρέχει και αυτή η οπτική
ανάγνωσης. Μπορεί μόνη η Τέχνη να επιτύχει την γήωση του Έρωτα και την επένδυση
της αύρας του σε συναισθήματα, αισθήματα, εκστάσεις του σώματος και του πνεύματος,
σε πάθος άλογο και έλλογο θάμασμα, σε συνειδησιακό διάλογο και ηθικό μονόλογο, εκφάνσεις
που αρνούνται τα σχήματα, όμως η ποιήτρια πειράται να τετραγωνίσει το ονειρικό
βίωμα και να το ευμορφήσει στο τέλειο σχήμα ενός κύκλου. Γι αυτό η ανάγνωση εκλύει,
πιο πολύ, λογικά στάγματα θυμόσοφου ποιητικού λόγου παρά σταλαμές του θαύματος
της αλογίας του Έρωτα, βεγγαλικές εικόνες των θαυμασίων του.
Ο
αναγνώστης αιωρείται σε δίσημο δίλημμα ανάγνωσης: Οι στίχοι αποτελούν δοκίμια
περί Έρωτος, αποστασιοποιημένη α-πορία του θαύματός του ή συναισθηματικές
αναμνήσεις εμβίωτης πρόσληψης, που εγκυκλώνονται και λογικεύονται με την
τεχνική του γεωμετρικού σχήματος. Σε κάθε περίπτωση, η ποιήτρια πραγματώνει τις
εσωτερικές της διαθέσεις και φωνές σε στίχους, πολλοί των οποίων είναι και
πρωτότυποι και αξιόλογοι.
Με
αξιοσημείωτη ευχέρεια η κ. Φωτιάδου χειραγωγεί τις τρέχουσες έννοιες του χώρου
και του χρόνου και με εικονοποιητική φαντασία εισχωρεί στον τόπο του ονείρου
και τραγουδά αυτό που είπαμε Έρωτα, με εκ-στασιαστική νουνεχία, (ή νουνέχεια) με
συστράτευση της λογικής παρατηρητικότητας και της ενστάλαχτης
συναισθηματικότητας. Η εσωτερική αναστάτωση και ο συναισθηματικός τάραχος
υφαίνεται με το μετάξι του Λόγου, μέσα από συνειδησιακή εγκράτεια και το
κοινοτικό δέον.
Για
τεκμηρίωση των πιο πάνω σκέψεων παίρνω ως δείγμα κριτικής ανάλυσης το ποίημα «Οι έρωτες των άλλων». Ο πρώτος στίχος
είναι δηλωτικός της ανασταλτικής νουνεχίας, με την οποίαν η ποιήτρια
προσεγγίζει τον έρωτα:
Αποφεύγω
τους έρωτες των άλλων.
Η
πρώτη λέξη «Αποφεύγω», το ρήμα που δηλοί τη δυναμική ενέργεια του ποιήματος
ακυρώνει την ίδια την ουσία της ομιλίας του έρωτα. Ο έρωτας, ως λειτουργία
ζωής, είναι διάλογος με τον Άλλον, κατάλυση του Εγώ μέσα στο Εσύ με
αυτοπροαίρετη θυσία. Γιατί η κατάλυση του Έρωτα προϋποθέτει θυσιαστική δύναμη
και ιδιόβουλη είσοδο σε σκοτεινό προς εξερεύνηση σπήλαιο, σαν εκείνο του σοφού
Πλάτωνα. Από την είσοδο και την κύκλεια στροφή και περιήγηση του Εγώ στους
ανθηρούς λειμώνες του Εσύ θα αναδυθεί η έλλαμψη, που θα ακυρώσει τις σκιές που
θα λαμπαδεύσει το λυτρωτικό μέγα φως της ζωής και του βίου. Αυτό το φως του
Έρωτα είναι εκείνο που γηώνει τα Ουράνια και ενουρανίζει τα Γαιώδη. Σε άλλους
στίχους – στα ποιήματα «Έξοδος κινδύνου» και «Δάσος τροπικό» – αλλά και στο ποίημα που αναλύομε η ποιήτρια
υπαινίσσεται αυτήν την είσοδο, όμως η ποιητική της απόδοση δεν εκφαίνει
συντελεσθέντα συγκλονισμό ή διαπορία του Θαύματος:
Αγγίζω
θέλοντας και μη την αναμέτρηση.
Ικανοποιείται
με τη λογίκευση εικόνων ποιητικών, που εξαρκούνται στη νοητική περιπέτεια των
λέξεων, χωρίς να ολοκαυτώνεται, όπως η Σεμέλη, στο φως του Έρωτα-Δία. Λείπει η
ποιητική σάρκωση του συναισθηματικού πάθους και του δραματικού εύρους ενός
πραγματωθέντος εν βίω έρωτα. Η ομολογία της «Αποφεύγω τους έρωτες των άλλων»
προδίδει την ίδια την ποιότητα της προσέγγισης του Έρωτα και του Λόγου του, τον
οποίον η ποιήτρια προσπαθεί να εκφράσει στα ποιήματά της. Η ποίηση, βέβαια, η
επώνυμη – η έχουσα το όνομα του δημιουργού της – κατ’ αντίστιξη με τη δημώδη,
καταθέτει τα οράματα, τα σκέμματα, τους στοχασμούς, τις συναισθηματικές
χαρμολύπες του ένδον τόπου του ποιητή της και τις φανταστικές του φτερουγίσεις
με τον χιτώνα και τα ιμάτια της γλώσσας. Η ανάγνωση, συναίσθητη ή ερμηνευτική,
προσλαμβάνει, κατά προαίρεση, ό,τι την εκφράζει ή αποκρυπτογραφεί τα σύμβολα
εκείνα που νοηματοδοτούν τους δικούς της κώδικες ζωής και βίωσης, ονείρου ή
χθόνιου ρυθμού της ύπαρξης. Κατά συνέπεια, οι όποιες ενστάσεις ή παρατηρήσεις
διατυπώνονται εδώ, πέραν του ότι εκφράζουν το ήθος μιας προσωπικής ανάγνωσης,
αναφέρονται αποκλειστικά και μόνο στη σάρκωση των οραμάτων και των λογικών
εκπτώσεων της ποιήτριας. Γιατί η μορφική ύφανση και πολύ καλή είναι και
μαρτυρεί γλωσσική επάρκεια, ποιητικήν ευαισθησία λόγου. Η γλωσσική ένδυση της
εικονοποιΐας μαρτυρεί ικανότητα απόδοσης λεπτών ισορροπιών του νοητικού με το
Θυμικό, με ποιητική γλώσσα και ρυθμό.
Σε
πολλούς στίχους η ποιήτρια πετυχαίνει να εκφράσει τη στυφή γεύση του
απραγματοποίητου ή του ανονειρικού Έρωτα, με εικόνες μοναξιάς, λυρικής πικρής
μνήμης, πόνου, δοκιμής και συναισθηματικής περιπέτειας, που παροτρύνουν για νέα
προσέγγιση του ερωτικού καημού, των βιωματικών του αντιφάσεων, της υπαρξιακής
ερημίας και της αναστοχαστικής Θέασης του Λόγου του Έρωτα στη Ζωή και στον βίο
του ανθρώπου. Με καθαρή λογική διατύπωση ερρυθμίζεται ο στοχασμός της ποιήτριας
σε ποιητικά σκέμματα, που δίνουν απαντήσεις σε λογικεύουσες απορίες του
ερωτικού βιώματος, του ενσώματου ή, πιο πολύ του πνευματικού βιώματος και της
ουσίας του Έρωτα. Στα ποιήματα ελλοχεύει το αβέβαιο, το άπυρο ερωτηματικό της
βίωσης του Έρωτα.
Το
ποιητικό αποτέλεσμα προσομοιάζει με προσυλληφθέν νοητικό σχεδίασμα – σενάριο –
ερωτικό, που πολιορκεί τον Θείον Έρωτα στις ποικίλες του εμβιώσεις και πειράται
να τον σχηματοποιήσει με σύμβολα ποιητικά, με την εμβέλεια της ποιητικής λέξης
και τη δύναμη της εικόνας. Όμως, ο πυρετός και το καύμα του Έρωτα, στα πιο
πολλά ποιήματα της συλλογής, μένει στο πλαίσιο του μύθου του ποιήματος, στην
ατμόσφαιρα που περιρρέει τον ποιητικό λόγο, χωρίς να μεταπλάθεται σε Ποίηση.
Αξίζει,
εδώ ν σχολιαστεί ένα άλλο ποίημα, που αποκαλύπτει τις δημιουργικές δυνατότητες
της ποιήτριας. Είναι το ποίημα «Λυγμός
αγάπης»:
Με
παρθενική και ιδιότυπη σύλληψη περιγράφεται ο πόνος της φθοράς, της γήρανσης
του πάθους, τότε που λιγαίνει ο ερωτικός πόθος, μέχρι σιωπής, και ενσταλάζεται
στον λυγμό της αγάπης. Είναι η συγκλονιστική ώρα του ανθρώπου της
συναισθηματικής αποδοχής του μεταβολισμού της ευχυμίας και της ενάργειας της ερωτικής
μαγείας σε ξέθωρη συγκίνηση, που ονοματίζεται αγάπη – λυγμός αγάπης – μέσα στο μείγμα
του πόνου της ανάμνησης, του λυγμού της μνήμης της ζέστης του έρωτα, της
αδυναμίας αναθέρμης του ερωτικού ρίγους. Επιστρατεύεται τότε ως δεκανίκι η
λειτουργία της αγάπης. Ένα αξιόλογο ποίημα, όπου το προσωπικό συναίσθητο
βίωμα, με την απλότητα και την αλήθεια
της έκφανσής του, αλλά και με τις ακριβόλογες και λυρικές ποιητικές του
εικονίσεις κοινωνεί ως κοινότροπο και γνώριμο σε κάθε άνθρωπο δραματικό
εσωτερικό στάγμα. Είναι, συνάμα, και ένα ευτυχές ποιητικό πλάσμα, που καταδεικνύει
την ποιητική δωρεά και ικανότητα γραφής της Ελένης Α. Φωτιάδου, οσάκις η
ποιήτρια αντλεί την ποιητική της μελάνη από τις δραματικές εσχατιές της
ύπαρξης, χωρίς φοβίες και αναστολές ετερόνομης «ευπρέπειας». Γιατί ο Έρωτας
είναι σιωπηλή κραυγή της ύπαρξης, που, ως ποιητική ωδή, άδεται στα αχάρακτα
μονοπάτια της ψυχής και τρέφεται με τον πυρετό του αίματος της καρδιάς. Όμως,
ψυχή και καρδιά αποτελούν ιδιοπρόσωπες ταυτότητες του Εγώ της ύπαρξης, με
κανόνες και ήθος αυτόνομα, ιδιόβουλα και αυτοπροαίρετα. Είναι ό,τι το πρόσωπο
συνειδητοποιεί ως λειτουργία της κορυφαίας πραγμάτωσης της Ελευθερίας του. Η
πραγμάτωση αυτή διέρχεται από βωμούς και Θυσίες, από λυγμούς, αλλά με
γενναιότητα και όχι μικρόψυχη φειδώ.
Η
λιγόστιχη μονολογία, σε πρώτο πρόσωπο, με τίτλο «Μετριότης» επιβεβαιώνει τις
προηγούμενες παρατηρήσεις. Στο ποίημα κατατίθεται η ομολογία της δειλής
διαδρομής, του φτωχού φόρου που πλήρωσεν η ύπαρξη γι τη φοίτησή της στο
παιδευτήριο της αγάπης, στην παιδονομή του Έρωτα:
«Δεν έκανα παιδί με την αγάπη», προφανώς,
με τη λέξη αγάπη υπονοεί τον Έρωτα. Είναι η ακριβόλογη γραφή της ορφάνιας της ζωής,
της ερημίας του βίου. Η ζωή, ως σύμβαση και όχι ως δώρον Θεού, κατασπαταλάται
σε συναλλαγές συναισθημάτων, σε συμβάσεις ετεροκαθοριζόμενες, καθώς το σώμα και
η ψυχή του προσώπου διαλέγονται με όρους χρησιμοθηρικούς κοινωνικής
μασκοφορίας. Πουθενά η χαρά της δωροδοκίας, η ευχαριστιακή δοξολογία για τη
δωρεά. Μονάχα θλιβή του ανεκπλήρωτου, ελεγχόμενος βηματισμός σ’ ένα, κατ’
επίφαση, πεντάγραμμο ελευθερίας, μαθητεία σε μια δύσληπτη αλφαβήτα.
Οι
ομολογίες αυτές, δυσμένες ποιητικά με τον φόβο της «κοινωνικής ευπρέπειας»,
διατυπωμένες με ελεγχόμενο συναισθηματισμό και με πειστικό λυρισμό μοιάζουν με
μελέτη Έρωτα και όχι θήτευση ή μαθητεία στο παιδευτήριο του Έρωτα και της
ψυχής. Η αδυναμία ή η δειλία αναδρομεί τον ποιητικό βηματισμό και τον συγκρατεί
να μην αφεθεί στη μέθη των ορίων και των κινδυνοτήτων του βιώματος ή του
σκέμματος. Τότε το ποίημα, αντί της πυρετικής βίωσης και της δραματικής
φώνησης, αναλώνεται στη μελέτη και σχεδίαση της ερωτικής σάρκωσης του
ανεπανάληπτου. Το αποτέλεσμα αυτό αδικεί την
Ελένη Α. Φωτιάδου ως ποιήτρια, γιατί και ικανότητες ποιητικής
ολοκλήρωσης και απόδοσης του ερωτικού καημού διαθέτει και ευαισθησίες ως προς
τη δραματικότητα του υπαρξιακού ελλείμματος και της τραγικότητας της υπαρξιακής
του ίχνευσης. Η ανάγνωση της ερωτικής ποίησης της Φωτιάδου αφήνει την απαλή
περιγραφή της αύρας του Έρωτα από το εργαστήρι της σκέψης, μακράν του
δραματικού συγκλονισμού και της πυρέσσουσας ύπαρξης, εξαιτίας της χαρμολύπης
του Έρωτα.
Η
ποίηση, ως γνωστόν, έχει δικό της Ήθος και ιδιόνομους τρόπους του «φάσκειν» και
«εκφαίνεσθαι», τρόποι που δεν ομονοούν, κατ’ ανάγκη, με τις βιοτικές συνήθειες
της καθημερινότητας, τα ήθη και τα έθη της. Ακόμα και στον βιωματικό λόγο της
ποίησης, το βίωμα πλάθεται σε ποίημα με τις οριακές του συγκινήσεις και με την
κρυμμένη μορφή, συχνά ανυμολόγητη, που φωτίζεται με το ρυθμικό φως του μέτρου
και της αρμονίας. Το ρυθμικό αυτό φως πηγάζει από το ελεύθερο φρόνιμα της ύπαρξης,
εκεί που κυοφορείται το όνειρο και οι ιδανικές μορφές της συναισθηματικής
κάθαρσης της ποίησης. Η ποιητική κάθαρση γεννάει το ελεύθερον ήθος της Τέχνης,
το κάλλος του Λόγου Της, την αυτόνομη ακτινοβολία και εμβέλειά της.
Τα
ποιήματα της συλλογής, τα πιο πολλά, είναι επιτυχείς συνθέσεις περί Έρωτος και
προσομοιάζουν με περιγραφές μιας έντονης επιθυμίας να γευτεί η ποιήτρια έναν
καρπό, που τον διαισθάνεται ώριμο και γλυκύ, τον αναλώνει, όμως, μέσα από
προσμονές πραγματιστικής αίσθησης και από πλασματικές «γευστικές»
ευχαριστήσεις, αντικατάστατα του ηδονικού ερωτικού συνταραγμού της ύπαρξης.
Έτσι η όποια αλήθεια ενυπάρχει στα ποιήματα, υποβόσκει και οικουρεί κάτω από τη
θυμική διάθεση, την ονειροπολία ή την προσμονή απτικής πραγμάτωσης και
μασκαρεύεται ως διανοητικό παιχνίδισμα της φαντασίας και ποιητική πλασματουργία
μιας γρηγορούσας, αλλά δεσμίας συνείδησης. Θα προσομοίαζα τον ερωτικό λόγο της
συλλογής ως μια θαυμαστή ακροβασία, όπου ο κίνδυνός της έχει εκ των προτέρων
αναιρεθεί με τα υπόδοχα δίχτυα που έχουν απλωθεί για να διασφαλίζουν κάθε
ενάερο ακρόβατον άλμα, που θα
επιχειρήσει ο ακροβάτης, εντυπωσιάζοντας τους θεατές του. Και, βέβαια, όλα τα
άλματα είναι σχεδιασμένα εκ των προτέρων με γεωμετρική ακρίβεια.
Η
συναισθηματική ανάγνωση και πρόσληψη του Ερωτικού Λόγου των ποιημάτων αφήνει
μια στυφότητα από ελλείμματα αφής και ρίγους, εκστασιαστικής σαλότητας και
πυρετικού αναλώματος, συστατικά στοιχεία της κυριαρχικής λειτουργίας του έρωτα,
τα οποία ως οπτασία βηματίζουν ή ακινητούν μέσα στα ποιήματα, με τη βοήθεια της
μνήμης. Η στυφότητα είναι παρούσα και στον τρόπο που η ποιήτρια εγχρονίζει τις
εσωτερικές της φωνές: ένα διαρκές
παρελθόν, άναιμο και ανεμικό (αέρινο), ονειρικό και φαντασιακό εγκιβωτίζεται
στο παρόν, χωρίς να σαρκούται. Απλά δηλώνεται πώς μπορεί να λειτουργήσει ως
ανοιχτάρι του Ναού του Έρωτα εφεξής. Το υπαρξιακό δράμα ή ακόμα, και η
τραγικότητα που αναδύεται από την αναμέτρησή μας με τον Έρωτα η ποιήτρια τα
πλάθει ως λυρική θλιβή του απραγματοποίητου, της ονειρικής τελειότητας, που τη
γεύτηκε ως βιοτικόν έλασσον ή παρέμεινε πουκάμισο αδειανό να το «φοράει» η
μνήμη και να συγκινείται, πλάθοντάς το ως θυμικήν αύρα επισκέπτιδα,
περιγραφόμενη με επιτυχή καλλιλογική εικονοποιΐα. Το φως του εκπεμπόμενου
Έρωτα, αυτό που προσδέχτηκεν η ποιήτρια είτε ως ορασιακή λάμψη είτε ως
ποθούμενο απτικό καύμα είτε ως ακατάδεκτο σωματικό πυρανάλωμα και ψυχικό
ολοκλήρωμα παραμένει, διαρκώς, ωσεί παρόν, στα ποιήματα, χωρίς, ωστόσο, να
μεταπλάθεται σε ένδροσον ύδωρ ζωής, με το οποίον ο άνθρωπος ξεδιψά οριστικά και
στο εσαεί.
Η
νοηματική ακροτελευτή κάθε ποιήματος αναδύει μια ρομαντική πικρία, που, ως
νάρκισσο στάγμα, παρηγορεί την ψυχή της ποιήτριας, ανοίγοντας, μάλιστα,
παράθυρο αδιέξοδης συλλογής (λογισμού) για αναονείρευση και αναπλαστική
ονειροδρομία μέσα στην αχλυώδη μελλοντική παρουσία του Έρωτα και την ψυχική και
σωματική πενία της ύπαρξης, αλλά και τη νοσταλγόν ανάμνηση του τέλειου.
Ανάμνηση Πλατωνική.
Θα
μπορούσε κάποιος, ως ένσταση προς την ποιότητα των ποιημάτων της συλλογής, να
παρατηρήσει ότι η Φωτιάδου με κοινά σύμβολα, με γνώριμους ποιητικούς τρόπους,
με κοινότοπα όνειρα, με χειροπέδες στα αισθήματα και στον νουν, με κατηγορικές
κοινωνικές προσταγές πειράται να στρατεύσει ένα θυμικό ευαίσθητο και έμπλουτο
με επιθυμίες για ιδανικές βιώσεις και τάσεις για γνωριμία και ψαύσης της
τέλειας συγκίνησης του ασύλληπτου Λόγου του Έρωτα. Με τις λογικές και
συναισθηματικές αυτές προσωπιδοφορίες και αναστολές τα ποιήματα μετεωρίζονται
με σφαγμένα πρόσωπα πόθου, με απρόσιτα όνειρα, με λυρική θλιβή του απραγματοποίητου,
με αυτομαστιγώσεις και εξομολογήσεις για τη δειλία προς τη Ζωή και τον
σημειωτόν της, που αντιστρατεύεται τον ελεύθερο βηματισμό του πνεύματος. Το
ποίημα της συλλογής
ΛΟΓΟΣ ΤΡΙΤΟΣ:
Ανακαλύπτοντας την αλήθεια του εαυτού και όχι μόνον αυτό, είναι χαρακτηριστικό
και αποκαλυπτικό για τις προηγούμενες παρατηρήσεις: Απομονώνω στίχους
αυτοαναλυτικούς, που περιγράφουν την ποιητική ομολογία της Φωτιάδου:
Στη σιωπή σου ακούμπησα τις νύχτες
μου
… Εγώ ό,τι απέμεινε από ’να κόσμο
πού ’χτισα στο μέλλον μου
… Ποια νύχτα θα φανεί γενναιόδωρη
Να μου χαρίσει ολάκερη την παρουσία
σου
Χωρίς τα μη τα όχι και τα πρέπει των
πολλών
Χωρίς το βυθισμένο καημό ενός
αηδονιού
Κυνηγημένο από φθόνο μετριότητας
… Στην αθέατη μορφή που κρύβει η
μεγαλοπρέπειά σου
Αθέατη μήπως γίνω κι εγώ απ’ τον
εαυτό μου
Πολύ με τυράννησε με την άλλη του
εποχή
… Οι λέξεις εννοούν αυτό που δε λένε
Με
τέτοιες αναστολές η ποίηση μοιάζει με ηχώ που φωνεί μέσα από ραγισματιές
οροπεδίου, αντί της σπηλαίας βοής, που εκφαίνει την ανατριχίλα του δέους της
αβύσσου, τον μετεωρισμό του ουρανίου χάους, την εκστασιαστική υπαπαντή του
μυστηρίου και την ψυχική γιόστρα με τον Θάνατο, στοιχεία του Λόγου της
συνείδησης και του πνεύματος. Αυτά τα στοιχεία ελευθερώνει ο Λόγος του Έρωτα
και αυτά σημαίνει και η Ποίηση. Όμως στα ποιήματα της συλλογής όλα αυτά μένουν
ανολοκλήρωτα και μακρινά, θολές εικόνες του θυμικού, του εγκάρδιου πόθου, του
ονείρου και εκχέουν πενία της ομιλίας του σώματος και υποταγή του ελεύθερου
φρονήματος του πνεύματος. Κι όμως, ρυθμοί, γλωσσική αρμονία και πλουσιότητα,
συμβολοποίηση εικόνων της Ζωής και εικονοποιΐα σκεμμάτων και συμβολισμών
προδίδουν ποιητικό τάλαντο όχι ευκαταφρόνητο, ύφανση ποιητική που αντέχει σε
κάθε κριτική, ποίηση που εκφεύγει του ρηχού συρμού και της εύκολης γραφής.
Ζήνων
Ζαννέτος
Ρέθυμνο
Κρήτης
No comments:
Post a Comment